Η Γαρυφαλλιά Διακοπούλου είχε αφιερώσει από πολύ μικρή τη ζωή της στην εκκλησία. Έτσι, στην ηλικία των 19 ετών και αφού μόνη της είχε μαζέψει τα χρήματα για το πρώτο ράσο που θα φορούσε, επέλεξε το δρόμο του μοναχισμού.
Η μοναχή Μακρίνα πλέον, όπως μετονομάστηκε, υπηρέτησε μέχρι και το θάνατό της αυτή τη ζωή με αυστηρή πειθαρχία και συνέπεια.
Η σημερινή αναφορά μας γίνεται με την τέλεση του μνημοσύνου για την ανάπαυση της ψυχής της, καθώς έφυγε πριν από λίγες μέρες από τη ζωή, αλλά άφησε πίσω της ένα τεράστιο έργο. Ένα έργο που η τοπική εκκλησία το οφείλει μόνο σε αυτήν, αλλά και στα μέλη της οικογένειάς της που την βοήθησαν. Την βοήθησαν να πραγματοποιήσει ένα μεγάλο στόχο και να μετατρέψει ένα φτωχικό εκκλησάκι που το χρησιμοποιούσαν παλαιότερα ακόμη και για στάβλο, σε μια ξεχωριστή μονή που αποτελεί παράδειγμα για την καλαισθησία της αλλά και την ιδιαιτερότητά της στο χώρο της Ορθοδοξίας για την Ιερά Μητρόπολη Ηλείας.
Είναι η Μονή του Αγίου Γεωργίου στο Λαμπέτι, τόπο ουσιαστικά καταγωγής της ίδιας. Πως έφτασε όμως σε ένα τέτοιο σημαντικό έργο; Για την ιστορία της μοναχής Μακρίνας, μας εξιστορεί κάποια πράγματα έτσι όπως τα θυμήθηκε και τα βίωσε η αγαπημένη της ανιψιά, Χρύσα Ζούπη. Άλλωστε, από μικρή θυμάται και η ίδια τον αγώνα της Μοναχής για να κτιστεί και να υπάρχει σήμερα αυτό το μοναστήρι. Εκεί που αναπαύεται η ίδια η Μακρίνα Διακοπούλου τις τελευταίες ημέρες.
Όπως τονίζει η Χρύσα Ζούπη: «Ο παππούς μου Γαβρίλης ήταν από το Λαμπέτι και η γιαγιά μου η Χρυσή από το Σκουροχώρι (οικογένεια Μαστορέλη). Έμεναν πάντα στον Πύργο και είχαν τρία κορίτσια και ένα γιό. Ήταν ήσυχοι άνθρωποι και το παρατσούκλι τους ήταν “μυρμηγκομυαλαίοι”, γιατί το καλοκαίρι πήγαιναν και δούλευαν στα κτήματα στην τοποθεσία “παλιά Γιώργη”.
Η γυναίκα αυτή όταν γεννήθηκε άρχισε να έχει κλίση προς το Χριστό και πήγαινε κατηχητικό. Εργαζόταν ως μοδιστρούλα, από 14 χρόνων κρατούσε το χαρτζιλίκι της και όταν μάζεψε τα χρήματα που χρειαζόταν έραψε μόνη της το δικό της ράσο! Σε ηλικία 19 ετών έφυγε και πήγε στην Κρεμαστή, αλλά έπρεπε να έχει και την έγκριση των γονιών. Σε δύο γονιούς που πίστευαν αλλά δεν περίμεναν ότι το παιδί τους θα γίνει καλόγρια…
Πήγε τότε η γιαγιά μου στην Κρεμαστή με τον παππούλη μου και όταν τους κέρασαν οι καλόγριες στις οποίες πήγαν για να μιλήσουν και να τους πουν ότι θέλουν πίσω το παιδί τους, μία φυσιολογική δηλαδή αντίδραση γονέων, η γιαγιά μου πνίγηκε καθώς κατάπινε και εκεί κατάλαβε ότι δεν πρέπει να πει τίποτα.
