Ας ησυχάσουμε στη μετεκλογική ηρεμία, πριν αρχίσει η προεκλογική νέα μας περιπέτεια, «συνομιλώντας» με τους χάρτινους ήρωες που πάντα μας έδιναν χαρά, ευχαρίστηση και κάμποση ξεγνοιασιά. Αυτή τη φορά θέμα μας είναι ο Τιραμόλα. Ο φοβερός αυτός χάρτινος ήρωας από καουτσούκ που όταν χρειαζόταν έδενε εχθρούς κι αντιπάλους, τους ακινητοποιούσε και τους παρέδιδε στη δικαιοσύνη. Ας προσέξουν και οι πολιτικοί μας, μέρες που είναι, γιατί ο λαός τον οποίο συχνά πυκνά επικαλούνται, μεταμορφώνεται ενίοτε σετιμωρό, «ακινητοποιεί» αυτούς που χρησιμοποιούν τον τοξικό-επιθετικό λαϊκισμό, την εχθροπάθεια,τα παμπάλαια τσιτάτα, τους τεμπέλικους εξυπνακισμούς, τους τραμπουκισμούς και το ψάρεμα στον βούρκο του φασισμού,τους δένουν κόμπο και τους παραδίδουν στη χλεύη της Ιστορίας.
Χάρτινοι ήρωες
Τιραμόλα και το φιδάκι
Είχαν πιάσει τα πρώτα κρύα. Το φθινόπωρο είχε διατρέξει τη ραχοκοκαλιά της Β Κ 3 σαν χάδι, ήρθαν οι πρώτες βροχές και ο ‘γείτονας’ έπαψε να καταβρέχει το χωματόδρομο, εμφανιζόταν μόνο κάτι ηλιόλουστα Κυριακάτικα πρωινά με την καρέκλα του από κόντρα-πλακέ μέχρι να γίνει το κοκκινιστό της κυρά – Γεωργίας.
Ξεφύλλιζα τον καινούργιο μου Τιραμόλα με τίτλο «Ο γενναίος και το φίδι». Είχε θέμα του τις ξεγνοιασιές των διακοπών και τα μπάνια στις θάλασσες και το είχα διαλέξει χάριν του καλοκαιριού που είχε «ταξιδέψει» πίσω από τις πρόσφατες φθινοπωρινές βροχές και τις πρώτες δροσιές του Οκτωβρίου.
Ο Τιραμόλα κι ο Ατσίδας βρίσκονται για διακοπές στο νησί του Ήλιου και απολαμβάνουν την Αυγουστιάτικη θάλασσα.
-Πέτα τη μπάλα δυνατά Ατσίδα. Φωνάζει ο Τιραμόλα στο φίλο του, πέτα τη όσο πιο δυνατά μπορείς. Ο Τιραμόλα σηκώνεται από τη θάλασσα και πετά με δύναμη τη μπάλα προς τον Ατσίδα αυτή αναπηδά μπροστά από τον φίλο του και σκάει στο κεφάλι κάποιου λουόμενου, ο οποίος άρχισε να διαμαρτύρεται εντόνως…
-Ωχ το κεφάλι μου. Ντροπή. Ποιος βλάκας την έριξε; Τώρα θα σου δείξω εγώ, είπε και κινήθηκε εναντίον του Ατσίδα.
-Βοήθεια, αυτός θέλει να με φάει, Τιραμόλα.
-Καλά έρχομαι, είπε ο Τιραμόλα και κινήθηκε προς τους αντιδικούντες.
-Ααα, ούρλιαξε και ένας άλλος λουόμενος.
-Τι είναι αυτή η κραυγή, ρωτά απορημένος ο Τιραμόλα γιατί φωνάζετε έτσι;
Πίσω του ξεπροβάλει ένα τεράστιο θαλάσσιο ερπετό.
-Θεέ μου ένα τέρας, φωνάζει πανικόβλητος κάποιος και κινείται προς την στεριά.
-Επιτρέψτε μου να σας διορθώσω είναι ένα τεράστιο φίδι, λέει ο Τιραμόλα εντυπωσιασμένος από το μέγεθος του φιδιού.
-Γκασπ, λιποθυμώ, ψιθυρίζει ξεψυχισμένα κάποιος.
Ο Τιραμόλα μεταμορφώνεται σε βαρκάκι και μάλιστα με μηχανή και φωνάζει,
-Ανεβείτε γρήγορα να φτάσουμε σύντομα στην ακτή.
Σε λίγο αποβιβάζει τον φίλο του και τον λουόμενο στην στεριά.
-Σωθήκαμε, λέει ανακουφισμένος ο Ατσίδας. Από τη σιγουριά της ακτής ο Τιραμόλα και οι φίλοι του παρακολουθούν το τέρας να κολυμπά εντυπωσιακό και τρομαχτικό.
