Ο Αλέξης Κούγιας σχολίασε τα λόγια που ειπώθηκαν από την Εισαγγελέα στη χθεσινή αγόρευση για τη Ρούλα Πισπιρίγκου, ότι η κόρη της, Τζωρτζίνα, ήταν άτυχη που την είχε για μητέρα. Ο γνωστός ποινικολόγος σχολίασε ότι η άποψη αυτή ήταν «ατυχέστατη» και «προσβλητική».
Όπως αναφέρει ο Αλέξης Κουγιας «σήμερα, πληροφορήθηκα από συναδέλφους μου στο Αγρίνιο, όπου παρίσταμαι στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο ως συνήγορος υπεράσπισης, ότι η κα Εισαγγελέας της έδρας στην υπόθεση της Σ.Π. τόλμησε, παρά τις καταθέσεις του Μάνου Δασκαλάκη σε ανύποπτο χρόνο, τα μηνύματα που αντήλλαξαν μεταξύ τους και τις μαρτυρικές καταθέσεις που περιέγραφαν ότι η κατηγορημένη από τότε που γέννησε τα παιδιά της, μέχρι τότε που η Τζωρτζίνα έφυγε από τη ζωή, αφιέρωσε όλη της τη ζωή σε αυτά τα τρία παιδιά και ειδικά μετά την από ιατρικά λάθη τετραπληγία της Τζωρτζίνας αποκλειστικά στο πώς σε συνεργασία με ιατρούς και φυσιοθεραπευτές, μόνη της και χωρίς βοήθεια από κανέναν θα την επαναφέρει σε μια φυσιολογική ζωή, να αναφέρει στο δικαστήριο ότι η αείμνηστη Τζωρτζίνα ήταν άτυχη που είχε μητέρα την κα κατηγορουμένη.Λυπάμαι ιδιαίτερα που την ατυχέστατη και προσβλητική για την μνήμη της Τζωρτζίνας άποψη την αποδέχτηκε και ένας εκ των συνηγόρων υποστηρίξεως της κατηγορίας.
Επί των ως άνω θέλω να δηλώσω κατηγορηματικά ότι δεν ήταν η Τζωρτζίνα άτυχη που είχε την κα κατηγορουμένη μητέρα και, αν μπορούσε να μιλήσει από εκεί που βρίσκεται για το τι συνέβη ακριβώς και έχασε τη ζωή της, θα είχε αποθεώσει την κα κατηγορουμένη για τα όσα έκανε, για να την κρατήσει στη ζωή, αλλά δυστυχώς η κα κατηγορουμένη είναι άτυχη που κληρώθηκαν σε αυτή τη δίκη η κα Εισαγγελέας της έδρας και η κα Πρόεδρος του Δικαστηρίου που επί 13 μήνες δεν έκαναν τίποτα άλλο από το να προσπαθούν με ερωτήσεις επιπέδου μεσημεριανών εκπομπών να δημιουργήσουν στοιχεία, όχι για να δικαστεί δίκαια η κα κατηγορουμένη, αλλά για να καταδικαστεί άδικα.»
Η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος απάντησε στην τοποθέτηση του Αλέξη Κούγια, σημειώνοντας ότι επιχειρείται προσπάθεια υποβάθμισης και απαξίωσης του εισαγγελικού θεσμού, μεταξύ άλλων.
Η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδας αναφέρει στην ανακοίνωσή της ότι «με αφορμή δημόσιες, απαξιωτικές δηλώσεις συνηγόρου υπεράσπισης σε βάρος εισαγγελικής λειτουργού, για το περιεχόμενο της κατά νόμο πρότασής της επί της ενοχής κατηγορουμένης, σε υπόθεση που εκδικάζεται και εκκρεμεί η έκδοση απόφασης του δικαστηρίου, επισημαίνουμε τα ακόλουθα:
Έχει καταστεί σύνηθες φαινόμενο η εκ μέρους του συνηγόρου έκφραση αρνητικής κριτικής σε βάρος παραγόντων της δίκης , αλλά και ως προς την προσφορά, την αναγκαιότητα και την ποιότητα συμμετοχής εισαγγελικών λειτουργών στην ποινική δικαιοσύνη, όταν θεωρεί ότι νόμιμες δικονομικές ενέργειές τους δεν “εξυπηρετούν” τις θέσεις των εντολέων του.
Τονίζουμε ότι οι επαναλαμβανόμενοι υποτιμητικοί χαρακτηρισμοί και οι σκοπιμότητες που αυτοί ενέχουν, δεν επιφέρουν και δεν πρόκειται να επιφέρουν τις επιδιωκόμενες και επιθυμητές «παρενέργειες», τον κλονισμό δηλαδή της εμπιστοσύνης των πολιτών προς την εισαγγελική αρχή και την πρόκληση οιασδήποτε αμφιβολίας στη συνείδηση του δικαστή.
Η διατύπωση δε της άποψης περί μη υιοθέτησης των εισαγγελικών προτάσεων από τα αρμόδια δικαστικά συμβούλια και δικαστήρια, εντάσσεται στα όρια της έννοιας της εικονικής πραγματικότητας, αφού οι εισαγγελικές προτάσεις δεν αποτελούν προϊόν ανεξέλεγκτης συλλογής και αξιοποίησης ενοχοποιητικών στοιχείων και αυθαίρετης κρίσης, αλλά αντικείμενο βαθιάς και ενδελεχούς επεξεργασίας αυτών και γνώσεων και για το λόγο αυτό, υιοθετούνται, κατά κανόνα, από το αρμόδιο δικαστικό όργανο, στο οποίο απευθύνονται.
Η δε επιχειρούμενη με τις δηλώσεις αυτές, για μια ακόμη φορά, προσπάθεια υποβάθμισης και απαξίωσης του εισαγγελικού θεσμού, αποτελεί μορφή συγκρουσιακής υπεράσπισης, που επανεμφανίζεται στις περιπτώσεις νόμιμων, αλλά μη αρεστών εισαγγελικών ενεργειών, εκφεύγει των ορίων της ενάσκησης του υπερασπιστικού έργου και επιδιώκει τη ματαίωση του σκοπού της ποινικής δίκης, που είναι η έκδοση ορθών και δίκαιων αποφάσεων».