Πρωινό κατά την «προϊστορική» εποχή των νεανικών μου χρόνων, κατέβαινα την Ευριπίδου με κατεύθυνση στην πλατεία Κουμουνδούρου. Ο ήλιος είχε καβαλήσει τα δίπατα της Αθηνάς και τεμαχιζόταν σε λωρίδες ανάμεσα σε καφάσια με φρέσκα λαχανικά, στοιβαγμένα γεωργικά και άλλα εργαλεία και τις σκέψεις μου που πηγαινοέρχονταν ανάμεσα στα χθεσινοβραδινά ασπρόμαυρα πλάνα του Γκοντάρ και τις ουζοσυζητήσεις στο Πεδίον του Άρεως. Απέφυγα μια απαστράπτουσα σιτροέν του καιρού και βρέθηκα στο δεξί πεζοδρόμιο του ανορθολογισμού. Δύο οικοδόμοι φώναξαν στη μέση του δρόμου για κάποια διαφορά τους, ο ένας τέντωνε το δεξί με τον Ριζοσπάστη στη χούφτα, κάπως απειλητικά, στην ηρεμία του πρωινού. Προσπέρασα και με ένα αργό πανοραμικό παρατήρησα όλα τακτοποιημένα με ευρηματικό τρόπο, τα μπαχάρια, τους ξηρούς καρπούς και τα καρυκεύματα στις προθήκες του γωνιακού καταστήματος. Τα αρώματά τους δεν άφηναν καμιά αίσθηση ασυγκίνητη, το μόνο που δεν είχε άρωμα ήταν η πολιτική της εποχής. Ακόμα η κοινωνία ξερνούσε τις εθνικιστικές κορώνες των συνταγματαρχών, μύριζε τις αντιδικτατορικές περγαμηνές των πολιτικών και αφού τις αναμασούσε σαν κάτι νέο και ανείπωτο τις ανακάτευε για να τις χωνέψει με ένα νέου τύπου λαϊκισμό (ο λαϊκισμός, όπως και ο φασισμός ποτέ δεν πεθαίνουν) που είχε πάρει κεφάλι αλλά δεν ήξερε κατά πού να κάνει.
Κρατούσα στο δεξί μου κάποια κείμενα του Κορνήλιου Καστοριάδη, κακοτυπωμένα από πολύγραφο της εποχής. Η ιδεολογική ανησυχία μου έχωνε τα χέρια της από παντού, δεν μου έφταναν με τίποτα οι κομμουνιστικές Ορθοδοξίες αλλά και για τις ανανεωτικές προσεγγίσεις είχα τις αμφιβολίες μου. Οι εισβολές των Σοβιετικών είτε στην Ανατολική Γερμανία είτε στην Ουγγαρία είτε στην Τσεχοσλοβακία τα ολοκληρωτικά, απάνθρωπα καθεστώτα που είχαν χτιστεί πέρα από το τείχος της απανθρωπιάς στο όνομα της ανθρωπότητας και εν αγνοία της, αλλά και οι «προσεκτικές» δειλές κριτικές των «αναθεωρητών» οι οποίες δεν είχαν άξονα, σκοπό και επεξεργασμένο ιδεολογικό και αξιακό βάθος με οδηγούσαν σε ένα αγωνιώδες, χαοτικό, θεωρητικό ταξίδι. Ένιωθα ότι στο δεξί μου χέρι κρατούσα την κουπαστή που αργά οδηγούσε σε μια ανθρώπινη, αυτόνομη πιο ευτυχισμένη κοινωνία. Αλλά ο μεγάλος φιλόσοφος σε μια φράση είχε αποτυπώσει ότι θα γνωρίζαμε, θα διαπιστώναμε οι υπόλοιποι στη διάρκεια της ζωής μας «Η σύγχρονη κοινωνία είναι θεμελιωδώς άφρων».