-Αυτός ο φίδαρος μπορεί να τρομάξει κι άλλους, σκέφτεται ο Τιραμόλα.
-Δε θέλω ούτε να τον βλέπω θα φύγω από το νησί, είπε φοβισμένος ο γνωστός τους.
-Θα έχει μήκος πάνω από 30 μέτρα, διαπιστώνει ο Τιραμόλα.
-Καλύτερα να γυρίσουμε στο ξενοδοχείο, προτείνει ο Ατσίδας.
-Μια στιγμή το φίδι βούτηξε, λέει ο Τιραμόλα και πράγματι το φίδι με μια εντυπωσιακή βουτιά χάθηκε στα νερά σηκώνοντας ένα μεγαλόπρεπο κύμα.
Άφησα παράμερα τον Τιραμόλα και ανασηκώθηκα, πήγα στο παράθυρο και μέριασα την κουρτίνα.
Απέναντι και δεξιά, από το σπίτι μας, είχε νοικιάσει η αδελφή του πατέρα μου. Ήταν μεγάλη οικογένεια και γέμισε το δρομάκι ζωή. Ο ξάδερφος, ο Παρασκευάς, λίγο μεγαλύτερος από μένα και η αδελφή του η Νίκη λίγο μικρότερη μου, ήταν η μαγιά για μια παρέα που έσπρωχνε αγόγγυστα τις ώρες μου. Αλλά και η αδελφή μου είχε δικαιωματικά τη θέση της πια στην παρέα της γειτονιάς, μετά την αθέλητη συμπαράσταση που μου προσέφερε κατά τη δύσκολη περίοδο της προσαρμογής μου στην Β Κ 3. Εξ άλλου το ξύδι δεν το έλεγε τσίδι, ούτε το περίπτερο, περίστερο, όπως η Νίκη η ξαδέρφη μας που ήταν και μεγαλύτερη της.
Στο μπακάλικο μετά βίας κρατούσα τα γέλια μου όταν έλεγα στον νωθρό και γερασμένο κύριο πίσω από τον πάγκο.
– Ένα πακέτο μακαρόνια, μισό κιλό φακές και ένα μπουκάλι τσσσ..ύδι. Η αδερφή μου που χάζευε, τα μικροπράγματα του μπακάλικου, μ’ άκουσε κι έσκασε στα γέλια, εγώ συγκρατήθηκα, επανέλαβα την παραγγελία γιατί δεν την είχε ακούσει ο μπακάλης, αφού τη έλεγα μέσα από πνιχτό γέλιο και ξεράθηκα στα χάχανα. Μέσα στα γέλια της άκουσα την αδελφή μου να μου λέει,
-Άντε τέλειωνε μετά θα πάμε στο περιστεράκι…
Ο πρώτος καιρός στην Τέρψη και η αναγκαστική συμβίωση, μας είχε δώσει κάποιους κοινούς κώδικες, αν και οι διαμάχες είχαν μεγαλώσει και οι κατακεφαλιές είχαν αποκτήσει πολύ πλούσιο ρεπερτόριο. Ήμουν μεγαλύτερος και δυνατότερος, αλλά δεν είχα την επιμονή της και την επιδεξιότητα της, στις διεκδικήσεις μας που ήταν μόνιμες, τουλάχιστον όταν ήμασταν μόνοι μας και όταν κάποιος τρίτος δεν ήταν αντικείμενο χλευασμού.
Φύγαμε από το μπακάλικο, με τα μακαρόνια, τις φακές, το ξύδι και ένα παστέλι. Ο μπακάλης τα σημείωσε σ΄ ένα βιβλιαράκι που παίρναμε μαζί μας πάντα, όταν πηγαίναμε στο μαγαζί του. Το παστέλι δεν το είχε παραγγείλει η μάνα μας, αλλά η λιγούρα μας, με την ελπίδα ότι θα διέφευγε της προσοχής της όταν θα πήγαινε να πληρώσει.
Ο φρεσκοβρεγμένος χωματόδρομος γυάλιζε στο φως του πρωινού ήλιου. Ένα γυφτάκι με γυμνά πόδια τσαλαβουτούσε στη μεγάλη λούμπα που σχηματιζόταν στη μέση του δρόμου και άρχισε να τρέχει όταν τον ξάφνιασε ο κουρέας φωνάζοντας του.
-Ρέιι, τι κάνεις εκεί; Αυτό χοροπήδησε από την τρομάρα του κι έτρεξε μερικά μέτρα. Χαμογελούσε ο κουρέας με το πείραγμά του. Το γυφτάκι μετά το πρώτο ξάφνιασμα κατάλαβε ότι δεν συνέβαινε τίποτα και πισωπατώντας απομακρυνόταν βγάζοντας τη γλώσσα του και κουνώντας τα χέρια του προς το μέρος του. Μαράθηκε το χαμόγελο του κουρέα όταν είδε τις χειρονομίες, αλλά νιώθοντας την αδυναμία του, μουρμούρισε.
