Οι μήνες περνούν, το αποτρόπαιο στοιχείο όμως ενός εγκλήματος, που θα μπορούσε να είναι βγαλμένο από ταινία θρίλερ, δεν σβήνει από τη συλλογική μνήμη. Η δολοφονία της 42χρονης Ρουμάνας Μόνικα Γκιους, στην Κυπαρισσία, θεωρήθηκε μια από τις πιο αρρωστημένες μορφές έκφρασης βίας, με τον ομοεθνή σύντροφό της να την σκοτώνει και στη συνέχεια να στήνει αυτοσχέδιο τάφο, ρίχνοντας τσιμέντο στο άψυχο σώμα της, για να καλύψει τα ίχνη του.
Μια πιο εμπεριστατωμένη ματιά στο τοπίο της φρίκης προσφέρουν εικόνες από τη δικογραφία της υπόθεσης ανθρωποκτονίας.
Αποκαλύπτεται, ακόμη, μέσα από τα λόγια μάρτυρα στη δικογραφία, ότι ο Ρουμάνος είχε αγοράσει δυο φορές υλικά, δηλαδή άμμο και τσιμέντο, πριν από το έγκλημα στην Κυπαρισσία, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι προσχεδίασε την ενέργειά του. Η Μόνικα, σύμφωνα με τον μάρτυρα, έφερε την τελευταία φορά που την είδε, στα μέσα Φεβρουαρίου, σημάδια κακοποίησης επάνω της.
Μέσα από το οπτικό υλικό, που παρουσιάζεται στη δικογραφία, φαίνεται ακριβώς η στάση της γυναίκας που δολοφονήθηκε. Στην αυλή της κατοικίας του τρόμου, στην Άνω Κυπαριασία, αναγνωρίστηκε αρχικά το κάτω άκρο ανθρώπινου σκελετού. Ύστερα από πολύωρη εκταφή, βρέθηκε σε εμβρυακή στάση, στο πλάι αριστερά, ολόκληρη η σορός ανθρώπου. Η αριστερή επιφάνεια του σώματος ακουμπούσε κάτω στο χώμα, με λυγισμένα τα γόνατα εμπρός. Κάτω από τη σορό αλλά και στα πλάγια βρέθηκαν ίχνη τσιμέντου.
Το αριστερό χέρι, όπως φαίνεται, βρίσκεται σε έκταση προς το κεφάλι και κάτω από αυτό. Το δεξί είναι λυγισμένο στην περιοχή του αγκώνα, ενώ το χώμα βρίσκεται κατά τη διαδικασία της εκταφής.
Η αγορά τσιμέντου πριν το έγκλημα και το σπασμένο χέρι
Οι συγκλονιστικές μαρτυρίες για τον 39χρονο Ρουμάνο αποκάλυπταν ότι πήγε σε μάντρα οικοδομικών υλικών της περιοχής της Κυπαρισσίας και αγόρασε τσιμέντο και άμμο.
Μάλιστα, όπως προκύπτει μέσα από τη δικογραφία, από τα λόγια μάρτυρα, ο Ρουμάνος αγόρασε, περί τα τέλη Φεβρουαρίου, από εκείνον 15-20 σακούλες των 12 κιλών άμμου και μια σακούλα των 25 κιλών τσιμέντου. Στη συγκεκριμένη αγορά προχώρησε δυο φορές ο δράστης, ενώ όπως δήλωσε ο μάρτυρας άφησε τις σακούλες στην αυλή του σπιτιού, αφού προηγουμένως ο Ρουμάνος τού είχε πει πως επειδή δεν πλήρωνε ενοίκιο, ο ιδιοκτήτης του ζητούσε να φτιάχνει τις αποχετεύσεις της οικίας.
«Ο Πέτρος ήταν γνωστός στην Κυπαρισσία γιατί εργαζόταν σε πολλούς μάστορες οικοδόμων καθώς και μόνος του. Ήταν ο άνθρωπος ο οποίος έπινε αλκοόλ και κάποιες μέρες ήταν τελείως μεθυσμένος. Γνώριζα την σύντροφό του Μόνικα γιατί ερχόταν καμιά φορά από το μαγαζί είτε μόνη είτε μαζί του. Τελευταία φορά την είδα περί τα μέσα Φεβρουαρίου του 2021. Θυμάμαι πως είχε σπασμένο χέρι», υποστήριξε ο μάρτυρας.
Ο δράστης, αφού σκότωσε την Μόνικα, την τοποθέτησε σε εμβρυακή στάση στο πλάι και χωρίς ίχνος ρούχων ή παπουτσιών στον αυτοσχέδιο τάφο στην αυλή του σπιτιού. Σε έναν ρηχό τάφο, δηλαδή, μόλις μισού μέτρου, «τσιμέντωσε» ο δράστης την 42χρονη.
Το αξιοπρόσεκτο είναι ότι η σορός δεν έφερε κανένα ίχνος από ρούχα ή παπούτσια, που πιθανότατα σημαίνει πως ο Ρουμάνος είχε ως στόχο την όσο το δυνατόν γρηγορότερη αποσύνθεση του σώματος για να εμποδίσει τη διαδικασία ταυτοποίησης. Η σορός, όμως, ταυτοποιήθηκε, με τη μέθοδο του DNA, με γενετικό υλικό που έδωσε ο γιος της Μόνικας.
Υπενθυμίζεται ότι η 42χρονη εξαφανίστηκε μυστηριωδώς τον περασμένο Φεβρουάριο και αφού μέχρι τον Ιούνιο δεν είχε δώσει σημεία ζωής, κινητοποιήθηκαν συγγενείς της που δήλωσαν και επίσημα την εξαφάνιση.
Η γυναίκα, μητέρα τριών παιδιών, ζούσε επί 20 χρόνια στην Κυπαρισσία και τα τελευταία δύο συζούσε με τον 39χρονο ομοεθνή της, ο οποίος όμως, σύμφωνα με μαρτυρίες συγγενών, αλλά και κατοίκων της πόλης, την κακοποιούσε και πολλές φορές η γυναίκα είχε καταλήξει στο νοσοκομείο της πόλης.
Το οξύμωρο είναι ότι κατά την απολογία του ο Ρουμάνος είχε δηλώσει τα εξής: «Ήμουν ερωτευμένος μαζί της, την αγαπούσα, ζούσαμε αρχικά αρμονικά και σχεδιάζαμε να παντρευτούμε, πλην όμως το γεγονός ότι ο πρώην σύζυγός της την απομάκρυνε με δικαστικές ενέργειες από τα παιδιά της την οδήγησε σε κατάθλιψη και τον αλκοολισμό»…