Χρειάστηκε να περάσουν 23 ολόκληρα χρόνια για να μπει, με τον θάνατο του «γιατρού», το τελευταίο κομμάτι στο παζλ της διπλής δολοφονίας του επιχειρηματία Γιώργου Νικολαΐδη και της συνεργάτιδάς του Σούλας Καλαθάκη. Η μητέρα της άτυχης κοπέλας, ο άνθρωπος που έγινε «ντετέκτιβ» και πάλεψε με νύχια και με δόντια για να αποκαλυφθεί η υπόθεση, μιλά στο «ΘΕΜΑ» υποστηρίζοντας ότι υπάρχουν ακόμη κομμάτια που παραμένουν σκοτεινά και η Αστυνομία οφείλει να φωτίσει. Οπως λέει η κυρία Καίτη Καλαθάκη, μόλις έμαθε ότι ξεψύχησε από κίρρωση του ήπατος ο 59χρονος Ηλίας Μαζαράκης, ο οποίος για δύο και πλέον δεκαετίες παρέμενε φάντασμα, ξεστόμισε με ξεψυχισμένη φωνή: «Θεία Δίκη. Δεν είπα άλλη κουβέντα…».
Στα 80 της χρόνια η κυρία Καλαθάκη επέλεξε τον δρόμο της σιωπής. «Δεν βγαίνει τίποτα. Το παιδί μου ξαναγυρίζει; Ακούω να λέγονται ασυναρτησίες. Γι’ αυτό τον άνθρωπο (σ.σ.: τον Μαζαράκη) δεν έχω να πω τίποτα. Δεν τον ξέρω καθόλου. Τη μανούλα του μόνο είδα στο δικαστήριο που είπε “δεν έχω παιδί, εγώ παιδί φονιά πια δεν θέλω” και λιποθύμησε και την έβγαλαν έξω και μετά από λίγο κάποιος είπε “πέθανε η μητέρα του”. Τίποτε άλλο δεν ξέρω γι’ αυτό τον άνθρωπο. Τον άκουγα, δεν τον είδα ποτέ μου…».
«Ηταν απλώς ένα όνομα…»
Μία και πλέον εικοσαετία μετά το διπλό φονικό, η υπόθεση είχε ξεθωριάσει από τον χρόνο. Ο άνθρωπος που καταδικάστηκε ως αυτουργός και «εγκέφαλος» μπήκε φυλακή και βγήκε. Αυτός ήταν που επιχείρησε να τα φορτώσει όλα στον Ηλία Μαζαράκη, για τον οποίο, αν και καταζητούμενος από την Interpol, κανείς δεν έμαθε ποτέ τίποτα. Μέχρι τα ξημερώματα του περασμένου Δεκεμβρίου που ο 59χρονος «Ακης Τασιούλας» πέθανε από κίρρωση του ήπατος στο Ιπποκράτειο, για να αποδειχθεί τελικά από τη δακτυλοσκόπηση ότι ήταν ο διαβόητος «γιατρός». «Οι καταστάσεις που πέρασα μου άφησαν υπολείμματα. Δεν τον ξέρω τον κύριο (σ.σ.: αποφεύγει να πει ακόμη και το όνομά του). Ολα αυτά τα χρόνια μόνο τον άκουγα. Δεν τον έχω γνωρίσει ποτέ. Ηταν απλώς ένα όνομα. Δεν θα ήθελα να μιλήσω. Εχει αναλάβει η Αστυνομία, έχει αναλάβει η Νικολούλη, ας βγάλουν ό,τι νομίζουν, να φανεί η αλήθεια. Εχω ακούσει τόσες ανακρίβειες, που ντρεπόμουν που τα άκουγα. Και έκλαιγα μαζί. Τι λένε, λέω, τι λένε; Δεν θέλω πια να μιλάω. Είναι σειρά άλλων να το κάνει.