-Σου, παρ’ ο διάολος τον πατέρα, κι άρπαξε την «Πελοπόννησο» να τη ξεφυλλίσει.
Αν και δεν το συνήθιζα, για να υπογραμμίσω τη διαφορά μου με το γυφτάκι, χαιρέτησα τον κουρέα και μάλιστα με λέξεις καθαρές και ολόκληρες.
-Καλημέρα κύριε Μήτσο.
-Καλημέρα παιδί μου, είπε μετά το πρώτο ξάφνιασμα ο κουρέας και συνέχιζε συγχυσμένος, χωρίς να διαβάζει, να ξεφυλλίζει την εφημερίδα.
Όλη αυτή την ώρα, αγκαλιά με τα ψώνια προσπαθούσα να κόψω το αμαρτωλό παστέλι, αλλά τα φορτωμένα χέρια δεν μ’ άφηναν. Η αδελφή μου ούτε καν πρόσεξε τη σκηνή με το γυφτάκι, είχε καρφώσει τα μάτια στα χέρια μου και ανυπομονούσε να πάρει το μερίδιο της. Είδε που δεν τα κατάφερνα και είπε.
-Κράτα το με το ένα χέρι και θα το κόψω εγώ. Κούνησα το κεφάλι συμφωνώντας κι’ έπιασα το παστέλι με το δεξί. Μετά από προσπάθεια κατάφερε να το κόψει και την είδα να βάζει στο στόμα ένα δυσανάλογο μερίδιο, σε σχέση με το παστέλι μας. Το δικό μου ήταν πολύ μικρότερο.
-Δεν κοβόταν αλλιώς, είπε και απομακρύνθηκε γρήγορα μασουλώντας το κομμάτι της.
-Τι λες, κοίτα τι μου άφησες φώναζα και την ακολούθησα μήπως και την μεταπείσω. Είχε ήδη φάει το μισό και απειλούσε το υπόλοιπο.
-Σου είπα δεν κοβότανε αλλιώς, μου απάντησε τελευταία φορά και τάχυνε ακόμα περισσότερο το βήμα της.
Με έπνιγε το άδικο, με το πακέτο τα μακαρόνια που κρατούσα στο δεξί, της κατάφερα μια στο κεφάλι. Το πακέτο άνοιξε και τα μισά μακαρόνια χύθηκαν στις λάσπες. Έμεινα από πάνω τους να κοιτάω πότε τα πεσμένα μακαρόνια πότε τα υπόλοιπα στο χέρι μου. Στο αριστερό το μικρό κομμάτι από το παστέλι ανέγγιχτο.
-Να, βλαμμένο, είδες τι έκανες; Μου είπε και πήγα να σκάσω.
Εκείνο που περισσότερο με απέλπιζε ήταν ότι θα έπρεπε να την καλοπιάσω κι από πάνω, για να μην πει την αλήθεια στη μάνα μας.
Μάζευα σιγά – σιγά τα μακαρόνια που δεν είχαν λασπωθεί και με μεγάλη προσπάθεια έβαλα κάποια πίσω στο πακέτο.
Η πίκρα του παστελιού μου έκαιγε τη γλώσσα και τα μάτια.
Η αδερφή μου πάνω από το κεφάλι μου αποτελείωνε το μερίδιο της και με μπουκωμένο στόμα φώναζε.
-Τι κάνεις εκεί, ρε, μακαρόνια από τις λάσπες θα φάμε;
Συνέχιζα να μαζεύω μακαρόνια, μέχρι που κάπως γέμισε το πακέτο και εξαντλήθηκαν τα σχετικά καθαρά.
-Δεν είσαι εντάξει της είπα, με ύφος παραπονιάρικο, ενώ ήθελα να την πνίξω στη λιμνούλα με τα λασπόνερα. Αλλά δεν πειράζει, συνέχισα, την άλλη φορά σου είχα φάει τη σοκολάτα σου. Η αδερφή μου είχε ξεχάσει το παστέλι κι ασχολιόταν με τα μακαρόνια.
-Δηλαδή δεν θα το πεις στη μαμά και θα φάμε τέτοια μακαρόνια; είπε.
-Γιατί, μωρέ, τι έχουν αποκρίθηκα, καθαρίζοντας λίγη λασπίτσα, από ένα που προεξείχε.
Βάδιζα αργά γιατί έπρεπε να σκεφτώ τι θα πω στη μάνα μου και πως θα πείσω την αδερφή μου να πει τα ίδια.
-Α..να πάρτο το κομμάτι μου, δεν το θέλω, της είπα υποκρινόμενος αδιαφορία, για να περισώσω τα υπολείμματα αξιοπρέπειας που μου είχαν απομείνει. Καθώς μετά τη μικρή έκπληξη που πήρε έσκυβε να πάρει το παστέλι μου, το αποτράβηξα σαν από παραπάτημα και μαλακά της είπα.
