Την ενοχή του Εμμανουήλ Σοροπίδη, όπως και πρωτόδικα, πρότεινε σήμερα, Τρίτη (4/10) στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο της Αθήνας η εισαγγελέας της έδρας αγορεύοντας στην δίκη για την δολοφονία της 32χρονης εφοριακού Δώρας Ζέμπερη μέσα στο Β΄ Νεκροταφείο, το 2017.
«Δεν χωράει αμφιβολία ότι ο δολοφόνος είναι ο κατηγορούμενος», είπε η εισαγγελέας κάνοντας παράλληλα λόγο για «θολά σημεία» που υπάρχουν στην υπόθεση, τα οποία όμως δεν μπορούν να φωτιστούν από τις καταθέσεις και τα στοιχεία της δικογραφίας.
«Ο Σοροπίδης επιτέθηκε στην κοπέλα ανάμεσα στα μνήματα. Το κίνητρό του φαίνεται να ήταν η κλοπή της τσάντας της κοπέλας. Δεν το ξέρουμε. Θεωρώ πιθανό ότι η Δώρα κάθονταν στο μνήμα, ο κατηγορούμενος είδε την τσάντα της και πήγε να την αφαιρέσει. Είχε το κινητό της μέσα και λίγα χρήματα. Ίσως και κάποια στικάκια από την εργασία της. Η κοπέλα αντέδρασε και ακολούθησηε πάλη. Ο κατηγορούμενος της κατέφερε 14 πλήγματα στο σωμα και τον λαιμό της», είπε η εισαγγελέας.
Συνεχίζοντας η εισαγγελική λειτουργός αναφέρθηκε στην προσωπικότητα και τον χαρακτήρα της άτυχης κοπέλας, τονίζοντας τα εξής: «Η Δώρα Ζέμπερη ήταν μια νεαρή γυναίκα, εξαιρετική και ευσυνείδητη υπάλληλος, ήταν ήσυχος άνθρωπος και το απόλυτο στήριγμα για την οικογένεια της. Οι γονείς της είχαν χωρίσει. Ήταν το οικονομικό στήριγμα της οικογένειας, της μητέρας, του πατέρα της αλλά και των μικρών αδελφών της. Η Δώρα έπαιρνε δάνεια για να εξοφλεί τα χρέη του καταχρεωμένου πατέρα της. Πολύ συχνά έφταναν στο σπίτι τοκογλυφοι, λόγω των χρεών του πατέρα της. Η Δώρα εκδήλωνε φοβίες για τη δουλειά της. Φοβόταν μήπως κάνει κάποιο λάθος. Ήταν νέα υπάλληλος, της ανέθεταν απλές υποθέσεις και είχε την καθοδήγηση του προϊσταμένου της. Η Δώρα έκανε επαλήθευση των προστίμων και επέβαλε τους φόρους. Σε κάποιες περιπτώσεις, όπως αυτή στη Σάμο, επιβλήθηκαν πρόστιμα εκατομυρίων ευρώ. Αυτές είναι βαριές υποθέσεις».
Η δίκη συνεχίζεται και δεν αποκλείται σήμερα το δικαστήριο να προχωρήσει στην έκδοση της απόφασής του. Να σημειωθεί ότι στο δικαστήριο δεν βρίσκεται ο Σοροπίδης, στον οποίο είχαν επιβληθεί σε πρώτο βαθμό δύο φορές ισόβια.