Βρισκόμαστε στο δέκατο χρόνο του πολέμου στο Ίλιον. Ο Αχιλλέας έχει πέσει νεκρός και τα όπλα του ήρωα απονέμονται στον Οδυσσέα. Η εποχή των γενναίων στη μάχη και των παλληκαριών στον πόλεμο τελειώνει. Έφτασε η εποχή των μυαλωμένων, των πονηρών, των λαοπλάνων και των καταφερτζήδων. Πήγε ο Αίας, το πρώτο παλληκάρι μετά τον Αχιλλέα, στην «κρίσιν των όπλων» για να διεκδικήσει τα όπλα του μεγάλου πολέμαρχου, αυτά που δικαιωματικά του ανήκαν και έλαβε την ντροπή και την ταπείνωση.
Όταν η Ελένη δείχνει στον Πρίαμο από τα τείχη της Τροίας τους οπλαρχηγούς των Ελλήνων, για τον Αίαντα λέει, «Ο Αίας είναι ο σαραντάπηχος των Αχαιών ο πύργος».
Ο Αίας, κατησχυμένος από τη μεροληπτική απονομή των όπλων του Αχιλλέα στον Οδυσσέα, αποφασίζει να εκδικηθεί. Ο ήρωας δεν αντέχει την ταπείνωση, βρίσκει το κουράγιο και τη γενναιότητα να τα βάλει με τους θεούς, τους πανίσχυρους Ατρείδες και τον παμπόνηρο Οδυσσέα, είχε το σθένος να τα βάλει με θεούς και δαίμονες, μόνος απέναντι σε όλους. Μόνος κι όταν θολωμένος λιάνιζε κοπάδια πιστεύοντας ότι θερίζει Ατρείδες, μόνος κι όταν συνήλθε από το σκοτίδιασμα που του άπλωσε η Αθηνά και συνειδητοποίησε αυτά που είχε πράξει, καταντροπιασμένος βρίσκεται απέναντι στο μεγάλο δίλημμα ή να συμβιβαστεί με τον εξευτελισμό και το παράλογο της ανατροπής των αξιών ή να ταξιδέψει μακριά απ’ όλα αυτά, δίνοντας τέλος στη ζωή του.
Την απόγνωση του Αίαντα, όταν συνήλθε από τον παροξυσμό, παρουσιάζει στη σκηνή η γυναίκα του η Τέκμησσα, η οποία περιγράφει την ταπείνωση και την απελπισία του σαραντάπηχου και πια εξαθλιωμένου από την ντροπή και ταπείνωση ήρωα.
Κι αμέσως σε γοερούς ξέσπασε θρήνους
που όμοιους ποτέ δεν είχα ακούσει ως τότε…
κι έτσι με δίχως στριγκές φωνές βαριαναστέναζε
πνιχτά, σαν να μουγκάνιζε ταύρος
Και συνεχίζει η Τέκμησσα, όσο ήταν άρρωστος ο Αίας υποφέραμε εμείς που τον βλέπαμε αλλά αυτός μες την τρέλα του χαιρόταν, μόλις όμως συνήλθε, δεν συναντηθήκαμε με καμιά λύτρωση, καμιά ανακούφιση, γιατί τώρα σπαράζουμε και για τη συντριβή του αλλά και για τον καινούργιο του πόνο, αυτόν του εξευτελισμού και της εξαθλίωσης. Να πεθάνει θέλει ο ήρωας, να λυτρωθεί και μαζί του να πάρει τους αιτίους των δεινών του, τους Ατρείδες.
Ποίημα για ένα κόσμο που χάνεται, είναι ο Αίας, ποίημα για έναν ευαίσθητο, προδομένο, υπερήφανο, γενναίο, πληγωμένο άνθρωπο, που η παλληκαριά του, η ανδρεία του και η αξιοσύνη του, είναι απαραίτητα πια μόνο για να ξεπλύνει τη ντροπή, την ταπείνωση και τον εξευτελισμό με την αυτοκτονία, μην αντέχοντας την αδικία ούτε των θεών ούτε των ανθρώπων. Οι οιμωγές του, ακολουθούνται από λόγια περήφανης υπαρξιακής αγωνίας, τα οποία διασχίζουν διαγώνια τ’ ανθρώπινα και φτάνουν μέχρι τα βάθη της απέραντης θλίψης, τις αιχμές της απόλυτης οργής και τα βάραθρα του λυτρωτικού θανάτου.