-Όμως δεν θα πεις τίποτα στη μαμά, εντάξει;
Πήρε το παστέλι και το έκαμε μια χαψιά, κάτι απάντησε μέσα από το μπουκωμένο της στόμα, αλλά δεν κατάλαβα ακριβώς τι, όμως το βρήκα μεγάλη εξαθλίωση να ξαναρωτήσω και προχωρήσαμε, μασουλώντας αυτή το παστέλι κι εγώ την ανησυχία μου.
Στο σπίτι δεν ήταν κανείς, άφησα τα ψώνια στο τραπέζι και βγήκα κάπως ανακουφισμένος στο στενό. Δεν μου πήγαινε καρδιά να χω την αδερφή μου μαζί, μετά από αυτά που μου έκανε. Έτσι γλίστρησα στο δρόμο μόνος, αφήνοντάς την στην αυλή, να με περιμένει.
Πήρα και τον Τιραμόλα μαζί μου μια και τέτοια ώρα δύσκολα θα έβρισκα παρέα στη γειτονιά και στρώθηκα στο περβάζι και φυλλομετρούσα αυτά που είχα διαβάσει μέχρι που έφτασα στο σημείο που είχα μείνει.
-Εξ αιτίας του φιδιού, δεν θα τολμήσει κανείς να κολυμπήσει, έλεγε ο Τιραμόλα στον Ατσίδα.
Πράγματι στο ξενοδοχείο «Μπέλα Βίστα» υπήρχε μεγάλη αναστάτωση. Πολλοί παραθεριστές τρομαγμένοι από την εμφάνιση του τεράστιου φιδιού, έκλειναν τον λογαριασμό τους στο ξενοδοχείο και αναχωρούσαν.
-Πρώτη φορά φοβήθηκα τόσο, περιέγραφε ο λουόμενος τον φόβο του στη γυναίκα του.
-Να φύγουμε απόψε κιόλας, πρότεινε εκείνη. Ο δε ξενοδόχος βρισκόταν στα όρια του πανικού.
-Αφού φεύγουν οι πελάτες θα μείνω χωρίς δουλειά και θα φαλιρίσω, παραπονιόταν στον Τιραμόλα.
-Μην κάνετε έτσι, προσπαθεί να τον παρηγορήσει ο Τιραμόλα, και απευθυνόμενος στον Ατσίδα, συνέχισε, ο υπηρέτης μου κι εγώ θα παραμείνουμε.
-Μάλιστα, απαντά μάλλον ανόρεχτα ο Ατσίδας.
-Θα έδινα πολλά χρήματα σ’ αυτόν που θα κανε το φίδι να μην ξαναεμφανιστεί, λέει ο ξενοδόχος.
-Χρήματα, αναφωνεί ο Τιραμόλα.
-Ναι, ένα εκατομμύριο και 3 μήνες δωρεάν διαμονή στο ξενοδοχείο μου, ολοκλήρωσε ο ξενοδόχο.
-Γιούπι, έλαμψε το πρόσωπο του Τιραμόλα και άρχισε να κάνει σχέδια.
Η κυρά Φωφώ ερχόταν από το φούρνο, με δυο – τρεις φραντζόλες ψωμί.Έκλεισα το περιοδικό και το έβαλα στην κωλότσεπη, για να απολαύσω την άφιξη της γειτόνισσας. Τη μία φραντζόλα η κυρία Φωφώ τη χρειαζόταν για τη διαδρομή από το φούρνο μέχρι το σπίτι. Μασούλαγε πάντα κάτι, ότι ώρα και να την έβλεπα, αφού μερικές φορές σκεφτόμουν ότι μπορεί να ήταν τικ και να κουνούσε τα σαγόνια της από συνήθεια. Πάντως τώρα που την έβλεπα κούναγε τα σαγόνια για να μασήσει ένα τεράστιο κομμάτι ψωμί και πριν το καταπιεί ήδη είχε κόψει με το ελεύθερο χέρι το επόμενο. Περπατούσε σαν παπί, πατώντας το δεξί πόδι μετατοπιζόταν όλο το κοντόχοντρο κορμί της μαζί, πατώντας στο αριστερό γινόταν πάλι ολόκληρη μανούβρα για να βρεθεί στην αριστερή πλευρά. Πίσω της, στη στροφή φάνηκε ο Παρασκευάς και ενώ η κυρά Φωφώ πάλευε τόση ώρα να διασχίσει το δρομάκι, ο Παρασκευάς την προσπέρασε πριν φτάσει σπίτι της και ήρθε και σταμάτησε μπροστά μου.
-Τι κάνεις εδώ, ρε, δε πήγες σχολείο; ρώτησε.
-Είμαι απογευματινός ρε μάπα, του αποκρίθηκα και σηκώθηκα, η κυρά-Φωφώ έφτασε δίπλα μας και ψάχνοντας τα κλειδιά στη ρόμπα της είπε.