Ο Κορνήλιος Καστοριάδης γεννήθηκε το 1922 στην Κωνσταντινούπολη. Ο πατέρας του, έδειχνε εκτίμηση στη μόρφωση, ήταν άθεος και αντιβασιλικός. Η μητέρα του, είχε ιδιαίτερη μόρφωση, λάτρευε τη μουσική. Ο Καστοριάδης άρχισε να διαβάζει φιλοσοφία από την ηλικία των 11-12 ετών, ενώ πρωτοήρθε σε επαφή με τη μαρξιστική σκέψη από τα 13 του, αναμίχθηκε στην πολιτική και κοινωνική δράση. Μέλος παράνομης κομμουνιστικής οργάνωσης την περίοδο της δικτατορίας Μεταξά, συλλαμβάνεται και φυλακίζεται. Σπουδάζει νομικά και οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και το 1941 εντάσσεται στο ΚΚΕ. Θα το εγκαταλείψει ένα χρόνο αργότερα για να ενταχθεί στην τροτσκιστική ομάδα του Σπύρου Στίνα. Αυτό θα έχει ως συνέπεια να βρεθεί ανάμεσα σε δύο πυρά, των Γερμανών και των ορθόδοξων κομμουνιστών. Το 1944 δημοσιεύει το πρώτο του δοκίμιο για τον Μαξ Βέμπερ, που δημοσιεύεται στο περιοδικό «Αρχείο Κοινωνιολογίας και Ηθικής». Στα «Δεκεμβριανά» θα βιώσει ως τροτσκιστής την τρομοκρατία του ΕΛΑΣ και θα αποδοκιμάσει τις μεθόδους του ΚΚΕ. Το 1945 εγκαθίσταται στο Παρίσι με υποτροφία της Γαλλικής Κυβέρνησης, μαζί με τους Κώστα Αξελό, Κώστα Παπαϊωάννου, Ιάννη Ξενάκη, Μιμίκα Κρανάκη, Μέμο Μακρή κ.ά. Έκτοτε, η γαλλική πρωτεύουσα θα αποτελέσει το επίκεντρο της ζωής και των δραστηριοτήτων του.
Με τη συμπλήρωση 100 ετών από τη γέννηση του Κορνήλιου Καστοριάδη έχουν εκδοθεί ήδη βιογραφίες στα γαλλικά, έχουν εκπονηθεί διδακτορικές διατριβές και έχουν γίνει πάμπολλα αφιερώματα στον κορυφαίο στοχαστή και φιλόσοφο. Το έργο του δεν έχει πάψει να μας προσκαλεί να στοχαστούμε έναν κόσμο που τελεί σε βαθύ μετασχηματισμό. Κατά τη διάρκεια του βίου του, ο Καστοριάδης ενεπλάκη ενεργά στους παγκόσμιους πολιτικούς αγώνες, διατηρώντας το κριτικό του βλέμμα απέναντι στις μεταλλάξεις των διάφορων μορφών κυριαρχίας στη Δύση και στην Ανατολή. Η ένταξή του στο τροτσκιστικό ρεύμα, η πάλη ενάντια στον σταλινισμό, η ίδρυση της πολιτικής ομάδας Socialisme ou Barbarie και της ομώνυμης επιθεώρησης μαζί με τον Κλοντ Λεφόρ, οι εξεγέρσεις της Αν. Γερμανίας (1953) και της Ουγγαρίας (1956), τα γεγονότα του γαλλικού Μάη του 1968, σημαδεύουν μια φάση του έργου του, η οποία έμελλε να ολοκληρωθεί με τη ρήξη του με τον μαρξισμό, την αποδόμηση της μαρξιστικής θεωρίας και τα ίδια τα φιλοσοφικά της θεμέλια.
Ο λόγος του Καστοριάδη, προσφέρει ασφαλές καταφύγιο σε όσους αναζητούν αιτίες και ερμηνείες των κοινωνικών γεγονότων γιατί στηρίζεται στο επιχείρημα, δηλαδή στο αδιάσειστο θεμέλιο της φιλοσοφίας. Η επίδραση του Καστοριάδη υπήρξε πολύ ισχυρή στην Ευρώπη και στην Αμερική. Στην ουσία διαμόρφωσε μια νέα σχολή σκέψης και έναν νέο ιδεολογικό χώρο, που δεν μπορεί να περιχαρακωθεί γιατί η ουσία του είναι η μη περιχαράκωση, η ουσία του είναι η Ελευθερία του Πνεύματος. Αυτά δεν ανήκουν ούτε στην Αριστερά ούτε στη Δεξιά, είναι επέκεινα πολιτικών χώρων.