Ο Αίας είναι σαν τα στοιχεία της φύσης, σαν τα δάση που καίμε, τα νερά που μολύνουμε, τα ποτάμια που μπαζώνουμε και οι γιαλοί που ρυπαίνουμε και εξαφανίζουμε. Είναι ο άνθρωπος εκείνος που προτιμά να αφανίσει και να αφανισθεί παρά να αρθρώσει τα αντίθετα από εκείνα που τον ορίζουν: έννοιες όπως τιμή, ντροπή, κλέος, έπαθλο.
Κι ενώ το πρώτο μέρος του έργου κατακλύζεται από την αγωνία για την τύχη του παλληκαριού, το δεύτερο μέρος πλημυρίζει με την αγωνία για την τύχη της σορού του. Οι Ατρείδες δεν αρκούνται ότι σκότωσαν με τη στάση τους έναν αγνό ήρωα, αλλά δεν θέλουν να τον αφήσουν να ταφεί και ορίζουν να αφεθεί το άψυχο κορμί του Αίαντα στην ακροθαλασσιά να τον φάνε τα θαλασσοπούλια, να τον καταπιεί η αρμύρα και να τον κατασπαράξει των ανθρώπων η λήθη.
Παρεμβαίνει ο Οδυσσέας ο οποίος είτε γιατί είναι λογικός, είτε γιατί φοβάται, από αυτά που βλέπει για τις βουλές και τις στροφές της μοίρας, ζητά να ταφεί ο Αίας όπως του αρμόζει. Ύβριν διαπράττουν ο Μενέλαος και ο Αγαμέμνων γιατί απαγορεύουν την ταφή του ήρωα. Ο Αίας αναζητεί το εύτεθνηκέναι για το πόθο της αρετής και γιατί αρνείται των Ατρειδών το βάναυσο κατεστημένο. Ο Αίας ένας ήρωας που ανέβηκε στο άρμα της μοναξιάς και δεν κατέβηκε παρά μόνο για να βυθίσει στα πλευρά του το σπαθί που θα τον λυτρώσει από τον πόνο της ντροπής. Μόνος ήταν ο ήρωας,όταν έλεγε στον πατέρα του ότι δεν έχει ανάγκη την προστασία των θεών για να πολεμήσει γενναία, μόνος όταν παραμέρισε την Αθηνά και την προέτρεψε να πάει αλλού, άλλους Αχαιούς για να συνδράμει, γιατί ανδρείος όπως ήταν, δεν είχε ανάγκη τη θεϊκή επικουρία, μόνος ήταν κι απέναντι στον θάνατο, σαν ήλιος ολόφωτος, σαν βουνό πανύψηλο, σαν αμόλυντος ουρανός.
Ο σκηνοθέτης Αργύρης Ξάφης σημειώνει, «η θεατρική διαδικασία είναι μεν μια επίπονη –προσωπικά- διαδικασία (αφού απαιτεί να σκάψεις σε πολύ δικές σου περιοχές για να υπάρχεις» που όμως ζει και αναπτύσσεται μέσα σε ένα προστατευτικό, τρυφερό, με ενσυναίσθηση και φροντίδα προς τον άλλο, περιβάλλον. Οι παραστάσεις πρέπει να οδηγούν τον θεατή προς το όριό του, ώστε να συνειδητοποιήσει την πλάνη στην οποία βρίσκεται και να συγκινηθεί, να κινηθεί με τους άλλους θεατές προς το να την ανατρέψει και βγει από αυτήν».
Στην «παγωμένη» παράσταση του Αργύρη Ξάφη ρυθμιστικό και καθοριστικό ρόλο παίζει η απόφαση του σκηνοθέτη να απεικονίσει το δεύτερο μέρος του έργου πρώτα και να ολοκληρώσει την παράσταση με το πρώτο. Πόσο δημιουργικά μπορεί να λειτουργήσει μια τόσο σημαντική παρέμβαση σε ένα έργο πλήρες, ολοκληρωμένο και συμπαγές; Συνιστά ολοκληρωμένη σύλληψη και πρόταση μια τόσο δραματική απόφαση και επέμβαση στην πρώτο από τα σωζόμενα έργα του Σοφοκλή; Υπάρχουν αρκετά ευρήματα στην παράσταση που έχουν ενδιαφέρον, αλλά τα πάντα μετριούνται, ζυγίζονται και ορίζονται από την καθοριστική αυτή σύλληψη.
