Για υπέρμετρες αυξήσεις που δεν εξυπηρετούν την εθνική στρατηγική για τη χωρική και χρονική επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου κάνουν λόγο οι θεσμικοί φορείς του τουρισμού αναφορικά με τα μέτρα που ανακοίνωσε το κυβερνητικό επιτελείο και προβλέπουν μεταξύ άλλων την αύξηση στο τέλος ανθεκτικότητας για την κλιματική αλλαγή αλλά και την επιβολή τέλους στην κρουαζιέρα.
Ο Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων αναφέρεται σε μέτρα «εισπρακτικού χαρακτήρα» που πλήττουν την ανταγωνιστικότητα και τη βιωσιμότητα του ελληνικού τουριστικού προϊόντος. Στο ίδιο μήκος κύματος και η Πανελλήνια Ομοσπονδία Ξενοδόχων με τον πρόεδρο κ. Γιάννη Χατζή να επισημαίνει ότι οι τελευταίες ανακοινώσεις θέτουν σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητα των μικρών και πολύ μικρών ξενοδοχειακών επιχειρήσεων και θίγουν τις πιο ασθενείς οικονομικά ομάδες του πληθυσμού. «Είναι δυστυχώς προφανές ότι με αποφάσεις σαν αυτές η Πολιτεία αντιμετωπίζει τον ισχυρότερο τομέα της ελληνικής οικονομίας ως μια δημοσιονομική διέξοδο και όχι ως έναν αναπτυξιακό βραχίονα», δηλώνει ο κ. Χατζής.
Από την πλευρά του, ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ κ. Γιάννης Παράσχης σε επιστολή του προς τους Κωστή Χατζηδάκη υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Τάκη Θεοδωρικάκο, υπουργό Ανάπτυξης, Όλγα Κεφαλογιάννη, υπουργό Τουρισμού και Νίκο Παπαθανάση, αναπληρωτή υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών επισημαίνει ότι αξιολογούνται μεν θετικά μέτρα τα οποία αφορούν στον τουρισμό και στοχεύουν στη βελτίωση της λειτουργίας του κεντρικής διοίκησης και της τοπικής αυτοδιοίκησης, εφόσον είναι συμμετρικά, στοχευμένα και συνοδεύονται από ουσιαστικές παρεμβάσεις στην αναβάθμιση υποδομών, τη διαχείριση προορισμών, καθώς και τη βελτίωση διαδικασιών διαφάνειας και ελέγχου. Ωστόσο, «είμαστε αντίθετοι σε μέτρα καθαρά εισπρακτικού χαρακτήρα, τα οποία έχουν αποδειχθεί αναποτελεσματικά, καθώς πλήττουν την ανταγωνιστικότητα και τη βιωσιμότητα του τουριστικού προϊόντος». Ο ίδιος ζητεί να τεθεί σε νέα βάση η συζήτηση για ένα πλέγμα πολιτικών και παρεμβάσεων που να διασφαλίζει τη βιώσιμη ανάπτυξη του τομέα με μακροπρόθεσμο ορίζοντα και ουσιαστικό αποτύπωμα για τις τοπικές κοινωνίες.
Η επικείμενη αύξηση στο τέλος ανθεκτικότητας για την κλιματική αλλαγή, η οποία μπορεί να φτάσει ανά είδος καταλύματος +400% σε λιγότερο από ένα έτος εφαρμογής του μέτρου χωρίς να έχει προηγηθεί απολογισμός για τη χρήση των πόρων που συγκεντρώθηκαν από την καθιέρωσή του, εγείρει σοβαρές ανησυχίες σχετικά με τη σκοπιμότητα και την αποτελεσματικότητά του. Τέτοιου είδους μέτρα δεν εξυπηρετούν την εθνική στρατηγική για τη χωρική και χρονική επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου, καθώς δεν λαμβάνουν υπόψη τα πραγματικά επίπεδα τιμών και τις γεωγραφικές διακυμάνσεις, ενώ κινδυνεύουν να ενισχύσουν φαινόμενα παραβατικότητας. «Παρά το ότι η διεύρυνση του μειωμένου τέλους κατά τον μήνα Μάρτιο είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, δεν αρκεί προφανώς για να αντισταθμίσει τις υπέρμετρες αυξήσεις των υπολοίπων μηνών» σχολιάζουν οι τουριστικοί φορείς.
Μία ακόμη πτυχή που σχολιάζουν οι τουριστικοί φορείς έχει να κάνει με το γεγονός ότι οι ανακοινωθείσες επιβαρύνσεις μειώνουν την ανταγωνιστικότητα του ελληνικού τουριστικού προϊόντος, ειδικά σε μια περίοδο όπου η ακρίβεια επιβαρύνει τον τελικό καταναλωτή των υπηρεσιών. Επιπλέον, οι δημοσιονομικές ανάγκες που απορρέουν από τις συνέπειες της κλιματικής κρίσης δεν μπορούν να καλύπτονται αποκλειστικά από έναν τομέα της οικονομίας.