“Παναγία μου, σου παραδίδω το παιδί μου”, είπε. Μετά πήγε στην Κόρινθο. Μέχρι το 1972 πέρασε πολύ δύσκολα. Στην Κόρινθο πήγε σε μοναστήρι, στην Λέχοβα. Ο παππούς μου, αφού είδε ότι το παιδί του στην Κόρινθο ταλαιπωρείται, πήγε με το θείο μου Δημήτρη Λιακόπουλο (που είχε το κουρείο στη Γερμανού) για να μιλήσουν στον μακαριστό Αθανάσιο για να φτιάξουν το εκκλησάκι του Παλιά-Γιώργη που δεν ήταν στη μορφή που είναι τώρα. Οι Λαμπεταίοι έβαζαν εκεί σταφίδες όταν είχε βροχερό καιρό αλλά και τα ζώα τους. Ήταν πραγματικός στάβλος, παρότι εκκλησάκι.
Από τη στιγμή που ενέκρινε και έδωσε εντολή ο Αθανάσιος, αυτή η γερόντισσα ήρθε και έμεινε. Δεν ήταν μονή ακόμα. Ήταν ένα εκκλησάκι στο πουθενά…
Υπεράνθρωπος αγώνας
Δεν υπήρχε καν νερό και για να μπορέσουν να χτίσουν έπρεπε να πάνε σε ένα πηγάδι παρακάτω και να παίρνουν με βίκες για να ρίχνουν στο τσιμέντο και να μπορούν να χτίζουν. Σιγά-σιγά ο παππούς έχτισε ένα κελί, μετά άλλο ένα, μετά συμπλήρωσε άλλο ένα και μετά προσπάθησαν να φέρουν με σωλήνα από το πηγάδι νερό. Αυτή άρχισε να φτιάχνει λουλούδια έξω από την εκκλησία. Ήθελε να κάνει παράδεισο εκεί! Πότιζε τα λουλούδια με τις βικες. Πηγαίναμε πρωί-βράδυ όλοι να φέρουμε για να ποτίσει τα λουλούδια, να πλένει τα πιάτα και τα ρούχα. Ήταν φτωχό το μοναστήρι και δεν υπήρχε τίποτα…
Ο Γιάννης Διακόπουλος, Αδερφός της μοναχής και αδερφός της μητέρας μου, χτύπησε αρτεσιανό όταν ήρθα το 1990 από την Αμερική μετά από 50 χρόνια που ήταν εκεί και έβγαλε το νερό που ήταν το πολυπόθητο νερό και έτσι αναπτύχθηκε τελικά το μοναστήρι όπως έπρεπε, με το πολύτιμο αυτό αγαθό. Αυτός είχε τη μεγαλύτερη δωρεά στο να φέρει το δώρο του θεού στον άγιο Γεώργιο
Η κ. Χρυσή ήταν δυναμική γυναίκα και αγαπούσε πολύ τη θεία μου. Πήγαιναν μαζί και έκαναν έρανο. Έφευγαν νύχτα σε όλα τα χωριά και μάζευαν ένα μπουκάλι λάδι και ότι τους έδινε ο κόσμος. Κοιμόντουσαν στο δρόμο ή τους φιλοξενούσαν σε σπίτια. Βοηθούσε ο καθένας όπως μπορούσε…
Η συγκινητική βοήθεια
Οι Κομιωταιοι, που ο πατέρας τους ήταν αγιογράφος και έχει φτιάξει το τέμπλο της εκκλησίας, το ζωγράφιζε και έκανε πάρα πολύ καλή δουλειά. Η οδός Παλαιολόγου, όπου ήταν ο τόπος κατοικίας της θείας μου, έμενε και η οικογένεια αυτή. Ήταν γείτονες και βοήθησαν πάρα πολύ. Επίσης, η κ. Νικολέτα που έχει τον Όλυμπο, ο κ. Λουμίτης επιχειρηματίας που είχε τα τρακτέρ κλπ.
Ο κ. Καραμπέτσος, οδοντίατρος, πήγαινε πάνω με τα παιδιά του, ο Φρούντζος πήγαινε κι αυτός. Βοήθησε και ο Αθανάσιος ο μακαριστός πάρα πολύ. Στο Λαμπέτι, υπάρχει το μπακάλικο του χωριού που το είχε ο κ. Διονύσης και βοηθούσε κατεβάζοντάς τη για να ψωνίσει.
