Πολιτική συμφωνία που ισοδυναμεί με αναβάθμιση επιπέδου «ανάκτησης επενδυτικής βαθμίδας» για την Ελλάδα, πέτυχε χθες στο Συμβούλιο των Ευρωπαίων υπουργών Οικονομικών της Ευρώπης η κυβέρνηση. Βρίσκει δικαίωση έτσι το πάγιο εθνικό αίτημα δεκαετιών -πριν και μετά τα Μνημόνια- να εξαιρούνται από τον «στενό κορσέ» και τις κυρώσεις του υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος, οι μεγάλες δαπάνες που είναι υποχρεωμένη να κάνει η Ελλάδα για να ενισχύσει την εθνική της Άμυνα.
Η δικαίωση όμως ήταν διπλή: γιατί την ίδια ακριβώς στιγμή που μια μακρά και σκληρή προσπάθεια για ανάπτυξη και ασφάλεια με δημοσιονομική σταθερότητα έφτανε στο στόχο της, ο Economist επέλεγε να τιμήσει διεθνώς την Ελλάδα ως «χώρα της χρονιάς» για το 2023, σε μια δύσκολη πορεία μάλιστα μέσα από διαδοχικές διεθνείς κρίσεις στις οποίες «λύγισαν» ακόμα και οι πιο ισχυρές οικονομίες του πλανήτη: «μετά από χρόνια επώδυνης αναδιάρθρωσης, η Ελλάδα βρίσκεται στην κορυφή της ετήσιας κατάταξής μας για τις οικονομίες του πλούσιου κόσμου το 2023» τονίζει στο άρθρο του. Και παρουσιάζει την διακυβέρνηση της χώρας ως «φάρο» για την ενδεδειγμένη οικονομική πολιτική στις σύγχρονες δημοκρατίες, πριν ή μπροστά από τις κάλπες: «Η κεντροδεξιά κυβέρνησή της επανεξελέγη τον Ιούνιο (…) Η Ελλάδα δείχνει ότι από το χείλος της κατάρρευσης είναι δυνατόν να θεσπιστούν σκληρές, λογικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις, να ανασυγκροτηθεί το κοινωνικό συμβόλαιο, να επιδειχθεί συγκρατημένος πατριωτισμός -και να κερδίσει και τις εκλογές. Με τον μισό Κόσμο να πρόκειται να ψηφίσει το 2024, οι απανταχού δημοκράτες θα πρέπει να δώσουν προσοχή σε αυτό» αποφαίνεται στη δημοσίευσή του ο Economist.
Τι αλλάζει
Στο δρόμο των οικονομικών μεταρρυθμίσεων, με οικονομική σταθερότητα, προστασία των συνόρων αλλά και με κοινωνικό πρόσωπο, θα μπορεί να κινείται η Ελλάδα και στα επόμενα χρόνια, με το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο που συμφωνήθηκε χθες από τις κυβερνήσεις.
Με το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο που διαδέχεται τους κανόνες του Προγράμματος Σταθερότητας ίσχυαν για δεκαετίες στην ΕΕ, απελευθερώνονται αναπτυξιακοί πόροι 1% του ΑΕΠ και αποφεύγεται ο κίνδυνος κυρώσεων και νέας λιτότητας.
Οι δημοσιονομικοί κανόνες που συμφωνήθηκαν χθες, θα ισχύσουν πανευρωπαϊκά από το 2025 και μετά, αλλά με ξεχωριστούς στόχους για κάθε κράτος μέλος -και όχι «οριζόντια» όπως επιβάλλετο για όλους ως τώρα.
Το «κοστούμι» έτσι δεν θα είναι ίδιο για όσους δεν τους ταιριάζει και κάθε χώρα θα καλείται να καταρτίσει δικό της σχέδιο που θα συνδυάζει «μάζεμα» αλλά και ανάπτυξη, σύμφωνα με τις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητές της.
Το μόνο που έχει απομείνει ίδιο ουσιαστικά από το παλαιό Σύμφωνο σταθερότητας είναι οι δύο βασικές προβλέψεις για το δημοσιονομικό έλλειμμα (3% του ΑΕΠ) και το δημόσιο χρέος (60% του ΑΕΠ) που παραμένουν αμετάβλητες.
