Παράλληλα, η Χαριλάου Τρικούπη κατηγορεί την Κουμουνδούρου ότι άνοιξε χωρίς δεύτερη σκέψη τις πύλες για τη δολοφονία του χαρακτήρα της με χυδαίες αναρτήσεις στο Διαδίκτυο και έκανε ό,τι μπορούσε για να εργαλειοποιήσει προς όφελός της την υπόθεση που βρίσκεται στα χέρια των βελγικών αρχών.
Από την πρώτη στιγμή ο κ. Νίκος Ανδρουλάκης εμφανίστηκε αποφασισμένος να προκαλέσει την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να δώσει ξεκάθαρες απαντήσεις τόσο για τις απαράδεκτες αναρτήσεις στελεχών του όσο και για τους «αρουραίους» του Διαδικτύου που «προσπαθούν σκοπίμως να διαστρεβλώσουν την αλήθεια».
Στελέχη του ΠΑΣΟΚ, πάντως, κάνουν λόγο για μια ανήκουστη γραμμή άμυνας που δοκίμασε ανεπιτυχώς ο ΣΥΡΙΖΑ, θέλοντας, πρώτον, να υποβαθμίσει τη βαρύτητα των πράξεων του ευρωβουλευτή του και, δεύτερον, να αποφύγει το πολιτικό κόστος για την όλη διαχείριση εδώ και μήνες του θέματος.
«Να ρωτήσετε τον ΣΥΡΙΖΑ Βρυξελλών ποιος έκανε τη διαρροή του ονόματος της καταγγέλλουσας», λένε χαρακτηριστικά τα στελέχη της Χαριλάου Τρικούπη επαναλαμβάνοντας ορθά κοφτά ότι η διαρροή του ονόματος έγινε από τον ΣΥΡΙΖΑ και κάνοντας σφοδρή επίθεση στον κ. Αλέξη Τσίπρα, που ανέχεται τις «κατάπτυστες διαπιστώσεις» του Αλέξη Γεωργούλη και «επιμένει ότι η κατηγορία έγινε τώρα για πολιτικούς λόγους, ενώ ξέρει ότι έγινε από τον Γενάρη του 2020 και έχει ονομαστικοποιηθεί από τον Μάιο του 2020», εξηγεί ο κ. Παναγιώτης Δουδωνής.
Η όλη στάση του ΣΥΡΙΖΑ αφήνει δε, σύμφωνα με τον κ. Δημήτρη Μάντζο, περιθώρια για «ανεξέλεγκτη δευτερογενή κακοποίηση του θύματος στα social media». Εν τω μεταξύ, μετά τον κ. Ανδρουλάκη, κάθε στέλεχος του ΠΑΣΟΚ στις δημόσιες παρεμβάσεις του υπογραμμίζει επιτιθέμενο στην Κουμουνδούρου αλλά και στο Μέγαρο Μαξίμου ότι «υπάρχουν συγκεκριμένοι ημιεπίσημοι κομματικοί στρατοί που τα τελευταία χρόνια έχουν εργαλειοποιηθεί και έχουν ριχτεί στη διαδικτυακή μάχη με στόχο τη δολοφονία χαρακτήρων».
Το ενδιαφέρον στοιχείο στο οποίο στέκεται το ΠΑΣΟΚ είναι ότι η διαρροή του ονόματος της καταγγέλλουσας ξεκίνησε -«και όχι τυχαία», όπως λένε- με την περιγραφή του προφίλ της.
«Στην αρχή διέρρεαν ότι είναι εργαζόμενη στην Κομισιόν και στέλεχος του ΠΑΣΟΚ. Γιατί; Για να οικοδομήσουν ένα σενάριο περί πολιτικής δίωξης του κ. Γεωργούλη. Ε, ως εδώ!» τονίζει κορυφαίο στέλεχος του ΠΑΣΟΚ υποστηρίζοντας ότι όσο στη Χαριλάου Τρικούπη προσπαθούσαν να ενημερωθούν για το θέμα, οι υπαίτιοι για τη διαρροή είχαν ήδη κάνει τη δουλειά τους δίνοντας ονοματεπώνυμο, όχι όμως και κάτι περισσότερο από τα «κουτσομπολιά» (φράση του κ. Δημήτρη Παπαδημούλη) που είχαν ακούσει πριν από έναν χρόνο.
Ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ έχει διαμηνύσει στα άλλα μέλη του Πολιτικού Συμβουλίου και τους στενούς του συνεργάτες ότι η απάντηση στα «πολιτικά παιχνίδια, είτε του ΣΥΡΙΖΑ, είτε της Νέας Δημοκρατίας και μάλιστα στις πλάτες αθώων προσώπων δεν μπορεί παρά να είναι η μηδενική ανοχή». Ο κ. Ανδρουλάκης ξέρει από την άλλη πλευρά ότι η «μονοθεματική ατζέντα» δεν πρόκειται να φέρει πολιτικά κέρδη στο ΠΑΣΟΚ, εν όψει και των Εκλογών 2023, εντούτοις επιμένει ότι δεν μπορεί και δεν πρέπει να μείνουν στο απυρόβλητο οι «δήθεν δικαιωματιστές του ΣΥΡΙΖΑ και η ηγεσία του με την επιλεκτική πολιτική των διαγραφών».
Διά στελεχών του ο κ. Ανδρουλάκης αναφέρει ότι η υποκρισία του ΣΥΡΙΖΑ είναι ανεξάντλητη και ταυτόχρονα επικίνδυνη αφού «δύο υποψήφιες βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ έχουν κοινοποιήσει στα social media τα τοξικά δημοσιεύματα που έχουν κυκλοφορήσει. Δεν υπήρξαν όμως διαγραφές. Διαγράφηκε μόνο ένα τοπικό στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ στη Λάρισα. Αυτό δεν είναι συνέχιση της υποκρισίας από τον ΣΥΡΙΖΑ;».
Κοινή εκτίμηση στο ΠΑΣΟΚ είναι ότι μια σειρά γεγονότων οδηγεί τον ΣΥΡΙΖΑ στην οριστική απώλεια του «ηθικού πλεονεκτήματος», ενός από τα βασικά συστατικά που χρησιμοποιούν εδώ και χρόνια για την ισχυροποίηση του «προοδευτικού του προφίλ». Ετερη διαπίστωση που κάνουν είναι ότι ο κ. Τσίπρας έχει επίσης απολέσει κάθε ίχνος αξιοπιστίας, αφού «συνεχίζει να κρύβεται πίσω από το “δεν γνώριζα” του κ. Παπαδημούλη». Δεν αρκεί, σύμφωνα με το επιτελείο Ανδρουλάκη, να λέει ο κ. Τσίπρας «εμείς είμαστε πάντα με τα θύματα και όχι με τους θύτες».
Η «κυβέρνηση των ηττημένων»
Η υπόθεση Γεωργούλη ξέσπασε τη Δευτέρα του Πάσχα, όταν η πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου ανακοίνωσε ότι ξεκινούν οι διαδικασίες για την άρση της ασυλίας του ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ: το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης έσπευσε να δείξει ότι τον αποπέμπει, παρότι ο ίδιος στη δήλωση-ανάρτηση που έκανε υποστήριξε ότι ήταν δική του πρωτοβουλία προκειμένου να μην έχει το όποιο κόστος ο ΣΥΡΙΖΑ.
Δύο 24ωρα αργότερα, κορυφαία στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, όπως οι κύριοι Γιάννης Δραγασάκης και Ευκλείδης Τσακαλώτος ξεκινούσαν μια συζήτηση για την «κυβέρνηση των ηττημένων», την οποία είχε κόψει ο πρόεδρος του κόμματος από τη στιγμή που ο κ. Ανδρουλάκης έβαλε στο τραπέζι το «ούτε Μητσοτάκης, ούτε Τσίπρας».
Τα συγκεκριμένα στελέχη υποχρεώθηκαν από την ηγεσία να αναδιπλωθούν, χωρίς ωστόσο να επανέλθουν στη γραμμή Τσίπρα για το θέμα αυτό. Μπορεί από την πλευρά του ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης να ξεκαθάρισε για πολλοστή φορά ότι μόνο αν είναι πρώτο κόμμα θα επιχειρήσει τη συγκρότηση μιας κυβέρνησης συνεργασίας, αλλά είναι πλέον φανερό ότι στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ αρκετοί συντηρούν το θέμα για πολλούς και διαφορετικούς λόγους.
Αρκετοί βλέπουν μια προσπάθεια από στελέχη που δεν ανήκουν στο προεδρικό στρατόπεδο να «κοντύνουν» τον κ. Τσίπρα, είτε επειδή διαβλέπουν ότι η «κυβέρνηση των ηττημένων» δεν προκύπτει από τα δημοσκοπικά δεδομένα, είτε επειδή θέλουν να προχωρήσουν σε κάτι τέτοιο με άλλον πρωθυπουργό τη βραδιά της 21ης Μαΐου.
