Την ίδια ώρα που οι γυναικοκτονίες και η ενδοοικογενειακή βία στην Ελλάδα αυξάνονται με ραγδαίους ρυθμούς λαμβάνοντας διαστάσεις επιδημίας, το Δικαστήριο του Στρασβούργου ξεκαθάρισε ότι γεννώνται αξιώσεις αποζημίωσης των θυμάτων από το Δημόσιο στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες οι κρατικές υπηρεσίες (εισαγγελικές, αστυνομικές, κοινωνικές κ.λπ.), αν και γνωρίζουν, αδρανούν, δεν λαμβάνουν τα κατάλληλα προληπτικά επαρκή μέτρα και δεν προβαίνουν σε αξιολόγηση του κινδύνου επανάληψης παρόμοιων φαινομένων.
Μόνο το περασμένο έτος στη χώρα μας έγιναν 17 φρικιαστικές δολοφονίες γυναικών, κάτι που οδήγησε τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασίλη Πλιώτα να αποστείλει (3/11/2021) εγκύκλιο επιστράτευσης στους συναδέλφους του, με την οποία ζητούσε να παρεμβαίνουν άμεσα, προκειμένου να προστατεύονται πρωτίστως οι γυναίκες και τα ευάλωτα πρόσωπα της οικογένειας (ανήλικοι, ανήμποροι και υπερήλικες), και οι υπαίτιοι να οδηγούνται στον εισαγγελέα.
Ο κ. Πλιώτας για πρώτη φορά έκανε αναφορά στον όρο «γυναικοκτονία», επισημαίνοντας την έξαρση των εγκλημάτων της ενδοοικογενειακής βίας και των γυναικοκτονιών με «ποικίλες, καινοφανείς και ποιοτικά μεταλλαγμένες μορφές εμφάνισής τους».
Πάντως, είναι νωπή ακόμα η εικόνα των ανατριχιαστικών περιγραφών της δολοφονίας της άτυχης Καρολάιν Κράουτς, από τον πιλότο σύζυγό της Μπάμπη Αναγνωστόπουλο στα Γλυκά Νερά, όπως και ο ομαδικός βιασμός και η δολοφονία της Ελένης Τοπαλούδη το 2018 στη Ρόδο.
Πριν από λίγες μέρες, στο Ηράκλειο Κρήτης, καταδικάστηκαν μητέρα και πατριός, οι οποίοι κακοποιούσαν τα τέσσερα ανήλικα κορίτσια τους. Τα κλείδωναν στο δωμάτιο με τις ώρες χωρίς φαγητό και νερό, ενώ τις υποχρέωναν να πλένονται παρουσία δύο φίλων του ζευγαριού που έμεναν μαζί τους.
Το 2010, 34χρονη σήμερα Ιταλίδα έκανε σχέση χωρίς να γνωρίζει ότι ο σύντροφός της έπασχε από διπολική διαταραχή από την ηλικία των 20 ετών. Δηλαδή, εμφάνιζε «περιοδικές αλλαγές διάθεσης που συνοδεύονταν από παρορμητικότητα, ευερεθιστότητα και εξαιρετικά βίαιη συμπεριφορά». Υπέφερε, επίσης, από μανιακή ψυχαναγκαστική διαταραχή και στο παρελθόν ήταν αλκοολικός και του είχε απαγορευτεί να πλησιάζει την προηγούμενη σύντροφό του.
Το ζευγάρι απέκτησε δύο παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι (το 2011 και 2017, αντίστοιχα). Μέσα στην τριετία 2015-2018 η μητέρα των παιδιών δέχτηκε τέσσερις επιθέσεις από τον σύντροφό της και είχε επέμβει η Αστυνομία. Σε βάρος του συζύγου ασκήθηκε ποινική δίωξη για ενδοοικογενειακή βία, αλλά δεν ελήφθησαν προληπτικά μέτρα για την προστασία των μελών της οικογένειας.