Είναι η Αστυνομία και η Αγγελική που τράβηξε όλο τον Γολγοθά. Αυτή έβγαλε τα κάστανα από τη φωτιά. Να είναι καλά! Είναι σαν να είναι δικός μου άνθρωπος. Εχει αναλάβει η Αστυνομία, άκουσα. Από εκεί και πέρα θα βγει η αλήθεια, αν βγει η αλήθεια και όποια κι αν είναι», λέει με τρεμάμενη φωνή από την άλλη άκρη της γραμμής η κυρία Καίτη. Και όταν ακούει την ερώτηση: «Ποια αλήθεια να βγει πια; Τι άλλο να ψάξει η Αστυνομία αφού έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία;» σπεύδει να απαντήσει. «Μπορεί να είναι άλλος. Μπορεί να είναι τίποτε άλλο. Δεν είμαι πια εις θέση να μιλήσω. Εχω ένα ανεύρυσμα στην καρδιά μου που το έπαθα από τότε που ήμουν στα δικαστήρια. Ημουν τρεις μήνες στο νοσοκομείο. Δεν αντέχω πια…».
Οσα χρόνια κι αν περάσουν, για την ίδια η υπόθεση δεν θα κλείσει ποτέ και ο χαμός της αγαπημένης της κόρης δεν πρόκειται να βγει από το μυαλό της. «Εχω παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα, ο Θεός να μου τα χαρίζει! Γιατί αυτή η πληγή δεν κλείνει. Θα την πάρω μαζί μου όταν πεθάνω», εξομολογείται, για να συμπληρώσει αμέσως: «Δεν αισθάνομαι δικαίωση. Το παιδί μου 26 ημέρες δούλεψε στον Νικολαΐδη. Την 27η ήταν στο σπίτι μου και την 28η την πήρε ο Νικολαΐδης να της πληρώσει τις 26 ημέρες που δούλεψε. Μου είχε πει τότε “μάνα, δεν ξαναπάω εκεί μέσα”. “Παιδί μου, είδες τίποτα;” τη ρώτησα για να μου απαντήσει: “Το στόμα μου είναι κλειστό, δεν είδα, δεν ξέρω. Πάντως, δεν είναι να μείνω εγώ εκεί μέσα”. Είκοσι έξι ημέρες στρογγυλές εκεί μέσα το παιδί μου… Και έθαψα το κρανίο στα δύο… Αν σας λέει τίποτα αυτό, το παιδί μου δεν βρέθηκε ολόκληρο… 1,83 μ. ήταν το κορίτσι μου. Αρραβωνιασμένη και θα έφευγε. Ηταν Νοέμβριος και καλοκαίρι θα γινόταν ο γάμος και θα έφευγε για Αμερική. Ακόμη και ο πρόεδρος του δικαστηρίου χτύπησε πολλές φορές το χέρι του στην έδρα και έλεγε: “Κρίμα στην κοπέλα…”. Και η ανακρίτρια, και όλοι. Κρίμα στην κοπέλα που βρέθηκε λάθος ώρα, λάθος στιγμή σε αυτό τον άνθρωπο…».
Οι επόμενες κινήσεις της μάνας
Μπορεί, όπως λέει η κυρία Καλαθάκη, για την ίδια η υπόθεση να μην κλείνει ποτέ, όμως έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον αν θα προβεί σε περαιτέρω κινήσεις για να φωτιστεί το σκοτεινό κομμάτι της ζωής του «γιατρού». Του ανθρώπου που καταδικάστηκε δις ισόβια για τη δολοφονία του παππού και της θείας του, πρωταγωνίστησε στην υπόθεση της δολοφονίας Νικολαΐδη – Καλαθάκη και παρ’ όλα αυτά έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του ελεύθερος και ασύλληπτος. «Δεν θα κάνω τίποτε άλλο. Εγώ δεν έχω θέση πια. Ο,τι βρεθεί θα τα βγάλουν αυτεπάγγελτα. Δεν κάνω τίποτα πια. Δεν αντέχω να κάνω κάτι άλλο. Είμαι 80 ετών», αναφέρει αφήνοντας βέβαια να εννοηθεί ότι θα είχε ενδιαφέρον να απαντηθούν πολλά ερωτήματα όπως το πώς ο 59χρονος κατάφερε να ζει 23 χρόνια με πλαστή ταυτότητα σε μια γειτονιά της Νέας Σμύρνης. Με τι χρήματα ζούσε; Ποιοι τον βοηθούσαν; «Η Αστυνομία, απ’ ό,τι είδα στην τηλεόραση, ψάχνει. Αυτός ο κύριος που είχε νοικιάσει το σπίτι του στον “γιατρό” βγήκε στην τηλεόραση. Λοιπόν η Αστυνομία μπήκε μέσα εκεί όπου έμενε και θα τα βγάλει. Οπως βγάζει την κάθε περίπτωση. Ακουσα να λένε για το παιδί μου κάτι για έρωτες. Η γυναίκα του Νικολαΐδη ερχόταν κάθε μέρα στη δίκη. Αυτός ο άνθρωπος ήταν μεγάλος και το παιδί μου αρραβωνιασμένο. Ενα λουλούδι. Εχω ανοίξει στο νεκροταφείο το κουτί του άνδρα μου, που τον έχω χάσει 38 χρόνια από καρκίνο, και εκεί έχω βάλει το κεφαλάκι της κόρης μου. Αυτή την κηδεία έκανα. Το κεφαλάκι της στα δύο… Τίποτε άλλο…» λέει με σπασμένη φωνή η κυρία Καλαθάκη.