Στη σκέψη του Καστοριάδη δεν υπάρχει αποκλεισμός, ούτε καν κλειστές κατηγοριοποιήσεις που θα μπορούσαν να μοιράσουν τον κόσμο σε δίπολα: καλό-κακό, λογική-βούληση, θυμικό-νους. Η ανάλυση της φιλοσοφίας του λειτουργεί, όπως θα έλεγε ο ίδιος, μάλλον “μαγματικά” δηλαδή διαμορφώνοντας έναν χώρο όπου εντάσσονται όλες οι παραστάσεις και έννοιες της ζωής ενός ανθρώπου. Γι αυτό σημείωνε ο μεγάλος διανοητής «Η ιδέα ενός ιστορικού νόμου, εγγυητή μιας ιδανικής κοινωνίας, είναι ιδέα άγνωστη στους Έλληνες, όπως άγνωστος είναι ο μεσσιανισμός ή η δυνατότητα εξωκοσμικής φυγής. Η θεώρηση αυτή εμπνέει μια στάση, σύμφωνα με την οποία ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει εδώ.» Με όλες τις παραστάσεις και τις έννοιες της ζωής ενός ανθρώπου οι οποίες δεν διαμορφώνονται, αποκλειστικά με βάση τη λογική αλλά και με τη συμβολή της φαντασίας χαράζοντας διάφορες περιοχές οι οποίες παραμένουν για πάντα ανεξερεύνητες-κι όπως θα έλεγε ο ίδιος- σχεδόν άρρητες. Ως εκ τούτου τα εκάστοτε δίπολα που κυριάρχησαν στη διαλεκτική σχέση της Δύσης αντικαθίσταται από μια ιδανική τετράδα που αναδεικνύει τις άπειρες δυνατότητες της φαντασίας και της δημιουργίας, της αυτονομίας και του φαντασιακού. Αυτές είναι οι λέξεις κλειδιά που αποκωδικοποιούν τη σκέψη του Καστοριάδη, οι έννοιες που αποκαλύπτουν το υπέροχο σύμπαν του.
Έφτασα στην εκβολή της Ευριπίδου και χύθηκα στην πλατεία Κουμουνδούρου. Διέσχισα την πλατεία διαγώνια και βρέθηκα στην πλάτη του δημοτικού κτηρίου. Είχε μια ανακοίνωση που έγραφε για μια έκθεση κάποιων «καταραμένων» καλλιτεχνών. Ωραία σκέφτηκα, θα τη σκορπίσουμε τη λίγη λογική που περισώσαμε από τη χθεσινό ξενύχτι. Πρόσεξα καλύτερα, η έκθεση άνοιγε στις 10. Είχα κάνα μισάωρο, κάθισα στα μαρμάρινα σκαλιά με το πρόσωπο αντίκρυ στον ήλιο, το στέρνο στη ζεστασιά της μέρας και το μυαλό στην άπλα του μεγάλου διανοητή. Πήρα τα κακοτυπωμένα στον πολύγραφο κείμενα για την τέχνη του Κορνήλιου Καστοριάδη και τα ψιθύρισα με ευλάβεια «Από τότε που άρχισε η επιστημονική εξέλιξη πρώτα με τους αρχαίους Έλληνες, κατόπιν με την Αναγέννηση σκεφτόμαστε και δικαίως πως ό,τι έχουμε δει έως τώρα δεν είναι παρά μόνο προσωρινά σωστό. Στην επιστήμη υπάρχει πάντα το περιθώριο να πάει κανείς πιο μακριά. Όμως η ιδέα να πάει κανείς πιο μακριά στον τομέα της τέχνης, πραγματικά, στερείται νοήματος. Kανείς δεν θα πάει ποτέ πιο μακριά από τον Aισχύλο, από τον Mπετόβεν, από τον Pεμπώ. Kανείς δεν θα πάει πιο μακριά από τον “Πύργο” του Kάφκα. Mπορούμε να πάμε αλλού. Mπορούμε να πάμε αλλιώς. Δεν μπορούμε όμως να πάμε πιο μακριά. Yπ’ αυτή την έννοια υπάρχει εξέλιξη στην επιστήμη, αλλά δεν μπορεί να μιλήσει κανείς για εξέλιξη στη λογοτεχνία και στην τέχνη.» Ο ήλιος ζέσταινε το χειμωνιάτικο πρωινό μέχρι το βάθος της μέρας και η σκέψη του μεγάλου διανοητή τις δεκαετίες μου που ακολουθούσαν ασθμαίνουσες.