Τραγική ημέρα ήταν αυτή του Σεπτεμβρίου του 2018, όταν ο σύζυγος ενοχλήθηκε από θόρυβο που προκάλεσε ο γιος του και ένα τηλεφώνημα που δέχτηκε η γυναίκα του και άρπαξε την κόρη του από τα μαλλιά και την πέταξε στον τοίχο. Στη συνέχεια πήρε ένα μαχαίρι από την κουζίνα και επιτέθηκε στη γυναίκα του μαχαιρώνοντάς τη στο πρόσωπο και στο σώμα. Εκείνη έπεσε στο πάτωμα μαζί με τον γιο της. Τα εφιαλτικά λεπτά δεν σταματούν εδώ, καθώς στη συνέχεια μαχαίρωσε με μανία πολλές φορές τον γιο του, με αποτέλεσμα να πεθάνει.
Ενα χρόνο μετά καταδικάστηκε σε κάθειρξη 20 ετών και υποχρεώθηκε να καταβάλλει 100.000 ευρώ στη γυναίκα του και στην κόρη του.
Η σύζυγος προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κατά του Ιταλικού Δημοσίου, διεκδικώντας αποζημίωση για ψυχικήοδύνη λόγω της δολοφονίας του γιου της και για την ηθική βλάβη που υπέστη η ίδια από την κακοποίηση που δέχθηκε. Υποστήριξε ότι οι αρμόδιες αρχές, και ειδικά οι εισαγγελικές, δεν έλαβαν τα αναγκαία μέτρα προστασίας της ίδιας και των παιδιών.
Οι Ευρωπαίοι δικαστές αποφάνθηκαν ότι οι αρμόδιες αρχές (εισαγγελικές, κοινωνικές υπηρεσίες κ.λπ.) «δεν είχαν εκπληρώσει το καθήκον τους να προβούν σε άμεση και προληπτική αξιολόγηση του κινδύνου επανάληψης των βίαιων πράξεων που διαπράχθηκαν κατά της μητέρας και των παιδιών της», άλλα ούτε έλαβαν «προληπτικά μέτρα για τον μετριασμό του κινδύνου και την προστασία τους».
Μεγάλες ευθύνες επέρριψαν οι δικαστές του Στρασβούργου στις εισαγγελικές αρχές για αδράνεια και σαφή αποτυχία στο έργο τους, σημειώνοντας ότι «οι εισαγγελείς είχαν παραμείνει παθητικοί μπροστά στον σοβαρό κίνδυνο κακομεταχείρισης και η αδράνειά τους είχε επιτρέψει στον σύντροφο της κυρίας L. να συνεχίσει να την απειλεί, να την παρενοχλεί και να της επιτίθεται ανεμπόδιστα και ατιμώρητα».
Και υπογραμμίζουν με έμφαση: «Οι Αρχές γνώριζαν ή έπρεπε να γνωρίζουν τον πραγματικό και τον επικείμενο κίνδυνο για τη ζωή της κυρίας L. και των παιδιών της και θα έπρεπε επομένως να έχουν αξιολογήσει τον κίνδυνο περαιτέρω άσκησης βίας και να λάβουν τα κατάλληλα και επαρκή μέτρα για την προστασία της και των παιδιών της».
Σε άλλο σημείο οι Ευρωπαίοι δικαστές αναφέρουν ότι «το δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι Αρχές δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ότι επέδειξαν την απαιτούμενη επιμέλεια» και διευκρινίζουν: «Οι εισαγγελείς είχαν σαφώς αποτύχει στο καθήκον τους να λάβουν προληπτικά μέτρα που θα μπορούσαν ενδεχομένως να είχαν αποτρέψει το τραγικό αποτέλεσμα ή τουλάχιστον να μετριάσουν τη ζημιά».
Το Στρασβούργο τελικά επιδίκασε στη μητέρα αποζημίωση 32.000 ευρώ για ψυχική οδύνη λόγω του θανάτου του γιου της και για ηθική βλάβη λόγω της δικής της κακοποίησης.