Ο Καύσωνας του βραβευμένου αμερικανού δημοσιογράφου και συγγραφέα Τζεφ Γκουντέλ (Ψυχογιός, μτφ. Μιχάλης Μακρόπουλος), μελετητή επί χρόνια των επιπτώσεων που φέρνει η κλιματική κρίση, κυκλοφόρησε το 2023, χρονιά που χαρακτηρίζεται ως καμπή στην αντιμετώπιση της αύξησης της θερμοκρασίας του πλανήτη – την πρώτη κατά σειρά απειλή που πυροδοτεί όλες τις άλλες παραμέτρους (ρύπανση αέρα και εδαφών, υπερπληθυσμός, λεηλασία και εξάντληση διαθέσιμων φυσικών πόρων, αποψίλωση δασών, καταστροφή της βιοποικιλότητας). Πρόκειται για μια εξέλιξη που δεν αποκλείεται να καταστήσει τη ζωή στη Γη αβίωτη κατά τις προσεχείς δεκαετίες.
Βιβλίο αναφοράς επί του προκειμένου παραμένει η μελέτη του Aμερικανού Ντέιβιντ Γουόλας-Γουέλς Ακατοίκητη Γη (εκδ. Μεταίχμιο, μετάφραση Κωστής Πανσέληνος, 2019), σχετική με την επιταχυνόμενη πορεία προς την ανεξέλεγκτη και αδιανόητη κατάρρευση του κλίματος εξαιτίας της εκθετικής αύξησης της θερμοκρασίας πάνω από τους 3 (και ίσως 5) βαθμούς Κελσίου περί το 2050 – ίσως και νωρίτερα.
Αν το 2023 η μέση θερμοκρασία ήταν 1,48 βαθμό μεγαλύτερη σε σχέση με την προβιομηχανική περίοδο του 18ου αιώνα, ο στόχος κυβερνήσεων και ειδικών για τη «συγκράτηση της ανόδου της θερμοκρασίας μέχρι το 2100 ώστε να είναι αρκετά κάτω από τους 2 βαθμούς Κελσίου και να περιοριστεί ακόμα περισσότερο στον 1,5 βαθμό» σύμφωνα με Συνθήκη του Παρισιού του 2016 για το Κλίμα, αποδεικνύεται φρεναπάτη. Είσοδος κιόλας σε ένα μέλλον φρίκης, επιβεβαιώνει ο Γκουντέλ, με καύσωνες διαρκείας και επίμονες θερμοκρασίες 43 βαθμών Κελσίου, με το έτος να χωρίζεται σε μακρό καυτό καλοκαίρι από τον Φεβρουάριο ως τον Οκτώβριο και σε ζεστό φθινόπωρο από τον Νοέμβριο και μετά.
Ως μακάβριο ή ως «πιασάρικο» χιούμορ ας σημειώσουμε ότι ο αγγλικός τίτλος του Καύσωνα, που είχε επιλεγεί στα καλύτερα βιβλία της χρονιάς από τους New York Times και τον Economist, είναι The Heat will Kill you First (H ζέστη θα σε σκοτώσει πρώτη). Στην ουσία, θέλει να πει, κάθε χρόνος της υπόλοιπης ζωής μας θα είναι ο θερμότερος που έχει καταγραφεί. Αυτό σημαίνει ότι αναδρομικά το 2023 θα καταλήξει να αποτελεί ένα από τα ψυχρότερα έτη αυτού του αιώνα.
