Για 173 ώρες από τις αρχές του έτους μέχρι και τον Σεπτέμβριο οι τιμές ρεύματος στη χονδρεμπορική αγορά σχεδόν μηδενίστηκαν και για 11 ώρες βρέθηκαν κάτω από το μηδέν, οι παραγωγοί δηλαδή πλήρωναν για να πουλήσουν την παραγωγή τους. Το όφελος ωστόσο αυτής της νέας συνθήκης που χαρακτηρίζει το ηλεκτρικό σύστημα της χώρας, όπως και όλης της Ευρώπης με τη μεγάλη διείσδυση των ΑΠΕ, δεν έφτασε στους καταναλωτές. Αντιθέτως, οι καταναλωτές για τις 173 αυτές ώρες επιδότησαν την παραγωγή των ΑΠΕ με πολύ περισσότερα ποσά από όσα θα την επιδοτούσαν εάν οι τιμές στη χονδρεμπορική αγορά ήταν υψηλότερες, και ακόμη χειρότερα για κάποιες από αυτές τις ώρες η επιδότηση κατέληξε σε όφελος καταναλωτών της γειτονικής Βουλγαρίας. Πώς συνέβη αυτό;
Όπως σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, οι μηδενικές και αρνητικές τιμές και οι περικοπές ενέργειας είναι το «τίμημα» αυτή τη στιγμή που πληρώνουν τα ηλεκτρικά συστήματα των ευρωπαϊκών χωρών, λόγω της ανισορροπίας που έχει προκαλέσει η υπερεπένδυση στις ΑΠΕ. Τα πράσινα μεγαβάτ που έχουν εγκατασταθεί στο πλαίσιο της ενεργειακής μετάβασης είναι πολύ περισσότερα από την πράσινη ζήτηση που θα έφερνε ο εξηλεκτρισμός των ευρωπαϊκών οικονομιών (ηλεκτροκίνηση, αντλίες θερμότητας, παραγωγή υδρογόνου κ.λπ.). Ετσι, σε περιόδους χαμηλής ζήτησης, όπως η άνοιξη και το φθινόπωρο, που η χρήση της ηλεκτρικής ενέργειας για ψύξη ή θέρμανση είναι σχεδόν μηδενική τις μεσημεριανές ώρες, οπότε η παραγωγή των ΑΠΕ ανεβαίνει κατακόρυφα, το φαινόμενο των μηδενικών και αρνητικών τιμών εμφανίζεται όλο και συχνότερα, ενώ όλο και μεγαλύτερες ποσότητες πράσινης ενέργειας βγαίνουν από το σύστημα για να διατηρηθεί η ευστάθεια.
Στην Ελλάδα, οι αρνητικές τιμές ή, ακριβέστερα, οι τιμές λίγα δεκαδικά πάνω από το μηδέν, ανεβαίνουν με εκθετικό ρυθμό και στέλνουν ανησυχητικά μηνύματα για τη βιωσιμότητα των επενδύσεων ΑΠΕ αλλά και για τις επιπτώσεις στους καταναλωτές, από το αυξημένο κόστος για την εξισορρόπηση του συστήματος, λόγω της υψηλής μεταβλητότητας της παραγωγής των ΑΠΕ και μακροπρόθεσμα από πιθανές επενδυτικές αστοχίες.
Το διάστημα Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2023, η τιμή της μεγαβατώρας στη χονδρεμπορική αγορά υποχώρησε στο μηδέν για 20 ώρες και για 31 ώρες κινήθηκε οριακά πάνω από το μηδέν. Το ίδιο διάστημα, το 2024 η τιμή της μεγαβατώρας άγγιξε το μηδέν για 18 ώρες και για 155 ώρες κινήθηκε οριακά πάνω από το μηδέν. Για πρώτη φορά, μάλιστα, φέτος τον Απρίλιο στο ελληνικό σύστημα έκαναν την εμφάνισή τους και αρνητικές τιμές, για 11 ώρες. Επί του παρόντος, οι καταναλωτές στην Ελλάδα πληρώνουν την «προστασία» που επιφυλάσσει για τους παραγωγούς ΑΠΕ το ρυθμιστικό πλαίσιο της χώρας και την καταχρηστική αξιοποίησή του από πλευράς των παραγωγών.