23 χρόνια πριν
Οπως προέκυψε από την έρευνα της Αστυνομίας και της Δικαιοσύνης, ο Γιώργος Νικολαΐδης και η συνεργάτις του Σούλα Καλαθάκη δολοφονήθηκαν από την ομάδα του «γιατρού» στα τέλη Νοεμβρίου του 1997. Το φρικτό έγκλημα όμως αποκαλύφθηκε τέσσερις μήνες αργότερα. Οταν η 80χρονη σήμερα Καίτη Καλαθάκη κίνησε γη και ουρανό για να βρει το παιδί της. Ζήτησε μάλιστα και τη βοήθεια της Αγγελικής Νικολούλη για να αποκαλυφθεί η τραγική αλήθεια.
Η χαροκαμένη μητέρα παίρνει μια βαθιά ανάσα για να βρει το κουράγιο να συνεχίσει και να πει: «Εχω δύναμη μεγαλύτερη και από τα παιδιά μου ακόμη. Ομως δεν περιμένω κάτι. Δεν έχω να προσθέσω κάτι. Θέλω μόνο να σας πω ότι όποιος βγαίνει και μιλάει για το παιδί μου να λέει αλήθειες». Η ηλικιωμένη πλέον δείχνει πολύ κουρασμένη. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρει: «Πάλεψα. Πάλεψα πολύ. Επτά μήνες το ψάχναμε το κορίτσι μας και επτά μήνες ήταν τα δικαστήρια».
Στην ερώτηση αν πιστεύει ότι πλέον έφτασε στο τέλος της διαδρομής η ίδια είναι κατηγορηματική. «Οχι. Και δεν θέλω πια να ακούσω για τίποτα. Και στον υπουργό Δικαιοσύνης είχα πάει τότε, με δέχτηκε ο άνθρωπος, ο κ. Σταθόπουλος με δέχτηκε, και έφτασα εκεί που δεν μπορούσε να φτάσει κανείς. Τα μάτια μου δεν έχουν στερέψει κι ας πέρασαν 23 χρόνια. Εμένα το παιδί μου μού λείπει. Γιατί όσα παιδιά και αν έχεις το κάθε παιδί έχει τη θέση του μέσα στο σπίτι. Δεν πέθανε το παιδί μου… Δεν πέθανε… Πού είναι το σώμα του; 1,83 μ. ήταν το παιδί μου. Πού είναι τα παπούτσια του, πού είναι τα ρούχα του, πού είναι τα πράγματά του; Μόνη μου πήγα και έβγαλα τα μαλλιά του, τα ξεμπέρδεψα μέσα από τα βάτα που το είχαν πετάξει. Τι να βρω πια; Το κεφαλάκι που είχαν αφήσει; Τι το κάνανε το παιδί μου;» αναρωτιέται με παράπονο.
Κλείνοντας την κουβέντα η κυρία Καλαθάκη λέει: «Εχω λάβει όλα αυτά τα χρόνια τόσα γράμματα από το εξωτερικό. Και από μεγάλα ονόματα. Και δικηγόρους και μεγάλα ονόματα. Και συνεχίζω να λαμβάνω. Την υπόθεση αυτή δεν την έχουνε ξεχάσει. Και από τον Καναδά έχω λάβει γράμματα και από την Αγγλία, τη Γαλλία. Ομως, να ηρεμήσει η ψυχή μου δεν υπάρχει…».
