Συμβαίνει συχνότερα τα τελευταία δύο χρόνια: παραστάσεις που ανέβηκαν για ένα διάστημα και έπειτα ολοκληρώθηκαν ή για ευνόητους λόγους διακόπηκαν, επιστρέφουν στη σκηνή. Ετσι και ο «Χορός με τη σκιά μου»: η παράσταση μπαλέτου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι έκανε πρεμιέρα τον Νοέμβριο του 2019 στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος, αλλά στις 27 και 29 Ιουλίου παρουσιάζεται στο Ηρώδειο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών.
Οπως και τότε, τη χορογραφία και το σκηνικό υπογράφει ο Κωνσταντίνος Ρήγος, που βρίσκει το εγχείρημα της επιστροφής ενδιαφέρον. «Είναι διεγερτικό να ξανανεβάζεις μια παράσταση. Ανακαλύπτεις τι έχει συμβεί, τι έχει ωριμάσει σε αυτή, τι έχει συνειδητοποιηθεί, τι επιλογές είχες κάνει και αν θα τις ξανάκανες», λέει στην «Κ» ο διευθυντής του Μπαλέτου της Λυρικής. «Το έχω αντιληφθεί από παλιά, σε περιοδείες. Μια παράσταση γίνεται πιο ζωντανή χωρίς το άγχος της πρώτης εμφάνισης».
Εφηβικό όνειρο
Κάτι άλλο που έχει αντιληφθεί από ακόμα παλιότερα είναι η αγάπη του για τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι. Ηταν σχεδόν εφηβικό όνειρο, λέει, να χορογραφήσει κάποιο έργο του. Οταν πάντως ήρθε η στιγμή, δυσκολεύτηκε να επιλέξει ανάμεσα σε κομμάτια που συνόδευσαν και χαρακτήρισαν τα νιάτα του.
Τελικά, κατέληξε στον «Κύκλο του C.N.S.», έργο για βαρύτονο και πιάνο, που το αγάπησε «για την ψυχρότητα, τη μοναχικότητα και την εσωτερική απόγνωση που εκφράζει»· ακολούθησε ο «Καπετάν Μιχάλης», η μουσική για τη θεατρική διασκευή του ομώνυμου καζαντζακικού μυθιστορήματος, που το ξεχώρισε «για τους ρυθμούς, το πάθος και τον ξεσηκωτικό του χαρακτήρα»· και όταν έγινε αντιληπτό ότι τα δύο έργα ταίριαζαν αντιστοίχως με το πνεύμα του Βορρά και του Νότου, ο Κωνσταντίνος Ρήγος αναζήτησε εκείνα που θα συνδέονταν με τα υπόλοιπα σημεία του ορίζοντα: το «Χαμόγελο της Τζοκόντας», μια σπουδή του Χατζιδάκι στη δυτική μουσική, και το «Καταραμένο φίδι», μια σουίτα μπαλέτου που θυμίζει Ανατολή. Πώς χορογραφείται, λοιπόν, ο Μάνος Χατζιδάκις; Θέλει να βρεις τη σωστή φόρμουλα ή μήπως την προσωπική σχέση με το έργο του; «Ολα τα θέλει», απαντάει ο Κωνσταντίνος Ρήγος. «Τη σχέση σου με το έργο του τη θέλει. Αν δεν το γνωρίζεις, όμως, μπορεί να βρεθείς πάνω του ως εξωτερικός παράγοντας. Από την άλλη, οι ρυθμοί του είναι τόσο πολλοί, οι μελωδίες του τόσο απλές και περίπλοκες ταυτόχρονα, που σου επιτρέπει να τον χορογραφήσεις χωρίς να γνωρίζεις το περιεχόμενό του. Τι εννοώ: όταν χορογραφούμε αγγλικά, γερμανικά κομμάτια, δεν εισχωρούμε στο έθνικ στοιχείο τους, ως Ελληνες. Είμαστε πιο αποστασιοποιημένοι. Και ο Χατζιδάκις, ακόμα και αν ένα έργο του το νιώθουμε δικό μας, δεν σε φορτώνει με συναισθήματα, ιδεολογίες και πράγματα που το βαραίνουν και αλλοιώνουν το περιεχόμενο της χορογραφίας».
Η κληρονομιά του
Ισως οφείλεται στην αισθητική και πνευματική κληρονομιά του. Για την οποία, ό,τι και να ειπωθεί εδώ, θα ακουστεί τετριμμένο. Υπάρχει κάτι για εκείνον –να ένα ερώτημα– που το γνωρίζουμε αλλά συνήθως το ξεχνάμε; «Αν εξαιρέσουμε τον πολιτικό του λόγο, που ήταν πολύ ισχυρός και ουσιαστικός, νομίζω πως ξεχνάμε ότι ήταν ένας άνθρωπος με ένα τρομακτικό χιούμορ και με μια απίστευτη ελαφρότητα, που ήταν όμως και απίστευτα σοβαρή», παρατηρεί ο Κωνσταντίνος Ρήγος. «Το έργο του είναι σαν πούπουλο και ταυτόχρονα σαν βράχος. Ακόμα και τώρα, έπειτα από τριάντα χρόνια που ακούω αυτά τα έργα, κάθε φορά που κάνουμε πρόβα μού φαίνονται καινούργια και πιο ζωντανά από οτιδήποτε άλλο».