του Κυριάκου Σκιαθά εκπαιδευτικού αναλυτή – συγγραφέα
Το μακρινό 1981, 40 και πλέον χρόνια πίσω, νέκρωσε η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και από τότε κανείς υπηρεσιακός παράγοντας της εκπαίδευσης αλλά και κανείς άλλος, δεν ξέρει και δεν μπορεί να αποτυπώσει με σαφήνεια στο χαρτί τι γίνεται μέσα στις σχολικές αίθουσες. Μοναδική αλήθεια, χωρίς μηδενιστικές θεωρήσεις, η κυριαρχία της εκπαιδευτικής ανεπάρκειας. Κανένα μέλος της κοινωνίας και της εκπαιδευτικής κοινότητας δεν είναι ευχαριστημένο από την ποιότητα της παρεχόμενης γνώσης και διδασκαλίας.
Όσες προσπάθειες έγιναν τα τελευταία 20 χρόνια και ειδικότερα δυο φορές, το 2002 με τον νόμο 2986 και το 2010 με τον νόμο 3948, για αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, κατέληξαν σε αποτυχία. Έμειναν «στα χαρτιά», αποτελώντας μέρος του παιχνιδιού των «αμοιβαίων εξαρτήσεων» των συνδικαλιστικών ηγεσιών και των κυβερνητικών σχηματισμών. Με τους τελευταίους να δείχνουν απρόθυμοι να αντιμετωπίσουν τις αντιδράσεις των πρώτων, δυνάμει των πολιτικών εξελίξεων, βάζοντας σε κίνδυνο σε προεκλογικές περιόδους την ψήφο σχεδόν 170.000 εκπαιδευτικών του δημοσίου και του ευρύτερου περιβάλλοντός τους.
Αφορμή «εκπαιδευτικού πολέμου» αποτελούσε γι’ αυτά τα 40 χρόνια η όποια ενέργεια για αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Μια αποδεδειγμένα κοινή πρακτική για το 90% των ευρωπαϊκών κρατών, με μοναδικές εξαιρέσεις τη χώρα μας, την Τουρκία, την Ιρλανδία, τη Μάλτα και την Ισλανδία.
Από τον φετινό Σεπτέμβριο, με τον νόμο 4823/2021 το υπουργείο Παιδείας εμφορούμενο από περισσή αισιοδοξία επιβάλλει την ατομική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Η υπουργός Παιδείας με δήλωσή της στην κρατική τηλεόραση ξεκαθάρισε ότι: «Η ατομική αξιολόγηση των 170.000 εκπαιδευτικών θα ξεκινήσει με συγκεκριμένες προτεραιότητες για να μπει το νερό στο αυλάκι και να εφαρμοστεί αυτή η νέα κουλτούρα». Διευκρίνισε δε ότι αυτή θα γίνεται από τρεις αξιολογητές: τον Διευθυντή του σχολείου, τον Σύμβουλο Παιδαγωγικής Ευθύνης του σχολείου και τον Σύμβουλο Ειδικότητας.
Με δεδομένο ότι θα υπάρξουν αντιδράσεις, εντύπωση προκαλεί η σιγουριά για το αποτέλεσμα, όταν σύμφωνα με πηγές του ίδιου του υπουργείου οι Σύμβουλοι Εκπαίδευσης δεν πρόκειται να μπουν στις τάξεις για αξιολόγηση πριν από τα Χριστούγεννα. Έντονους δε προβληματισμούς προκαλεί ό,τι κι αν αποκρύπτεται κάτω από το δίλεξο «νέα κουλτούρα». Ίδωμεν…
Από την πλευρά του, ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Παιδείας, αναφερόμενος στην αξιολόγηση λέει ότι αυτή αποτελεί «μια ανατροφοδοτική διαδικασία που σκοπό έχει να συμβάλει στη βελτίωση του παραγόμενου έργου χωρίς καμιά επίπτωση στους εκπαιδευτικούς».
Πράγματι, σύμφωνα με το νομοσχέδιο, η μη θετική αξιολόγηση ενός εκπαιδευτικού τον οδηγεί σε υποχρεωτικό επιμορφωτικό πρόγραμμα, χωρίς τιμωρητικό χαρακτήρα. Η αξιολόγηση μπορεί να οδηγήσει στην απόλυση εκπαιδευτικών; Η παράγραφος 5 στο άρθρο 16 του νόμου 1566/1985 δίνει απάντηση στο ερώτημα: «Ο εκπαιδευτικός που κρίνεται δυο φορές συνεχώς ή τρεις φορές σε διάφορα χρονικά διαστήματα ‘‘μη προακτέος’’ – ‘‘μη ικανοποιητικός’’ … παραπέμπεται με το ερώτημα της απόλυσης». Πιάσ’ το αβγό και κούρευ’ το. Ψιλά γράμματα για μια άρρωστη εκπαίδευση, που δεν βολεύει στην πράξη να αξιολογηθεί και εν τέλει δεν θα αξιολογηθεί.
Σε κάθε περίπτωση πρέπει οι «Βένετοι», οι «Ρούσσοι», οι «Πράσινοι» και οι «Λευκοί» επιτέλους να ομονοήσουν και να συστρατευθούν όλοι στον εθνικό σκοπό, που δεν είναι άλλος από τη διάσωση της δημόσιας παιδείας, αφού προηγουμένως σταθούν μακριά από κομματικές σκοπιμότητες και ρεβανσισμούς. Επιτέλους, να εργαστούν όλοι στην κατεύθυνση μια παιδείας ελληνικής, ακηδεμόνευτης, συνταγματικά κατοχυρωμένης, για όλους τους μαθητές.