O φορολογικός πληθωρισμός καλά κρατεί στην Ελλάδα και αποτυπώνεται ξεκάθαρα με δύο ποσοστά. Από το 2020 μέχρι το 2024, ο μέσος μισθός στην Ελλάδα –όπως αποτυπώθηκε στις στατιστικές του συστήματος «Εργάνη»– αυξήθηκε κατά 28%. Στο ίδιο διάστημα, ο φόρος εισοδήματος όμως εκτοξεύτηκε κατά 118%. Το πρόβλημα δεν έχει να κάνει μόνο με το τι συνέβη σε αυτή την 5ετία, αλλά και το τι θα συμβεί από εδώ και στο εξής. Χωρίς τροποποιήσεις και τιμαριθμοποιήσεις της φορολογικής κλίμακας, ο φόρος εισοδήματος θα εξακολουθήσει να «ροκανίζει» τις ονομαστικές αυξήσεις και μάλιστα με ταχύτερο ρυθμό συγκριτικά με την προηγούμενη 5ετία.
Όπως σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, οι ασκήσεις επί χάρτου όσον αφορά τις απαιτούμενες τροποποιήσεις που πρέπει να γίνουν στην κλίμακα φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων, έχουν ήδη ξεκινήσει στο υπουργείο Οικονομικών καθώς το πρόβλημα έχει ήδη εντοπιστεί. Στο τραπέζι έχει πέσει ακόμη και το σενάριο της αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής των κλιμακίων ώστε να διασφαλίζεται ότι η όποια αύξηση στον ονομαστικό μισθό ή στην ονομαστική σύνταξη δεν θα οδηγεί σε πολλαπλάσια αύξηση του φόρου εισοδήματος.
Τιμαριθμοποίηση σημαίνει ότι κάθε χρόνο θα προκύπτει και μια τροποποιημένη κλίμακα φορολογίας εισοδήματος –στην Ελλάδα εφαρμόζουμε την ίδια κλίμακα από το 2019 και μετά– ώστε να αποφεύγεται ο κίνδυνος μια αύξηση της τάξεως των 1.000 ευρώ να φορολογείται ακόμη και με 13 ποσοστιαίες μονάδες επιπλέον (σ.σ. στην καλύτερη περίπτωση η επιβάρυνση αντιστοιχεί σε έξι ποσοστιαίες μονάδες επιπλέον επί της όποιας αύξησης και στη χειρότερη στις 13 μονάδες). Με μια διαφορά: ότι τις 13 μονάδες επιπλέον, τις… φορτώνονται οι περισσότεροι καθώς αφορούν όσους σπάνε για πρώτη φορά το όριο του ετήσιου εισοδήματος των 10.000 ευρώ.
To πώς έχει λειτουργήσει μέχρι σήμερα ο φορολογικός πληθωρισμός προκύπτει από τους ακόλουθους υπολογισμούς. Το 2020, το μέσο ετήσιο εισόδημα στην Ελλάδα υπολογιζόταν (με βάση τα στοιχεία του συστήματος «Εργάνη») στα 14.704 ευρώ για τον ιδιωτικό τομέα (σ.σ. τη συγκεκριμένη χρονιά, ο μέσος μισθός στον ιδιωτικό τομέα υπολογιζόταν στα 1.050,3 ευρώ.) Σε αυτό το ποσό αντιστοιχούσε ετήσιος φόρος εισοδήματος 727 ευρώ. Το 2024, η έκθεση του συστήματος «Εργάνη» έδειξε αύξηση του μέσου μισθού στα 1.342 ευρώ με το ετήσιο εισόδημα να υπολογίζεται στα 18.790 ευρώ. Με δεδομένο το «πάγωμα» της φορολογικής κλίμακας, ο φόρος εισοδήματος υπολογίζεται πλέον στα 1.585 ευρώ. Ετσι, προκύπτει και η ποσοστιαία αύξηση του 118%, δηλαδή τέσσερις φορές μεγαλύτερη σε σχέση με την αντίστοιχη μέση αύξηση του εισοδήματος η οποία υπολογίστηκε στο 28%.

Στην 5ετία από το 2020 μέχρι το 2024, η κυβέρνηση μετρίασε την επίπτωση από την κατακόρυφη αύξηση του φόρου εισοδήματος προχωρώντας αρχικά στην κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης και στη συνέχεια στη μείωση του συντελεστή υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών, μέρος της οποίας αφορούσε και το εισόδημα του εργαζομένου. Το ερώτημα είναι τι γίνεται από εδώ και πέρα.
H κυβέρνηση έχει υποσχεθεί αύξηση του μέσου μισθού στα 1.500 ευρώ έως το τέλος του 2027. Αυτό σημαίνει ότι ο μέσος μισθός θα αυξηθεί έως τότε κατά περίπου 11,77%. Αν όμως στο ίδιο διάστημα δεν υπάρξει αλλαγή στη φορολογική κλίμακα, ο φόρος εισοδήματος θα «φουσκώσει» κατά 29%. Χωρίς περαιτέρω μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και χωρίς παρέμβαση στη φορολογική κλίμακα, η αύξηση του καθαρού μισθού θα είναι μετά βίας μεγαλύτερη του αναμενόμενου πληθωρισμού, με αποτέλεσμα να «φρενάρει» η προσπάθεια βελτίωσης του πραγματικού εισοδήματος.
Το «όπλο» που θα επιδιώξει να χρησιμοποιήσει το υπουργείο Οικονομικών για να περιορίσει τις συνέπειες του «φορολογικού πληθωρισμού» θα είναι ο διαθέσιμος δημοσιονομικός χώρος για τη χρηματοδότηση των φορολογικών ελαφρύνσεων όχι μόνο του 2026 αλλά και του 2027. Με παρεμβάσεις στη φορολογική κλίμακα (είτε στους συντελεστές είτε στα κλιμάκια) θα επιχειρηθεί να μετριαστεί αυτή η διαφορά ανάμεσα στην αύξηση του μέσου εισοδήματος και στην αύξηση του φόρου που θα αναλογεί. Οσο πιο κοντά έρθουν αυτά τα δύο ποσοστά, τότε μεγαλώνει το ποσοστό αύξησης των καθαρών αποδοχών, δηλαδή αυτών που απομένουν μετά την αύξηση της παρακράτησης φόρου αλλά και των ασφαλιστικών εισφορών. Το ζητούμενο είναι το ποσοστό που θα απομείνει να είναι μεγαλύτερο από τον ετήσιο πληθωρισμό ο οποίος αναμένεται να κινηθεί στην περιοχή του 2%-2,5% για την περίοδο μέχρι το 2027, τουλάχιστον με βάση τις προβλέψεις που έχει ενσωματώσει η κυβέρνηση στο μεσοπρόθεσμο σχέδιο.
Η τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας έχει αυξημένο δημοσιονομικό κόστος καθώς «χτυπά» κατευθείαν στις εισπράξεις από την παρακράτηση του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων. Δεδομένου ότι η κυβέρνηση θα έχει τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσει μειώσεις φόρων και το 2027, είναι ανοικτό το ενδεχόμενο οι «διορθώσεις» στη φορολογική κλίμακα να υλοποιηθούν σε δύο φάσεις.