-Τι κάνουν τα παιδιά;
-Καλά, απαντήσαμε μ’ ένα στόμα.
-Πάει η φραντζόλα, είπε σιγανά ο ξάδερφος και πνίξαμε τα γέλια μας, ενώ η κυρά Φωφώ έπαιρνε στροφή για να μπορέσει να χωρέσει στη στενή έτσι κι αλλιώς, πόρτα του σπιτιού της. Μας κοίταζε και καταλάβαινε ότι λέμε γι αυτή, έκλεισε τη πόρτα με πάταγο.
-Πάμε σπίτι, είπε ξεκινώντας κιόλας. Χωρίς ν’ απαντήσω τον ακολούθησα. Άνοιξε τη ξύλινη πόρτα, μπήκαμε και μου ήρθε η γνωστή μυρωδιά αυτού του σπιτιού, ένα μίγμα λαδομπογιάς και μαγειρεμένου κρέατος ανάκατη.
Είχαν μετακομίσει εδώ και καιρό σ΄ αυτό το σπίτι, αλλά έμοιαζε σαν μόλις τώρα να είχαν ξεφορτώσει τα πράγματα. Στην αρχή νόμιζα ότι θα τα ταχτοποιούσαν σιγά – σιγά, αλλά εγώ τέλειωσα κάνα δυο τάξεις του Δημοτικού κι αυτά έμεναν έτσι. Στο τέλος τα συνήθισα αταχτοποίητα.Ο Παρασκευάς κάτι ψαχούλευε στο μισάνοικτο ψυγείο, έβγαλε ένα κουτί μεγάλο πάστα Κύκνος και προτείνοντάς το, μου είπε.
-Θέλεις; και χωρίς να περιμένει απάντηση, κατευθύνθηκε στο τραπέζι.
-Τι είναι αυτό; ρώτησα
-Τι είναι, τι είναι, πάστα είναι, στραβός είσαι, θέλεις; δεν απαντούσα περίμενα να δω τι θα κάνει. Πήρε μια φέτα ψωμί κι άπλωσε μια καλή στρώση πάστας πάνω του. Η πρώτη δαγκωνιά γέμισε το στόμα του ένα γύρω πάστα. Μου φάνηκε αηδιαστικό, πείναγα, αλλά μου κόπηκε η όρεξη.
Η αυλή του σπιτιού μεγαλύτερη από τη δική μας και χωμάτινη με μια συκιά στην άκρη, ήταν η χαρά μου σ΄ αυτό το σπίτι. Μου άρεσε πιο πολύ γιατί ποτέ δεν ήταν συμμαζεμένη κι έβρισκες διάφορα πράγματα εκεί μέσα από στρώματα και σουμιέδες μέχρι ρόδες κι ελατήρια. Στον τοίχο είχαν σχεδιάσει ένα τέρμα ποδοσφαίρου και ανάμεσα στα δοκάρια ένα τεράστιο μαύρο τριφύλλι.
Ο Παρασκευάς μ’ έβαζε τερματοφύλακα και σούταρε τις περισσότερες φορές με επιτυχία. Ζήλευα που μπορούσε να στέλνει τη μπάλα όπου ήθελε και δεν κλώτσαγε με το μίτο του παπουτσιού, αλλά με το πλάι. Μου είχε φάει πολλές ώρες η προσπάθεια να τον μιμηθώ, έβαζα την αδελφή μου τερματοφύλακα και προσπαθούσα κι εγώ, αλλά αυτή συνήθως βαριόταν νωρίς και μ’ εγκατέλειπε να κλωτσάω μόνος πάνω στο τοίχο χωρίς σκοπό.
Είχε στήσει τη μπάλα και εγώ ήμουν έτοιμος να αποκρούσω, κρατούσε τη φέτα με την πάστα στο δεξί, πήρε φόρα, σταμάτησε και κοίταξε σαν να είδε κάτι.
-Τι είναι τούτο; είπε, πλησίασα και είδα κάτι να κουνιέται.
-Ρε μαλάκα, φίδι είναι, είπα και πισωπάτησα.
-Άντε ρε, σκορτσέρα είναι και κλώτσησε μέσα στα σύρματα. Η σκορτσέρα χάθηκε πίσω από τα πεταμένα πράματα.
-Αν ήταν μεγάλη και την πιάναμε, θα φτιάχναμε ωραίο φιδάκι, είπε δαγκώνοντας μια από το ψωμί του.
-Τι θα φτιάχναμε; επανέλαβα.
-Φιδάκι, δεν ξέρεις το φιδάκι;
-Πέστο, ρε, τι είναι;
-Πρέπει να είναι βράδυ για να στο δείξω, είπε.
-Καλά πες το τώρα τι είναι και μου το δείχνεις το βράδυ καλύτερα, τον παρακάλεσα, αυτός μπουκωμένος μου έδειξε με τα μάτια όχι κι όταν κατάπιε είπε.