Ένας ακόμη που πίστευε πάρα πολύ ήταν ο Γιάννης Κατρανίδης, αστυνομικός. Αυτός πήγαινε εκεί, γονάτιζε και παρακαλούσε τον άγιο Γεώργιο και μας έλεγε ότι άκουγε το άλογο του Αγίου. Περνούσαν από εκεί γνωστά πρόσωπα, ο Σιμόπουλος, ο Δόξας, ο Βαρουξής, ο Ανδριόπουλος.
Προσεκτική στη λεπτομέρεια
Αγόραζε πράγματα η θεία μου για να φτιάχνει μνημόσυνα τα οποία αποτελούσαν εισόδημα για το μοναστήρι. Έκανε ιεροτελεστία. Αγόραζε τα καρύδια από τον Δανιηλίδη, έπαιρνε αμυγδαλωτά, έπαιρνε καλής ποιότητας πράγματα γιατί ήθελε να μην πάθει ο κόσμος τίποτα. Στο καρύδι μας έβαζε και καθαρίζαμε με μαχαίρι την ψίχα που έχει για να μην πνιγεί ο κόσμος. Φρόντιζε να κοπούν μικρά τα κομμάτια για να μην πνιγεί ο κόσμος την ώρα που θα καταπιεί.
Η φωτιά και το… θαύμα
Το 2007 που έπιασε φωτιά, πήγαμε με το ζόρι και πήραμε την ανάπηρη γυναίκα που φιλοξενούσε, ενώ ακολούθησε και αυτή με κλάματα. Οι δυο Πεύκες έξω από το μοναστήρι είχαν καεί, όμως τα βασιλικά από κάτω ήταν φρέσκα. Δεν τα έχει αγγίξει η φωτιά. Με το που έσβησαν οι καπνοί πήγε αμέσως να δει τι έγινε εκεί και όταν μπήκε μέσα προσκυνά στον Άγιο Γεώργιο και του έλεγε “στρατιώτη μου, παλικάρι μου, σε ευχαριστώ. Δοξάζω το θεό που δεν επέτρεψες να καεί αυτό εδώ το κτήριο που υπηρετώ χρόνια. Μας έκανε όλους να κλάψουμε και τα παρατήσουμε κάτω από το θαύμα που είδαμε”. Είχε καεί όλο γύρω-γύρω και είχε μείνει το μοναστήρι άθικτο.
Έκανε το μοναστήρι επισκέψιμο και σημείο αναφοράς. Βοήθησε εδώ πολύ ο πρώην δήμαρχος Γαβρίλης Λιατσής και ο Φώτης Παναγούλιας που ήταν αντιδήμαρχος επί δημαρχίας Δημητρακόπουλου.
Άδικες κατηγορίες…
Κατηγορούσαν κάποιοι το μοναστήρι γιατί θεωρούσαν ότι επειδή ήταν τα πατρικά εκεί, είχε η Μοναχή ωφέλεια. Δεν ξέρει κανένας τον αγώνα που έκανε. Έπαιρνε το σιτάρι στο σακί και το έσερνε μόνη της και το ένα πόδι της ήταν ανάπηρο. Δεν έτρωγε ότι τρώγαμε εμείς. Έτρωγε από την ντομάτα που φύτευε, το πορτοκάλι και το λεμόνι από τον κήπο, την ελιά, το μαϊντανό, το σέλινο. Το Πρωινό της ήταν ένας καφές, τρεις ελιές με λάδι επάνω και μία φέτα τυρί. Η γυναίκα πέθανε 25 κιλά. Ήταν πάντα 40 κιλά το μέγιστο με το ράσο…
Ήταν μοναχή με όλη τη σημασία της λέξης. Αγαπούσε πολύ το χαμομήλι διότι το θεωρούσε το μάτι του θεού. Μου είχε φτιάξει την εικόνα της γαλήνης και της αγάπης που παρέχει. Η πίστη είναι παράδεισος. Πέθανε στα 85 χρόνια. Ολοκλήρωσε τον κύκλο της μένοντας για χρόνια στο Μοναστηράκι και έφτιαξε εκεί και τον τάφο της έξω από την εκκλησία. Ήταν το μεγάλο της όνειρο να μείνει στον Άγιο Γεώργιο».