Μέσα στην ασάφεια του εγχειρήματος, ο χορός χάνει το ρόλο και την καθαρότητά του, κάποιες φορές χάνονται και ολόκληρακομμάτια μέσα στην αναμπουμπούλα την ακαταστασία και τον βόμβο.Τα σκηνικά της Μαρίας Πανουργιά χαρακτηρίζονται από το τολ το οποίο πότε γινόταν στρατιωτική σκηνή, πότε το χασάπικο στο οποίο στοίβαζε τα σφάγια του ο αλλοπαρμένος Αίας και πότε η σκηνή του σαλεμένου ήρωα, ο νάιλον μουσαμάς του όμως, πάνω στη σκηνή φθήνυνε την ιδέα και εξαΰλωνε το εύρημα.
Η Εύη Σαουλίδου ως Τέκμησσα, κατορθώνει να ξεχωρίσει μέσα από την αταξία και την ασυναρτησία του χορού και να αρθρώσει με διαύγεια τον σπαραγμό της για τον αγαπημένο της Αίαντα και για την σκληρή ζωή που περιμένει αυτήν και τον γιο της. Ο Γιάννης Νταλιάννης ως Μενέλαος και ο Αγαμέμνονας του Νίκου Χατζόπουλου καταφέρνουν να σκιαγραφήσουν δυο κυνικούς ηγεμόνες βυθισμένους στον φθόνο, το μίσος και την ποταπότητα. Ο Δημήτρης Ήμελλος ανασύρει την σκωπτική πλευρά του Οδυσσέα και ακροπατώντας ανάμεσα στην ανηθικότητα, τον ωφελιμισμό και την πανουργία, περνά στην απέναντι πλευρά, προτείνοντας ένα κόσμο συμβιβασμών, υπολογισμών και κάποιου τύπου αναγκαίας συνεννόησης και μίνιμουμ συναντίληψης.Ο Χρίστος Στυλιανού, μεταφέρει τον πόνο και την απελπισία του απελπισμένου αδελφού, με ευκρίνεια και ένταση. Η Αθηνά της Δέσποινας Κούρτη μοιάζει με καλικάτζαρο που βάλθηκε να τρελάνει με τα τερτίπια της τους πάντες γύρω της, εναρμονισμένη μόνο με τους στόχους και τις επιθυμίες του αγαπημένου της Οδυσσέα.
Ο Αίας περιγράφεται από τον Σοφοκλή σαν γίγαντας ευρύστερνος και μεις τον φανταζόμαστε ανάλογα, να γεμίζει τον χώρο με το μέγεθος του και την αντρειοσύνη του, με την κορμοστασιά του και την αξιοσύνη του, ο ΣτάθηςΣταμουλακάτος παλεύει με το μέγεθος του ήρωα, η πρώτη εμφάνισή του είναι εντυπωσιακή, κάτω από τους φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου, αλλά όσο περνά η παράσταση μειώνεται, χάνεται, σβήνει και δεν τον σώζει το εντυπωσιακό σάλτο όταν ρίχνεται στο όρθιο σπαθί του, τον θάνατο και τον αφανισμό.
Εν κατακλείδι στην παράσταση της Επιδαύρου, υπήρχαν ενδιαφέροντα ευρήματα, όμορφες στιγμές που δεν συναντήθηκαν με μια ολοκληρωμένη σκηνοθετική πρόταση και τα καλά στοιχεία της παράστασης, αλώθηκαν από τις άτυχες επιλογές και τις ανολοκλήρωτες επινοήσεις αδικώντας την προσπάθεια. Αλλά και το ίδιο το έργο επιβεβαιώνει και τα λόγια του Βολταίρου και την εντυπωσιακή αυτοκτονία του Αίαντα.
«Θ’ αφήσουμε αυτόν τον κόσμο ακριβώς έτσι όπως τον βρήκαμε: ανόητο, άδικο και κακό».