Εχουν παρέλθει δεκαετίες όπου προβλέψεις και εκτιμήσεις, μελέτες και διατριβές επισήμαναν την ανάγκη για επείγουσα απομάκρυνση από τα ορυκτά καύσιμα, καθοριστικό παράγοντα της αύξησης του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα και παράλληλα για τη χρήση εναλλακτικών μορφών ενέργειας. Δεν έχουν πάψει να ακούγονται χαοτικά στο προσκήνιο κώδωνες κινδύνου από διεθνείς και ευρωπαϊκούς οργανισμούς (Παγκόσμια Τράπεζα, ΟΗΕ, ΕΚΤ), από τη σύναξη στο Νταβός (με το ετήσιο Risk Report), από τα οικονομικά συνέδρια του Economist (και από την Τράπεζα της Ελλάδας). Δεν είναι αμαρτία να ομολογήσει κανείς ότι αν οι προτεραιότητες για την ανάγκη άλλης μορφής ενέργειας καταγράφονται, οι δεσμεύσεις που οι προτεραιότητες προϋποθέτουν καρκινοβατούν παρά την έκκληση ότι «ο χρόνος διαρκώς μικραίνει». Εμφανίζεται έτσι η αδήριτη ανάγκη κοινής ερμηνείας και αποδοχής ότι τέτοιες προθέσεις και τέτοιες παραδοχές απαιτούν πλανητική συμφωνία εφόσον πρόκειται για πλανητική αντιμετώπιση.
Μην ξεχνάμε πως άλλο η συμφωνία, άλλο η εφαρμογή της, άλλο οι πρακτικές της, άλλο η αξιολόγησή της και οι διορθώσεις της.
Το κυρίαρχο εδώ και δύο αιώνες οικονομικό μοντέλο της ανάπτυξης και προόδου στις λεγόμενες σήμερα αναπτυγμένες χώρες και σε εκείνες που προσφάτως διεκδικούν και αναλαμβάνουν ηγετικό πολιτικό ρόλο, όπως η Κίνα και η Ινδία, αλλά και στις πάμπτωχες χώρες της Αφρικής, στηρίζεται σε μεγαλύτερες απαιτήσεις ενέργειας. Και καθώς η αλόγιστη ζήτηση ορυκτών καυσίμων οδεύει προς αύξηση κατά 40% ως το 2030, παραμένουν μανιώδεις οι έρευνες για νέα εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου. Ούτε οι εναλλακτικές μορφές ενέργειας (πυρηνική, αιολική, βιομάζα) λειτουργούν με ίδια μέτρα και σταθμά: κάθε τόπος έχει μοναδικά χαρακτηριστικά και οι πιθανές οικονομίες κλίμακας ενεργειακών αλλαγών είναι αμελητέες προς το παρόν. Τα ορυκτά καύσιμα παραμένουν παγκόσμιος οικονομικός παίκτης δικτύων, οι εναλλακτικές δυνατότητες εξασφάλισης ενέργειας είναι γεωγραφικά προσδιορισμένες και η δικτύωσή τους περιορισμένη, έτσι που τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματά τους απαιτούν χρόνο ωρίμασης και αυξανόμενες επενδύσεις πριν αποκτήσουν κρίσιμη μάζα και βαρύτητα. Αν αληθεύει η πληροφορία πως η Ευρωπαϊκή Ενωση μείωσε εν έτει 2023 το οικολογικό αποτύπωμά της κατά 0,3% χάρη σε φιλικές προς το περιβάλλον ενεργειακές πρωτοβουλίες, μπαίνει κανείς στον πειρασμό να υπενθυμίσει τον νόμο του Μέρφι: «Αν κάτι πάει στραβά, θα πάει στραβά ως το τέλος». Από την άλλη πλευρά, η αποθήκευση ενέργειας βρίσκεται σε μελετητικό και πιλοτικό επίπεδο με εφαρμογές που δεν αξιολογούνται αποφασιστικά για το οικονομικό τους μεσοπρόθεσμο αντίκρισμα.
Ας αφήσουμε στην άκρη τις επιστημονικές βεβαιότητες περί δέσμευσης του διοξειδίου του άνθρακα σε υπόγειες εγκαταστάσεις, δημιουργία θόλων πάνω από τις μεγαλουπόλεις για προστασία από τους καύσωνες, μετατροπή σε πράσινους χώρους των τσίγκινων σκεπών των σπιτιών του Παρισιού, διάχυση ειδικών σφαιριδίων στους αιθέρες για την εξουδετέρωση του θείου. Οχι πως αυτά και άλλα τέτοια δεν μπορούν να γίνουν εδώ, εκεί και στο Παρίσι, λέει ο Γκουντέλ, δεν αφορούν όμως τον πλανήτη που φλέγεται. Το αν η επιστήμη έχει συμβάλει σε αυτή τη φωτιά, δεν είναι της ώρας. Ας κρατήσουμε το δόγμα ότι η χρήση της επιστήμης από τον άνθρωπο φταίει.