Ωστόσο επέρχονται σημαντικές αλλαγές:
– στον τρόπο με τον οποίο ελέγχεται η τήρηση των δημοσιονομικών κανόνων από τις εθνικές κυβερνήσεις (το λεγόμενο «προληπτικό σκέλος») αλλά και
– στον τρόπο με τον οποίο ενεργοποιείται και θα λειτουργεί η λεγόμενη Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείματος – δηλαδή η ένταξη σε «καθεστώς επιτήρησης» (το λεγόμενο «διορθωτικό σκέλος»).
Ειδικά για την Ελλάδα, με το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο που διαδέχεται τους κανόνες του Προγράμματος Σταθερότητας ίσχυαν για δεκαετίες στην ΕΕ, απελευθερώνονται αναπτυξιακοί πόροι 1% του ΑΕΠ και αποφεύγεται ο κίνδυνος κυρώσεων και μέτρων λιτότητας.
Αυτό θα συμβεί με 5 τρόπους:
1) Ειδική μεταχείριση επενδύσεων στην άμυνα
Κατόπιν αιτήματος αρκετών κρατών μελών, μεταξύ των οποίων η Ελλάδα κατείχε εξέχουσα θέση, οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες προβλέπουν ότι όταν σημειώνεται υπέρβαση των ορίων για το έλλειμμα και το χρέος, θα συνυπολογίζεται κατά πόσο αυτή οφείλεται στην πραγματοποίηση υψηλών δαπανών για επενδύσεις στην άμυνα.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι εισάγεται η δυνατότητα αν ένα κράτος-μέλος έχει υψηλότερες επενδύσεις σε άμυνα σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ή προβαίνει σε μια σημαντική αύξηση των επενδύσεων του στην άμυνα, οι δαπάνες αυτές να μην λαμβάνονται υπόψη για την ένταξη ή μη του κράτους μέλους σε Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος.
Έτσι, οι επενδύσεις στην άμυνα δύνανται για πρώτη φορά να λειτουργούν ως κατηγορία δαπανών που θα εξαιρούνται από τον υπολογισμό του (υπερβολικού) ελλείμματος. Οι επενδύσεις στην άμυνα είναι η μοναδική κατηγορία δαπανών για την οποία εισάγεται ρητά αυτή η πρόνοια.
Ως «επενδύσεις» όμως για τις οποίες η αύξηση δαπανών δεν θα υπολογίζονται για τη λήψη μέτρων και κυρώσεων σε περίπτωση παραβίασης των γενικών ή ειδικών ορίων ελλείμματος, δεν εννοούνται πχ οι αυξήσεις μισθών των ενστόλων, αλλά δαπάνες όπως η προμήθεια ή κατασκευή νέων αεροπλάνων, φρεγατών ή υποβρυχίων, η τεχνολογική έρευνα για ανάπτυξη της εθνικής αμυντικής βιομηχανίας (κατασκευή drones ή συστημάτων ηλεκτρονικού πολέμου κλπ), η δημιουργία νέων στρατιωτικών βάσεων κλπ.
2) Σταδιακός περιορισμός των ελλειμμάτων και του χρέους
Με τους υφιστάμενους κανόνες κάθε κράτος-μέλος που έχει χρέος άνω του 60% του ΑΕΠ είναι υποχρεωμένο να μειώνει κάθε χρόνο το χρέος του κατά το 1/20 του υπερβάλλοντος ποσού. Για την Ελλάδα αυτό σημαίνει ετήσια μείωση χρέους 4,5%-5% τα επόμενα χρόνια.
Με τους νέους κανόνες, για κράτη με πολύ υψηλό χρέος όπως η Ελλάδα (άνω του 90% του ΑΕΠ) η μέση μείωση χρέους ως ποσσοτό του ΑΕΠ κατά 1 μονάδα ετησίως. Αυτό δεν ανησυχεί όμως την Αθήνα διότι τα τελευταία τρία χρόνια (2021-2023) η Ελλάδα μειώνει το λόγο χρέος προς ΑΕΠ κατά περισσότερες από δέκα μονάδες ετησίως. Και για τα επόμενα χρόνια προβλέπεται μείωση του Χρέους κατά περίπου 11 μονάδες το 2024, άλλες 8 το 2025 και 7,5 μονάδες το 2026.