-Το βράδυ θα στο δείξω.
-Τι μαλάκας είσαι εσύ, ρε. Δεν απάντησε έφαγε την τελευταία του μπουκιά τίναξε τα χέρια του από τα ψίχουλα και πήρε την μπάλα.
-Έλα κάτσε, είπε. Αλλά μου είχε κοπεί η όρεξη.
-Πρέπει να φύγω θα πάω σχολείο, είπα και βγήκα στο δρόμο διασχίζοντας το σπίτι και κουβαλώντας τη μυρωδιά του.
Ο ήλιος μπαινόβγαινε πίσω από τα πυκνά σύννεφα και το δρομάκι θα μούσκευε πάλι πριν προλάβει να στεγνώσει.
Ακούστηκε από το σπίτι του ‘γείτονα’ το σήμα του ραδιοφωνικού σταθμού, ώρα Ελλάδος 13 δεύτερο πρόγραμμα, δελτίο ειδήσεων, η ενημέρωση των ξένων μας.
Άνοιξα την πόρτα να μπω κι άκουσα τη μάνα μου, ενώ συνεχιζόταν η ενημέρωση των ξένων μας κι από το δικό μας ράδιο.
Για να αποφύγω τις εξηγήσεις πήγα στο τελευταίο δωμάτιο και άνοιξα τον Τιραμόλα. Βρήκα τους ήρωες μου να ετοιμάζονται να βουτήξουν για να βρουν το φίδι. Το άλλο πρωί έγραφε στο πάνω μέρος της βινιέτας.
-Κουράγιο, πρέπει να πάρουμε την αμοιβή είπε ο Τιραμόλα στον Ατσίδα ο οποίος φορούσε μάσκα και στολή υποβρύχιου ψαρέματος.
-Βέβαια, αμοιβή ή θάνατος απάντησε κάπως άστοχα εκείνος.
-Εδώ είναι βαθιά βάλε τη μάσκα σου είπε ο Τιραμόλα στον Ατσίδα.
-Δε θέλω να… κάτι προσπάθησε να πει εκείνος, αλλά ο Τιραμόλα τον βύθισε στο νερό λέγοντάς του.
-Κάνε βουτιά φοβητσιάρη, είπε και οι δυο τους κατέβηκαν στον βυθό. Ο Ατσίδας σκεφτόταν πως αν έβγαινε ζωντανός θα έφευγε από τη δούλεψη του Τιραμόλα. Εκείνος σκεφτόταν
-Ελπίζω να μη μου φάει το συνεργάτη. Για μένα δεν φοβάμαι. Τα θαλάσσια φίδια μισούν το καουτσούκ, άρα δεν έχω κανέναν κίνδυνο.
-Σαν καουτσούκ έγιναν, λασπώσανε, στο πα κλείσε το μάτι. Με διέκοψαν οι διαμαρτυρίες της μάνας μου στον πατέρα μου, που είχε ξεχάσει τα μακαρόνια και έβραζαν του καλού καιρού.
Τα ‘χα ξεχάσει τα μακαρόνια και μου τα θύμισαν οι λέξεις της μάνα μου, το λασπώσανε που άκουσα έκανε τη καρδιά μου να χοροπηδάει από φόβο για το μπερντάχι που θ’ ακολουθούσε και από θυμό για την αδερφή μου που της τα είπε. Έκανα να βγω πάλι από το σπίτι, αλλά με δυο πιάτα στα χέρια, περνώντας για το μεσιανό δωμάτιο η μάνα μου με είδε και φώναξε.
-Έλα πήγε μιάμιση η ώρα, κάτσε να φας. Απόρησα που δεν είπε τίποτα για τα λασπωμένα μακαρόνια και δειλά πήρα τη θέση μου στο τραπέζι. Ήξερα ότι το είχε συνήθειο να μη βαράει πριν τελειώσει το φαγητό και ξεροκατάπινα τα μακαρόνια φοβούμενος για το τι θα μπορούσε να επακολουθήσει. Η αδελφή μου ξένοιαστη, ρούφαγε δίπλα μου τα μακαρόνια της, χωρίς να καταλαβαίνει τα νοήματα μου που ρωτούσαν αν είπε τίποτα, όταν οι άλλοι δεν μας πρόσεχαν. Δεν καταλάβαινε τι ρωτούσα και ησύχασα λίγο, το είχε ξεχάσει σκέφτηκα. Ήταν από τις λίγες φορές που έφαγα όλα μου τα μακαρόνια. Φοβόμουν ότι όλη την ώρα με παρατηρούσε η μάνα μου, για να βρει στοιχεία, που θα με πρόδιδαν. Τελειώσαμε το φαγητό και δεν συνέβη απολύτως τίποτα.