Τέλος, οι τουριστικοί φορείς αναφέρουν ότι ο Αναπτυξιακός Νόμος 4887/2022, αν και ψηφίστηκε στις 4/2/2022, δεν έχει ακόμη να επιδείξει κάποια απόφαση υπαγωγής για τουριστική επιχείρηση. Είναι κρίσιμο να αυξηθούν οι πόροι για τις τουριστικές επενδύσεις του Αναπτυξιακού Νόμου, καθώς οι διαθέσιμοι πόροι ανέρχονται σε μόλις 300 εκατ., ενώ οι αιτήσεις ξεπερνούν το 1 δισ. ευρώ. Επιπλέον, επισημαίνεται πως οι τουριστικές επιχειρήσεις αναμένουν νέα προγράμματα του ΕΣΠΑ για την υποβολή των επενδυτικών τους σχεδίων και νέες προκηρύξεις του Αναπτυξιακού Νόμου ο οποίος δεν έχει ακόμα δημοσιεύσει πρόσκληση εντός του 2024.
Αντιδράσεις εκφράζονται και από τους ίδιους τους προορισμούς και δη τους φορείς των δύο πλέον δημοφιλών προορισμών, των Κυκλάδων, της Μυκόνου και της Σαντορίνης για τους οποίους ανακοινώθηκε, στο πλαίσιο των νέων μέτρων αυξημένο τέλος κρουαζιέρας λόγω της μεγαλύτερης πίεσης, που δέχονται στους μήνες αιχμής.
Το Δημοτικό Λιμενικό Ταμείο Μυκόνου εξέφρασε σοβαρές ανησυχίες «για τις πιθανές επιπτώσεις της κυβερνητικής απόφασης χωρίς προγενέστερη διαβούλευση ή προειδοποίηση για αύξηση των τελών κρουαζιέρας στο νησί των ανέμων από 0,35 ευρώ σε 20 ευρώ, τόσο στην τουριστική βιομηχανία της κρουαζιέρας, όσο και στην τοπική κοινωνία της Μυκόνου. Ενώ αναγνωρίζουμε την ανάγκη προσαρμογής της τρέχουσας δομής των τελών, η οποία είναι πράγματι χαμηλή σε σύγκριση με άλλα ευρωπαϊκά λιμάνια, μια αύξηση όμως κατά 60 φορές παραπάνω – από 0,35 ευρώ σε 20 ευρώ- αποτελεί ένα πρωτοφανές άλμα. Ένα τέτοιο μέτρο, αν και αποσκοπεί στην αντιμετώπιση του σημειακού προβλήματος του υπερτουρισμού, θα μπορούσε να έχει μια σειρά από απρόβλεπτες και επιβλαβείς συνέπειες, ιδίως για τις μικρές επιχειρήσεις στη Μύκονο, που βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στα έσοδα που παράγουν οι επισκέπτες κρουαζιέρας. Το Λιμενικό Ταμείο Μυκόνου, με τη νέα διοίκησή του που ανέλαβε στις αρχές του έτους, φρόντισε έγκαιρα να αντιμετωπίσει το θέμα με ρεαλισμό και πάντα σε συνεννόηση με τις εταιρείες κρουαζιερόπλοιων. Με το berth allocation system που εφάρμοσε, κατάφερε να αποκεντρώσει και να κατανείμει ισομερώς τις αφίξεις του νέου χρόνου, περιορίζοντάς αυτές από τις αρχές του 2025 σε μέχρι 5-6 κρουαζιερόπλοια την ημέρα, ώστε και οι επιβάτες που αποβιβάζονται να κινούνται με άνεση και να μην υπάρχουν φαινόμενα συνωστισμού στη Χώρα και τις υπόλοιπες περιοχές του νησιού. Η όποια αύξηση στα τέλη επιβατών κρουαζιέρας και αν αποφασιστεί τελικά, υποστηρίζουμε σθεναρά ότι τα έσοδα αυτά θα πρέπει να επανεπενδύονται άμεσα στις λιμενικές μας υποδομές και στη στήριξη της βιώσιμης ανάπτυξης του νησιού μας».
Αντίστοιχα και η Ένωση Ξενοδόχων Σαντορίνης επισημαίνει ότι τα μέτρα «όχι μόνο δε συμβάλλουν στην ενίσχυση της τοπικής οικονομίας και της τουριστικής ανταγωνιστικότητας, αλλά εάν δεν τροποποιηθούν άμεσα, ενδέχεται να οδηγήσουν σε μία από τις χειρότερες τουριστικές περιόδους των τελευταίων ετών. Η επιβολή τους πλήττει την επιχειρηματικότητα και βάζει τη Σαντορίνη σε μειονεκτική θέση σε σχέση με άλλους παγκόσμιους τουριστικούς προορισμούς, όπως αντίστοιχους στην Ισπανία, Τουρκία και Ιταλία, οι οποίοι ενισχύουν διαρκώς τις τουριστικές τους υποδομές προσφέροντας ευνοϊκότερο επιχειρηματικό περιβάλλον».