Τα πράγματα περιπλέκονται καθώς οι κάθε απόχρωσης πολιτικής, οικονομικής και θρησκευτικής επιρροής εκφραστές εμφανίζονται ως αρνητές της κλιματικής κρίσης, επιφυλακτικοί στην καλύτερη περίπτωση. Οφείλουμε να τους κατανοήσουμε. Ο κόσμος στον οποίο πιστεύουν και στον οποίο σιτίζονται, είναι εκείνος που οικοδομήθηκε στις σταθερές μεταβάσεις από την άνοιξη στο καλοκαίρι, στο φθινόπωρο, στον χειμώνα, στους δογματισμούς των δικαιωμάτων, των επαναστάσεων και των διαφωτισμών, στις αυταπάτες της ανθρώπινης δημιουργικότητας και μεγαλοσύνης. Σε αυτόν τον κόσμο εξακολουθούμε να ζούμε. Οσο και αν μας ανησυχούν τα κακά γεγονότα και μαντάτα της κλιματικής κρίσης, δεν αξιολογούνται ως πρωτεύοντα, εφόσον περιοριστούμε στο Ευρωβαρόμετρο του 2023, όπου προηγούνται η ασφάλεια, η υγεία, η προοπτική έλλειψης τροφίμων, η παρακμή της δημοκρατίας. Το κλίμα είναι τελευταίο με ποσοστό 13%. Ανάλογες μετρήσεις στις ΗΠΑ περιορίζουν αυτό το ποσοστό σε 8%.
Η κατάσταση σήμερα
Με την ευκαιρία της χαρτόδετης έκδοσης του βιβλίου του τον Φεβρουάριο του 2024, ο Τζεφ Γκουντέλ πρόσθεσε ένα επίμετρο, το οποίο είναι το As Is (Ως έχει τώρα), σύνοψη της παρούσας κατάστασης επί τη βάσει πέντε παραγόντων. Πρώτος προφανώς τα υψηλότερα επίπεδα διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα εξαιτίας των ορυκτών καυσίμων. Δεύτερος η εμφάνιση του Ελ Νίνιο, μιας φυσικής μεταβολής στο κλίμα, η οποία αυξάνει τη μακροχρόνια τάση της παγκόσμιας υπερθέρμανσης και συχνά συμπίπτει με τα θερμότερα χρόνια που έχουν καταγραφεί στην Ιστορία. Τρίτος παράγοντας η άνοδος της θερμοκρασίας των ωκεανών με αντίκτυπο την ένταση των τυφώνων και τη σφοδρότητα των θυελλών με ταχύτητες ανέμου ως τριακόσια χιλιόμετρα την ώρα. Τέταρτος η ελάττωση των αερολυμάτων στην ατμόσφαιρα που μπορούν να προκαλούν μια αμυδρή, αλλά αρκετή ψύχρανση του αέρα. Τέλος, οι ηφαιστειακές εκρήξεις, όπου οι υδρατμοί ως αέριο του θερμοκηπίου επιβαρύνουν τη θερμοκρασία.
Στις τελευταίες γραμμές του κειμένου του αναφέρει: «Μακάρι να είχαμε τη σοφία, το θάρρος, την πολιτική ηγεσία για να τερματίζαμε τον εθισμό μας στα ορυκτά καύσιμα πριν από είκοσι, τριάντα, σαράντα χρόνια. Μπορεί να είχε αποφευχθεί τόση δυστυχία, τόση απώλεια». Χύσαμε την καρδάρα με το γάλα, αδερφέ, θα πούμε, ανθρώπινο να κλαις πάνω από το χυμένο γάλα. Και ο Μέρφιθα επαναλάβει τον νόμο του: «Αν κάτι πάει στραβά, θα πάει στραβά ως το τέλος».
Η έκδοση του Καύσωνα στα ελληνικά είναι άρτια μεταφραστικά και περιλαμβάνει γλωσσάρι επιστημονικών όρων.