Σύμφωνα με το ρυθμιστικό πλαίσιο, έργα ΑΠΕ άνω των 400 κιλοβάτ που έχουν τεθεί σε λειτουργία μετά τις 4/7/2019 με συμβάσεις για λειτουργική ενίσχυση δεν αποζημιώνονται για την παραγωγή που εγχέουν στο σύστημα εάν η τιμή είναι μηδενική για πάνω από δύο ώρες. Το όριο αυτό τέθηκε ως φυσικό φρένο της αγοράς, ένα σήμα δηλαδή στους επενδυτές ότι υπάρχει υπερπαραγωγή και άρα οι αποδόσεις πέφτουν ή και μπορεί να καταστούν μη βιώσιμες. Οι παραγωγοί ΑΠΕ, ωστόσο, προκειμένου να μη χάσουν λεφτά, κρατούν τις τιμές κατά τις ώρες της υπερπροσφοράς λίγο πάνω από το μηδέν για να αποζημιωθούν βάσει της λειτουργικής ενίσχυσης που έχουν πετύχει για τα έργα τους μέσω των δημοπρασιών στο στάδιο της κατασκευής τους. Με αυτό τον τρόπο, ο Ειδικός Λογαριασμός ΑΠΕ που αποζημιώνει τους παραγωγούς καλύπτει το σύνολο της λειτουργικής ενίσχυσης που σε περίπτωση μη μηδενικών τιμών θα ήταν η διαφορά μεταξύ λειτουργικής ενίσχυσης και χονδρεμπορικής τιμής, μεταφέροντας τον λογαριασμό στους καταναλωτές μέσω του ΕΤΜΕΑΡ (τέλος υπέρ ΑΠΕ) που αποτελεί τη βασική εισροή του ΕΛΑΠΕ. Οταν η πράσινη ενέργεια εξάγεται στη Βουλγαρία, με την οποία η ελληνική αγορά είναι διασυνδεδεμένη, το όφελος αυτής της επιδότησης πηγαίνει στους καταναλωτές της Βουλγαρίας.
Το ρυθμιστικό πλαίσιο έχει επίσης κατώφλι στις προσφορές των παραγωγών ενέργειας το μηδέν, με αποτέλεσμα η αγορά να μην εκπέμπει τα σωστά σήματα. Οι λίγες ώρες μηδενικών τιμών εμφανίστηκαν στο ελληνικό σύστημα μέσω Βουλγαρίας, με την οποία είναι διασυνδεδεμένη η ελληνική αγορά, αυτομάτως δηλαδή η ενέργεια με τη χαμηλότερη τιμή μπαίνει πρώτη στις διασυνδεδεμένες αγορές. Αυτό με τη σειρά του δημιουργεί ένα πρόσθετο πρόβλημα, καθώς αυξάνει την προσφορά στο ελληνικό σύστημα χωρίς να αυξάνεται η ζήτηση και μεγάλο μέρος της εγχώριας παραγωγής ΑΠΕ περικόπτεται. Πρόκειται για έναν φαύλο κύκλο, που προβληματίζει επιχειρήσεις και κυβέρνηση καθώς όσο αυξάνεται η διείσδυση των ΑΠΕ και, κυρίως, των φωτοβολταϊκών, η διαχείριση της ευστάθειας του συστήματος καθίσταται όλο και πιο δύσκολη, η βιωσιμότητα των επενδύσεων τίθεται εν αμφιβόλω και το όφελος των ΑΠΕ δύσκολα φτάνει στους καταναλωτές.
∆ιασυνδέσεις, μετατόπιση της ζήτησης, αποθήκευση και αύξηση της ζήτησης μέσω αφαλατώσεων και της βιομηχανικής παραγωγής είναι οι άξονες στους οποίους κινείται το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, με τον αρμόδιο υπουργό Θόδωρο Σκυλακάκη να μην κρύβει την ανησυχία του για το όλο ζήτημα. «Καθώς στο μέλλον θα έχουμε μεγαλύτερη μεταβλητότητα τιμών και περισσότερη παραγόμενη ενέργεια, εάν δεν έχουμε κάνει τις κατάλληλες επενδύσεις στο δίκτυο, οι επενδύσεις στις ΑΠΕ θα αποτύχουν γι’ αυτό τον λόγο», είπε ο υπουργός χθες στη Βουλή κατά τη συζήτηση του αναθεωρημένου Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα. Μιλώντας για τη μεταβλητότητα των ΑΠΕ επισήμανε ότι αυτή δεν θα αφορά μόνο την ημέρα ή την εποχή, θα αφορά και περιόδους επενδυτικών κύκλων. «Θα σταματάνε κάποιες περιόδους οι επενδύσεις, θα ανεβαίνουν οι τιμές και ούτω καθεξής. Απαιτείται από τη δική μας πλευρά να παρακολουθούμε και να συγκρατούμε τις επενδύσεις, για να μην έχουμε έναν ακραίο κύκλο που θα διαλύσει τους επενδυτές. Τώρα έχουμε πολύ μεγάλες επενδύσεις σε φωτοβολταϊκά. Για κάποια χρόνια, θα χρειαστεί μεγάλη αυτοσυγκράτηση», δήλωσε ο υπουργός.