Παγιδευμένοι στις… διαδικτυακές συνδρομές βρίσκονται οι Ελληνες καταναλωτές, καθώς η εγγραφή μέσω κινητού τηλεφώνου σε διάφορες υπηρεσίες, από πλατφόρμες τηλεοπτικού περιεχομένου έως πλατφόρμες video games, αλλά και marketplaces για αγορές αγαθών ή η παραγγελία φαγητού με το πάτημα ενός κουμπιού μπορεί να είναι εύκολη, στο τέλος του μήνα όμως έρχεται η… λυπητερή, με τον λογαριασμό ή την κάρτα που μπορεί να έχει δηλωθεί να αδειάζει απότομα και μάλλον επικίνδυνα.
Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων Intrum για τις πληρωμές των καταναλωτών, το 67% των καταναλωτών στην Ελλάδα, ποσοστό που είναι το υψηλότερο μεταξύ των 20 ευρωπαϊκών χωρών που εξετάζονται, πλήττεται από το φαινόμενο του λεγόμενου «subscription creep», της δυσκολίας διαχείρισης από πλευράς οικονομικού κόστους των πολλών συνδρομών. Στη δεύτερη θέση μετά την Ελλάδα βρίσκεται η Ιρλανδία με το 62% των καταναλωτών να αντιμετωπίζει την «παγίδα των συνδρομών», και ακολουθούν η Φινλανδία (55%) και το Ηνωμένο Βασίλειο (53%). Σχεδόν οι μισοί καταναλωτές στην Ευρώπη και δη το 45% δηλώνουν έκπληκτοι με το πόσο γρήγορα ξοδεύουν χρήματα, χωρίς να το καταλάβουν, μέσω των μηνιαίων συνδρομών ή μέσω των πληρωμών που κάνουν από το κινητό κατά τη χρήση διάφορων εφαρμογών.
Την ίδια ώρα, αποδεικνύεται ότι αν και το μοντέλο πληρωμής Buy Now/pay Later (BNPL αγοράζω τώρα/πληρώνω αργότερα) αποκτά ολοένα και περισσότερους οπαδούς και στην Ελλάδα, καθώς στην ουσία διευκολύνει τις αγορές και κυρίως βοηθάει στο να μην αδειάσει το πορτοφόλι του καταναλωτή απότομα, μπορεί στο τέλος να αποδειχθεί για τους καταναλωτές πιο βαρύ και από το… τεφτέρι του δοσατζή. Σύμφωνα με την έκθεση της Intrum, το 35% των καταναλωτών στην Ευρώπη δυσκολεύεται να παρακολουθήσει τις αγορές μέσω αυτού του μοντέλου, ώστε να γνωρίζει πόσα χρήματα πρέπει να πληρώσει ακόμη και πότε, με το ποσοστό αυτό να ανεβαίνει σε 55% στην Ελλάδα, το δεύτερο υψηλότερο μετά την Πορτογαλία (60%).
Η αλόγιστη χρήση συνδρομητικών υπηρεσιών, πληρωμών σε δόσεις σε συνδυασμό με ένα έντονα πληθωριστικό περιβάλλον, χωρίς αντίστοιχη ενίσχυση των μισθών, οδηγεί σε δαπάνες που ξεπερνούν κατά πολύ το μηνιαίο εισόδημα. Σύμφωνα με την έκθεση της Intrum, σχεδόν 3 στους 10 καταναλωτές στην Ελλάδα δαπανούν περισσότερα από το μηνιαίο εισόδημά τους με τη μέση υπερβάλλουσα δαπάνη να υπολογίζεται σε 275 ευρώ. Από πού προέρχονται τα χρήματα αυτά; Από αποταμιεύσεις αλλά και από πιστωτικές κάρτες, ενώ δεν θα πρέπει να παραγνωριστεί και η κυκλοφορία «μαύρου» χρήματος στην αγορά. Το ποσοστό καταναλωτών που δαπανούν περισσότερα από το εισόδημά τους στην Ελλάδα είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη με τα πρωτεία να κατέχουν η Νορβηγία (33%) και η Ιρλανδία (32%). Ωστόσο και στις δύο αυτές χώρες το ποσό της υπερβάλλουσας δαπάνης είναι πολύ χαμηλότερο σε σύγκριση με το μέσο μηνιαίο οικογενειακό εισόδημα, της τάξης του 15% στη Νορβηγία (284 ευρώ) και 11% στην Ιρλανδία (184 ευρώ).
Η υπερβάλλουσα δαπάνη σε επίπεδο Ευρώπης ανέρχεται σε 232 ευρώ, με το 49% των Ευρωπαίων να δηλώνει ότι μετά την πληρωμή των λογαριασμών τους μένουν πολύ λιγότερα χρήματα στην τσέπη σε σύγκριση με ένα χρόνο πριν, ενώ το 35% δηλώνει ότι έχει καθυστερήσει να πληρώσει εμπρόθεσμα τουλάχιστον έναν λογαριασμό τους τελευταίους 12 μήνες. Για να αντιληφθεί κάποιος το πρόβλημα που υπάρχει πλέον στην Ευρώπη, στο πλαίσιο αυτής της πληθωριστικής κρίσης διαρκείας, το προαναφερθέν ποσοστό (35%) είναι το υψηλότερο που καταγράφεται την τελευταία 5ετία. Μάλιστα ένας στους πέντε καταναλωτές στην Ευρώπη δηλώνει ότι δεν έχει καθόλου αποταμιεύσεις, ενώ το 17% έχει αποταμιεύσεις που αντιστοιχούν σε ποσό λιγότερο από το εισόδημα ενός μηνός. Με βάση τα παραπάνω, κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι το ότι οι Ελληνες εμφανίζονται μεταξύ των πιο απαισιόδοξων σε ό,τι αφορά την οικονομική τους κατάσταση. Σύμφωνα με την έρευνα της Intrum, μόλις το 33% εκτιμά ότι η οικονομική του κατάσταση θα βελτιωθεί το επόμενο δωδεκάμηνο, ποσοστό που είναι το δεύτερο χαμηλότερο μεταξύ των 20 χωρών, με την Ιταλία και τη Γαλλία να βρίσκονται στις τελευταίες θέσεις (32%). Οι πλέον αισιόδοξοι είναι οι Πορτογάλοι, καθώς το 54% θεωρεί ότι τα οικονομικά του θα βελτιωθούν στο επόμενο δωδεκάμηνο.