Με τον χρόνο των εκογών να πλησιάζει, είτε o πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης εξαντλήσει την τετραετία είτε οι εκλογές επισπευσθούν και διεξαχθούν τελικά το φθινόπωρο, η πολιτική συζήτηση σταδιακά επικεντρώνεται στην «επόμενη μέρα». Στην κυβέρνηση δηλαδή που θα προκύψει από τις επερχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις, που σύμφωνα με όλες τις πληροφορίες και ενδείξεις θα είναι δύο, καθώς θεωρείται απίθανο να διαμορφωθεί κοινοβουλευτική πλειοψηφία από την πρώτη κάλπη, στην οποία θα ισχύσει σύστημα απλής αναλογικής.
Με φόντο και τον τελευταίο κύκλο δημοσκοπήσεων, που καταγράφουν τη Ν.Δ. και τον ΣΥΡΙΖΑ να ακολουθούν ανοδική τροχιά, η «Κ» αναδεικνύει τα πιθανά και λιγότερο πιθανά σενάρια σχηματισμού κυβέρνησης.
Ως βασική παραδοχή –που πρέπει, βεβαίως, να επιβεβαιωθεί το βράδυ των αποτελεσμάτων– λαμβάνεται ότι η Ν.Δ. θα είναι πρώτο κόμμα: όχι μόνον λόγω της «ψαλίδας» που τη χωρίζει από τον ΣΥΡΙΖΑ στις δημοσκοπήσεις. Αλλά και με δεδομένο ότι στο παρελθόν δεν έχει σημειωθεί «ανατροπή» όσον αφορά την πρωτιά στις εκλογές του κόμματος που προηγείτο καθαρά στις έρευνες της κοινής γνώμης λίγους μήνες πριν στηθούν οι κάλπες.
Κυβέρνηση από τις κάλπες της απλής αναλογικής
Παρότι με βάση την «αριθμητική» των εδρών υπάρχει η δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης από τις πρώτες εκλογές, το συγκεκριμένο σενάριο, που εκ των πραγμάτων προϋποθέτει συνεργασία δύο τουλάχιστον κομμάτων, θεωρείται εξαιρετικά απίθανο να επαληθευθεί:
Οπως προκύπτει από τον σχετικό πίνακα που δημοσιεύει η «Κ», για τη διαμόρφωση κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας άνω των 151 εδρών απαιτείται η σύμπραξη Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ. Ομως, εκτιμάται πως αυτή δεν πρόκειται να επιτευχθεί: το ΠΑΣΟΚ θέτει ως προϋπόθεση την υιοθέτηση της σοσιαλδημοκρατικής του πρότασης, ενώ με βάση τις τοποθετήσεις του Νίκου Ανδρουλάκη θα ζητήσει τρίτο πρόσωπο για την πρωθυπουργία. Πρόκειται για όρους που δεν θα μπορούσε να δεχθεί η Ν.Δ., όταν αναμένεται πως θα καταγράψει ποσοστό «καθαρά» άνω του 30% στις πρώτες εκλογές.
Θα πρέπει να επισημανθούν και δύο στοιχεία που απομακρύνουν ακόμη περισσότερο την πιθανότητα σχηματισμού κυβέρνησης μετά τις εκλογές της απλής αναλογικής:
• Ακόμη και στο ενδεχόμενο κυβερνητικής συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ –που όπως διαφαίνεται από τις τοποθετήσεις στελεχών του ούτως ή άλλως θα προτιμούσε να παραμείνει στα έδρανα της αντιπολίτευσης– τη Ν.Δ. συμφέρει να έχουν προηγηθεί εκλογές με τον δικό της εκλογικό νόμο, καθώς η Κοινοβουλευτική Ομάδα της θα αριθμεί σαφώς περισσότερα μέλη.
• Ο ΣΥΡΙΖΑ, που παλαιότερα άφηνε ανοικτό «παράθυρο» για κυβέρνηση χωρίς τη συμμετοχή του πρώτου κόμματος –με ΠΑΣΟΚ, ΜέΡΑ25, ΚΚΕ– ή για κυβέρνηση μειοψηφίας, πλέον έχει μεταβάλει στρατηγική και σημειώνει πως κυβερνητική λύση μέσω απλής αναλογικής μπορεί να προκύψει μόνο με τον ίδιο στη θέση του οδηγού.
Αυτοδυναμία Ν.Δ. μετά τις δεύτερες κάλπες
Τι συζητείται στα πολιτικά γραφεία – Το «σκάκι» Ν.Δ., ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ με φόντο τις επερχόμενες αναμετρήσεις με απλή αναλογική και με το μπόνους.
Πρόκειται για ρεαλιστικό σενάριο, με βάση τις υφιστάμενες δημοσκοπήσεις (πίνακας 2). Και τούτο, καθώς τα διλήμματα στις δεύτερες εκλογές –με τον εκλογικό νόμο της Ν.Δ.– θα είναι ιδιαίτερα ισχυρά, ενώ θα πλανάται και ο κίνδυνος της ακυβερνησίας, σε ένα διεθνές περιβάλλον που πιθανότατα θα παραμένει ασταθές λόγω Ουκρανικού, αλλά και εξαιτίας των αναθεωρητικών βλέψεων του Ταγίπ Ερντογάν. Είναι προφανές πως σε μια τέτοια περίπτωση ο κ. Μητσοτάκης θα προχωρήσει στον σχηματισμό μονοκομματικής κυβέρνησης, ακόμη και εάν η κοινοβουλευτική του πλειοψηφία είναι περιορισμένη. Εξάλλου και στην τρέχουσα τετραετία κατέστη σαφές ότι η Κοινοβουλευτική Ομάδα της Ν.Δ. είναι εξαιρετικά συμπαγής.
Κυβέρνηση συνεργασίας Ν.Δ. – ΠΑΣΟΚ
Πρόκειται για ένα σενάριο με πρωθυπουργό τον κ. Μητσοτάκη, που για να υλοποιηθεί προϋποθέτει μερική «αναδίπλωση» της Χαριλάου Τρικούπη από τους όρους που θέτει στην παρούσα φάση ο Νίκος Ανδρουλάκης. Ουσιαστικά στην προκειμένη περίπτωση πολλά θα κριθούν από τους ακριβείς συσχετισμούς που θα προκύψουν μετά τα αποτελέσματα των δεύτερων εκλογών και από το πόσο κοντά θα έχει βρεθεί η Ν.Δ. στην αυτοδυναμία. Πάντως, θεωρείται πολύ πιθανόν το ΠΑΣΟΚ να δεχθεί ιδιαίτερα ισχυρή πίεση –και εκ των έσω– προκειμένου να συμβάλει στη διαμόρφωση κυβερνητικής λύσης και την αποφυγή μιας τρίτης κατά σειρά εκλογικής αναμέτρησης.