Επιπλέον με τους υφιστάμενους κανόνες, κάθε χώρα θα πρέπει να θέτει στόχους για δημοσιονομικό έλλειμμα πολύ πιο φιλόδοξους από το ανώτατο όριο 3% που ορίζει η Συνθήκη. Υπάρχουν δύο τέτοια ανώτατα όρια, τα οποία στην περίπτωση της Ελλάδας συνεπάγονται μέγιστο έλλειμμα 0,5% του ΑΕΠ και 0,7% του ΑΕΠ αντίστοιχα. Με τους νέους κανόνες όμως, τα όρια αυτά καταργούνται και στην θέση τους τίθεται ένα ενιαίο και λιγότερο “αυστηρό” όριο ελλείμματος, ύψους 1,5% του ΑΕΠ.
3) “Εθνικό” σχέδιο τετραετίας
Με αρχή από το 2025, επιστρέφουν τα εξατομικευμένα εθνικά σχέδια δημοσιονομικής προσαρμογής τετραετούς διάρκειας που ίσχυαν ως το 1997.
Τα Σχέδια πρέπει να ακολουθούν τους συμφωνημένους κοινούς κανόνες και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα εκδίδει για κάθε κράτος μια τεχνική πρόταση (“technical trajectory”). Αλλά κάθε κράτος θα μπορεί να προτείνει και αυτό την δική του πρόταση δημοσιονομικής προσαρμογής. Αναγνωρίζεται μάλιστα ρητά ότι η πορεία εξέλιξης των δημοσίων δαπανών θα μπορεί να αποκλίνει από αυτήν που προτείνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εφόσον αυτό τεκμηριώνεται επαρκώς
Επίσης αναγνωρίζεται η δυνατότητα αναθεώρησης των τετραετών σχεδίων πριν την ολοκλήρωσή τους, είτε σε περίπτωση κυβερνητικής αλλαγής είτε όταν επέλθουν μεταβολές που καθιστούν την εφαρμογή τους αδύνατη. Με αυτόν τον τρόπο αφενός αναγνωρίζεται το δικαίωμα των δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων να ενσωματώνουν στα Σχέδια Προσαρμογής τις δικές τους οικονομικές προτεραιότητες, τηρώντας όμως πάντα το γενικό πλαίσιο των συμφωνημένων κανόνων. Και παράλληλα διασφαλίζεται ότι όταν συμβαίνουν απρόβλεπτα γεγονότα (πόλεμοι ή κρίσεις κλπ) τα κράτη δεν θα είναι δέσμια ανεπίκαιρων σχεδίων.
4) Περισσότερη ανάπτυξη με λιγότερη λιτότητα
Με τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες δημιουργείται περισσότερος δημοσιονομικός χώρος για την πραγματοποίηση επενδύσεων που έχουν αναπτυξιακό χαρακτήρα. Κράτη που δεσμεύονται να πραγματοποιήσουν ένα σύνολο μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων θα μπορούν να αιτηθούν μεγαλύτερη περίοδο προσαρμογής (έως 7 αντί για 4 έτη) προκειμένου να πετύχουν τους δημοσιονομικούς τους στόχους.
Τέτοιες δαπάνες και επενδύσεις θα είναι πχ για ψηφιακή και πράσινη μετάβαση, αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, ενεργειακή ασφάλεια, οικονομική ανθεκτικότητα, κοινωνική συνοχή και την Άμυνα.
Αυτό δεν σημαίνει πλήρη εξαίρεσή τους από τον υπολογισμό του ελλείμματος και του χρέους. Κάτι τέτοιο δεν θα ήταν άλλωστε εφικτό δεδομένου ότι και αυτές οι δαπάνες από κάπου θα πρέπει τελικά να πληρωθούν.
5) Ρήτρες διαφυγής
Στο νέο πλαίσιο αναγνωρίζεται ρητά η δυνατότητα παρεκκλίσεων από τις προβλέψεις των τετραετών Σχεδίων Προσαρμογής, είτε σε περίπτωση που επέλθει σοβαρή οικονομική ύφεση στη ζώνη του ευρώ ή την ΕΕ («Γενική Ρήτρα»), είτε σε εξαιρετικές περιστάσεις που βρίσκονται εκτός του ελέγχου των εθνικών κυβερνήσεων και έχουν σημαντική επίπτωση στα δημόσια οικονομικά τους, όπως πχ η Ενεργειακή κρίση («ειδική ρήτρα»).
Η απόφαση θα λαμβάνεται από το Συμβούλιο Υπουργών Οικονομικών, κατόπιν πρότασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Με πρόταση της Ελλάδας η οποία έγινε δεκτή, τα κράτη μέλη τα οποία θα υποβάλουν αίτημα ενεργοποίησης της «ρήτρας διαφυγής» στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όταν κρίνουν πως τους είναι αναγκαίο.