Αλέξης Κούγιας: «Η υπόθεση σημάδεψε την καριέρα μου»
Ο κ. Αλέξης Κούγιας που σε όλη αυτή τη διαδρομή των 23 χρόνων βρισκόταν στο πλευρό της κυρίας Καλαθάκη ως πολιτική αγωγή μιλώντας στο «ΘΕΜΑ» αναφέρει: «Η υπόθεση Νικολαΐδη – Καλαθάκη, αλλά και η υπόθεση Μαρσελίνο έχουν σημαδέψει την καριέρα μου. Στην υπόθεση Μαρσελίνο ήμουν δικηγόρος του “Τζίνο”, που ήταν, κατά το κατηγορητήριο, ηθικός αυτουργός της απαγωγής και της εκτελέσεως του παιδιού με σκοπό τα λύτρα, και στην υπόθεση Νικολαΐδη – Καλαθάκη ήμουν πολιτική αγωγή εναντίον του Κράμπη, του Μαζαράκη και των υπόλοιπων κακοποιών που διέπραξαν αυτό το ιδιαίτερα απεχθές έγκλημα. Και οι δύο δίκες κράτησαν πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα και είχα τη δυνατότητα να γνωρίζω τον χαρακτήρα των πρωταγωνιστών. Η μητέρα Καλαθάκη είναι η επιτομή της κυρίας και συγχρόνως του καλού ανθρώπου. Κάναμε έναν τεράστιο αγώνα μέσω του ελληνικού υπουργείου Δικαιοσύνης για να πετύχουμε την έκδοση του Κράμπη στην Ελλάδα. Ο Κράμπης ήταν γιος μεγαλογιατρού της Αθήνας με σπουδές στο Λονδίνο, αλλά διεστραμμένη προσωπικότητα. Και το καταφέραμε με πολύ μεγάλο κόπο και μεγάλη βοήθεια της Αγγελικής Νικολούλη, η οποία πίεζε μέσω της δημόσιας γνώμης και της κοινωνίας να εξευρεθούν οι δράστες του εγκλήματος. Εκείνος που διέφυγε τη σύλληψη και παρακολουθούσε τις εκπομπές από το εξωτερικό ήταν ο Μαζαράκης. Ο Μαζαράκης ήταν και αυτός μια διεστραμμένη προσωπικότητα, είχε σκοτώσει στην Κέρκυρα συγγενείς του και ήταν ψυχρός εκτελεστής.
Οταν είπα ότι αυτή η ιστορία έχει σημαδέψει την καριέρα μου αναφέρομαι στην αρνητική έννοια του όρου, αφού διαβάζοντας τη δικογραφία και βλέποντας τον ψυχρό τρόπο με τον οποίο ο εκτελεστής Μαζαράκης εκτέλεσε τα θύματα ένιωσα αμήχανα, γιατί και εγώ στην καριέρα μου έχω υπερασπιστεί ανθρώπους που έχουν διαπράξει 875 ανθρωποκτονίες. Παράλληλα, όμως, ένιωσα πολύ ωραία, όπως και στην υπόθεση Τοπαλούδη που ήμουν δικηγόρος πολιτικής αγωγής και όχι υπερασπίσεως. Ο Μαζαράκης τιμωρήθηκε με τον χειρότερο τρόπο, γιατί αν από την αρχή της ασθένειάς του είχε νοσοκομειακή επιμέλεια θα είχε ζήσει, όμως γνώριζε ότι αν πήγαινε σε οποιαδήποτε νοσοκομείο θα αποκαλυπτόταν η ταυτότητά του. Και χωρίς να θέλω να κάνω μεταφυσικές προσεγγίσεις, είμαι πεπεισμένος ότι αυτή ήταν η απόλυτη τιμωρία του. Βασανίστηκε από αυτή την καταραμένη ασθένεια και, εντός εισαγωγικών, αυτή ήταν η “εκδίκηση” του Νικολαΐδη και της Καλαθάκη».