Αποχρώσες ενδείξεις και ανεξήγητα ευρήματα από την τοξικολογική έρευνα οδήγησαν στην σύλληψη. Ένα γεγονός που αν αποδειχθεί κατά την ανακριτική διαδικασία ή την δίκη, είναι πέρα από ένα ειδεχθές έγκλημα. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα η θέαση της συγκεκριμένης κατάστασης και των έως τώρα προσεγγίσεών της από έναν κορυφαίο Καθηγητή Εγκληματολογίας και πρώην Υπουργό, τον γνωστό σε όλους Γιάννη Πανούση.
Η «Γνωμη» συνομίλησε με τον Καθηγητή Εγκληματολογίας και του υπέβαλε το ερώτημα: Ποια η άποψή σας για το συγκεκριμένο γεγονός;
«Αν αποδειχθεί, πρόκειται για ηθική παραφροσύνη»
«Θεωρώ ότι έχουν λεχθεί παρά πολλά, κάποια εκ των οποίων πόρρω απέχουν της επιστημονικής προσέγγισης. Έχουν ειπωθεί πολλές επιστημονικές ανακρίβειες. Πρέπει να είμαστε όλοι προσεκτικοί, πολύ προσεκτικοί. Προσωπικά θεωρώ πως με τα υπάρχοντα δεδομένα βρισκόμαστε ακόμα μακριά από την αλήθεια. Χρειάζεται μεγάλη προσοχή αυτή η υπόθεση, χρειάζονται πραγματολογικά χαρακτηριστικά. Αν αποδειχθούν όλα αυτά που λέγονται και τεκμηριωθεί η κατηγορία, τότε κατά τη γνώμη μου πρόκειται περί ηθικής παραφροσύνης. Αυτός είναι ο όρος της Εγκληματολογίας που θεωρώ αποτυπώνει το συγκεκριμένο γεγονός. Ο δράστης σε αυτήν την περίπτωση χάνει τον έλεγχο. Πρόκειται για μια ιδιαίτερη ψυχοπαθολογική κατάσταση. Έχω γράψει κάποια άρθρα περί ηθικής παραφροσύνης. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι η εγκληματολογική πτυχή της δήθεν «εγκληματικής» ηθικής (την οποία συχνά επικαλείται ο δράστης), από τον γαλλικό νομικό όρο «élément moral»(ηθικό στοιχείο), ο οποίος εκφράζει την ψυχική σχέση ενοχής/υπαιτιότητας μέχρι τον αγγλικό όρο «moral insanity» (ηθική παραφροσύνη) ή μέχρι τον «ηθικό αυτουργό» και την ψυχοηθική προσωπικότητα του εγκληματία, ο οποίος προσβάλλει «τα στοιχειώδη ηθικά συναισθήματα» επικαλούμενος λόγους προσωπικής ηθικής, για πολλούς η έννοια του κακού ενυπάρχει στην έννοια του εγκλήματος αίματος. Τα εγκληματογόνα κίνητρα μπορεί να έχουν αρνητική αξία (απαξία), αλλά δεν είναι επιστημονικά ορθό να χαρακτηρίζονται ως «προϊόντα του κακού» ή «της κακιάς στιγμής. Ο δράστης ξέρει τι κάνει και ξέρει γιατί το κάνει» μας είπε αρχικά ο κ. Πανούσης.
Στο ερώτημα, σε περίπτωση που αποδειχθεί το συγκεκριμένο έγκλημα, αν προσιδιάζει στην πράξη της Μήδειας, ο Καθηγητής Εγκληματολογίας απαντά: «Θα μπορούσαμε να αναφερθούμε στην Φραγκογιαννού του Παπαδιαμάντη, τη γιαγιά που σκότωνε τα παιδιά της κόρης της, γιατί νόμιζε πως τα λύτρωνε».
Στο ερώτημα για το αν υπάρχουν χαρακτηριστικά του συνδρόμου Μινχάουζεν διά αντιπροσώπου, κατά το οποίο ο θύτης, χωρίς να έχει κανένα υλικό κέρδος απλά καλύπτει την εσωτερική του ανάγκη να κερδίσει οίκτο και προσοχή λαμβάνοντας ευχαρίστηση από την πράξη του, ενώ έχει μελετήσει πολύ καλά τη νόσο και γνωρίζει ακριβώς την συμπτωματολογία, ώστε να την προκαλέσει, προσπαθώντας να πείσει ότι δεν είναι ο υπεύθυνος, ο Γιάννης Πανούσης δηλώνει ότι σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία που αναφέρεται στο σύνδρομο ο πάσχων δεν προκαλεί θάνατο με δηλητηρίαση, αλλά ασφυξία.