Σε κάθε περίπτωση, για το ΠΑΣΟΚ η υπόθεση Γεωργούλη ήταν μια χρυσή ευκαιρία να αναδείξει τις μεγάλες διαφορές που το χωρίζουν από τον ΣΥΡΙΖΑ, αφού οι αναφορές σε «κυβέρνηση των ηττημένων», παρά το γεγονός ότι ο κ. Ανδρουλάκης το έχει αποκλείσει δημοσίως, έχουν σημαντικό εκλογικό κόστος, καθώς εκ των πραγμάτων ταυτίζουν τη Χαριλάου Τρικούπη με το α’ εξάμηνο του 2015, όταν ο Γιάνης Βαρουφάκης είχε πρωτοστατήσει σε μια διαπραγμάτευση με τους δανειστές που κατέληξε στην υπογραφή του 3ου μνημονίου.
Οπως λένε στελέχη της Χαριλάου Τρικούπη, οι κεντρώοι ψηφοφόροι «δεν θέλουν ούτε να ακούσουν» ένα τέτοιο ενδεχόμενο και αντιλαμβάνονται ότι πρέπει να διαχωρίσουν τη θέση τους από τη στιγμή μάλιστα που η Ν.Δ. εκμεταλλεύεται δεόντως την κατάσταση και υπενθυμίζει διαρκώς τη χαοτική κατάσταση που είχε δημιουργηθεί το πρώτο διάστημα της κυβέρνησης Τσίπρα – Καμμένου.
Σε αυτό θεωρούν ότι τους διευκολύνουν και εκείνα τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που έσπευσαν να υιοθετήσουν χυδαία σενάρια σχετικά με την καταγγέλλουσα. Είναι χαρακτηριστική η φράση του εκπροσώπου του κόμματος ο οποίος μίλησε για «βαρέλι δίχως πάτο» αναφερόμενος στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Αντίθετα, η πλευρά Τσίπρα θέλει με κάθε τρόπο να συντηρήσει τη συζήτηση για συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ – άλλωστε, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης έφτασε έως το Βερολίνο για να συναντήσει τον καγκελάριο Ολαφ Σολτς, προκειμένου να βρει βήμα να μιλήσει για τις κυβερνήσεις συνεργασίας. Στο πλαίσιο αυτό, τα προεδρικά στελέχη της Κουμουνδούρου κρατούν χαμηλούς τόνους σε σχέση με τη Χαριλάου Τρικούπη και αποφεύγουν να ρίξουν λάδι στη φωτιά.
Στο επικρατείας η Χρονοπούλου
Η κυρία Χρονοπούλου στην ανάρτηση με την οποία δημοσιοποίησε από την πλευρά της τη βαριά καταγγελία που είχε κάνει το 2020 για τον ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ είχε επισημάνει ότι δεν θέλει σε καμία περίπτωση να συνδέσει την παρουσία της στα κοινά με την οδυνηρή εμπειρία της, θέλοντας με τον τρόπο αυτό να διαχωρίσει απολύτως το μέλλον της στην πολιτική από το τραυματικό παρελθόν.
Είναι σαφές ότι η καταγγελία της δεν πρόκειται να κριθεί δικαστικά έως τις εκλογές – και αυτό το γνωρίζουν τόσο στη Χαριλάου Τρικούπη όσο και στην Κουμουνδούρου. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έμεινε στην αναστολή της κομματικής ιδιότητας του Αλέξη Γεωργούλη για όσο διάστημα διαρκεί η διερεύνηση της υπόθεσης, αλλά τον έθεσε εκτός κόμματος δίνοντας έτσι και το μέτρο της ανάγκης που νιώθει η ηγεσία να μην ταυτίζεται με τον συγκεκριμένο ευρωβουλευτή.
Πριν από τη δημοσιοποίηση της καταγγελίας της, το πιθανότερο ενδεχόμενο για την κυρία Χρονοπούλου ήταν να συμπεριληφθεί σε εκλόγιμη θέση στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ, εκπροσωπώντας τον Απόδημο Ελληνισμό. Σήμερα, θεωρείται το απόλυτο φαβορί για μια εκλόγιμη θέση – ίσως και την πρώτη – ακόμα κι αν χρειαστεί να περιορίσει τις τηλεοπτικές της εμφανίσεις προκειμένου να μην κυριαρχήσει το ζήτημα της καταγγελίας της, αλλά οι πολιτικές της θέσεις.