Στο λίγο χρόνο που είχα μέχρι να φύγω για το σχολείο, πρόλαβα να προσφαίσω λίγο από τον Τιραμόλα μου.
Βυθίζονταν κι άλλο μέχρι που ο Τιραμόλα γουρλώνοντας τα μάτια είπε.
-Το φίδι και απομακρύνθηκαν. Σε λίγο τους πλησίασαν μερικά πλάσματα του βυθού οι Τρίτωνες όπως τους αποκάλεσε ο Τιραμόλα και τους είπαν.
-Ελάτε γρήγορα σ’ αυτή τη σπηλιά, εκεί το φίδι δεν θα μπορέσει να μας βρει. Κατάφεραν όλοι να τρυπώσουν σώοι και αβλαβείς στη σπηλιά.
-Ούφ ξεφύγαμε, είπε ανακουφισμένος ο Τιραμόλα.
-Ξεφύγαμε άνθρωποι της γης είπε ο ένας Τρίτωνας.
-Το φίδι είναι πολύ θυμωμένο μέχρι χθες ήταν ένα αξιοπρεπές φίδι, η καλοσύνη του έφτανε στα όρια της βλακείας. Αγρίεψε όμως και έγινε επικίνδυνο από τότε που του χάλασε ένα δόντι, γι αυτό χθες βγήκε αγριεμένο στην επιφάνεια.
-Σάπιο δόντι; αναρωτήθηκε ο Τιραμόλα.
-Ακριβώς, είπε ο Τρίτωνας, αν βρίσκαμε κάποιον να του το βγάλει, το φίδι θα ημέρευε πάλι. Ο Τιραμόλα στράφηκε προς τον Ατσίδα.
-Θα βγάλεις το χαλασμένο δόντι του φιδιού ξέρεις από αυτά εσύ, θα κάνεις τη δουλειά σου κι όλα θα γίνουν μια χαρά, θα πάρουμε και την αμοιβή και όλοι θα είμαστε ευχαριστημένοι.
Ακούστηκε η φωνή της μάνας μου από το βάθος να με καλεί και να συμπληρώνει ότι έχω αργήσει για το σχολείο.
Στο δρόμο για το σχολείο, σκεφτόμουν ότι τελικά τα λασπωμένα μακαρόνια, δεν είχαν και πολύ διαφορετική γεύση από τ’ άλλα.
Έστριψα γρήγορα από τον τσιμεντόδρομο στη Β Κ 3, το φιδάκι δεν μου είχε φύγει από το μυαλό κι έκανε τις ώρες στο σχολείο να μην περνούν με τίποτα. Είχε ήδη νυχτώσει και το κρύο έμπαινε από το πανωφόρι μου. Από το μεσημέρι είχε βρέξει δυο – τρεις φορές και κατά σύμπτωση στα διαλείμματα. Σ’ όλα τα σπίτια ήταν αναμμένα τα φώτα και κλειστά τα παντζούρια. Στο δρομάκι μόνο δυο γάτες κυνηγήθηκαν και χάθηκαν στο οικόπεδο δίπλα από το σπίτι μου.
Άφησα βιαστικά την τσάντα μου και βγήκα, από πίσω ακολούθησε η αδελφή μου. Όταν γύριζα από το σχολείο μετά από τόσες ώρες μοναξιάς με γυρόφερνε. Κλείνοντας την πόρτα, μαγκώθηκε στην κλειδαριά η φωνή της μάνα μου.
-Μην αργήστε κάνει κρύο έξω.
Κτύπησα με το μπρούτζινο χεράκι που κρεμόταν για κουδούνι στη ξύλινη πόρτα των ξαδερφιών μου. Η Νίκη έβγαλε το κεφάλι της πίσω από το κρύσταλλο
-Μέσα είναι ο Παρασκευάς, την ρώτησα απότομα από φόβο μήπως έχει ξεχάσει την υπόσχεσή του κι έχει φύγει.
-Ελάτε φτιάχνουμε φιδάκι, είπε κι άνοιξε την πόρτα.
Στο τραπέζι της κουζίνας που ήταν αμάζευτο από το μεσημέρι, ανάμεσα στα μισοτελειωμένα πιάτα και τα ποτήρια ήταν ένα μεγάλο μαύρο κουρέλι σα φίδι.
-Νίκη φέρε την κουβαρίστρα, τη μαύρη ε… Είπε ο Παρασκευάς αφού μας έριξε μια ματιά.
Έξω το κρύο δυνάμωνε όσο περνούσε η ώρα. Είχαμε σταθεί στο σκαλοπάτι της εξώπορτας και για να μην μας πάρουνε χαμπάρι μιλούσαμε σιγανά.
-Θα πας με τη Νίκη, να το στήσετε, είπε ο Παρασκευάς ξετυλίγοντας την κουβαρίστρα.
-Πώς να το στήσουμε δηλαδή, ρώτησα.
-Πάμε ξέρω εγώ, είπε η Νίκη και πήρε το φιδάκι.
Διασχίσαμε το στενό της Β Κ 3 και φτάσαμε στη γωνία με τον τσιμεντόδρομο. Η Νίκη κοιτούσε αριστερά – δεξιά κι εγώ τη Νίκη.
Αφού σιγουρεύτηκε ότι δεν έρχεται κανείς, έχωσε το φιδάκι στον υπόνομο από την άλλη πλευρά του τσιμεντόδρομου και τρέχοντας ξεκίνησε για τη βάση μας, ακολούθησα ξοπίσω της.
Θες το τρέξιμο, θες η αγωνία και το ενδιαφέρον, δεν καταλάβαινα καθόλου το κρύο που μαζί με την υγρασία τύλιγαν τη νύχτα.
Ένιωθα λίγο σαν τον Ατσίδα ο οποίος θα έπρεπε να μπει στο στόμα του φιδιού και ως οδοντίατρος να αφαιρέσει το χαλασμένο δόντι του φιδιού το οποίο έκανε τον καλοκάγαθο όφη εξαγριωμένο τέρας. Στην προσπάθειά του να πείσει τον Ατσίδα ο Τιραμόλα του έλεγε,
-Εγώ θα αναλάβω να ακινητοποιήσω το τέρας και εσύ θα μπεις στο στόμα του και τσακ..
-Θα μπω στο στόμα του και τσακ θα με κάνει μια μπουκιά, απάντησε τρομαγμένος ο Ατσίδας.
-Μη φοβάσαι, άνθρωπε της Γης, θα σου χρωστάμε ευγνωμοσύνη του είπε ο «άνθρωπος του βυθού» ο Τρίτωνας δηλαδή και συμπλήρωσε ο Τιραμόλα.
-Θα πάρεις και την αμοιβή.
Αφού το σκέφτηκε για λίγο ο Ατσίδας τελικά πείστηκε και ετοιμάστηκε με τη στολή κατάδυσης ν’ ακολουθήσει τον Τιραμόλα, ο οποίος δεν είχε ανάγκη από τέτοιους εξοπλισμούς. Καθώς ετοιμαζόταν ο Τιραμόλα να βουτήξει είπε στον Ατσίδα.
-Θα τον ακινητοποιήσω, μόλις τα καταφέρεις και του βγάλεις το δόντι, θα το αφήσω και θα φύγω.
-Ο θεός να σας βοηθήσει κύριε, τον αποχαιρέτησε ο Ατσίδας.
Ο Τιραμόλα μόλις εντόπισε το τέρας έγινε όσο πιο μακρύς μπορούσε και σαν τεράστιο σχοινί έδεσε το φίδι.
-Τώρα δεν μπορείς να κουνηθείς, σκέφτηκε ο Τιραμόλα. Άνοιξε το στόμα του φιδιού και είπε στον Ατσίδα
-Γρήγορα το κρατάω γερά, μπες στο στόμα και βγάλε το δόντι.
-Μάλιστα κύριε είπε ο Ατσίδας και μπήκε μέσα στο στόμα καθώς βρήκε το χαλασμένο δόντι σκέφτηκε ο οδοντίατρος φίλος μας, πρέπει να πονά πολύ με αυτό το παλιόδοντο. Αφού το αφαίρεσε το έδειξε στον Τιραμόλα.
-Μπράβο του είπε εκείνος τώρα φύγε, για να αφήσω το φίδι.
Άφησε το φίδι ο Τιραμόλα κι εκείνο έδειχνε ανακουφισμένο. Μάλιστα κινήθηκε προς τον Ατσίδα ο οποίος τρόμαξε, αλλά το φίδι ήθελε μόνο να τον ευχαριστήσει και του έκανε αγάπες. Οι Τρίτωνες ενθουσιάστηκαν με το αποτέλεσμα και υποσχέθηκαν ότι δεν θα αφήσουν το φίδι να βγει στην επιφάνεια και να φοβίζει τον κόσμο. Μετά από όλα αυτά όλα βρήκαν την ισορροπία τους και στον βυθό και στη στεριά.
Εδώ όμως εμείς είχαμε χάσει κάθε ισορροπία. Ήμασταν μέσα στην αναμονή και την αγωνία. Είχαμε στριμωχτεί και οι τέσσερις στο ανοιχτό φύλλο της πόρτας με τα μάτια καρφωμένα στον τσιμεντόδρομο. Μετά από λίγο πέρασε ένας ποδηλάτης, αμέριμνος με αργές πεταλιές και το ‘να χέρι στη τσέπη του σακακιού του.
-Έρχεται είπαμε και οι τρεις μ’ ένα στόμα, ο Παρασκευάς άρχισε να τραβάει την κλωστή σιγά – σιγά, με τη γλώσσα ανάμεσα στα δόντια, έμοιαζε με ψαρά που προσεκτικά τραβούσε την πετονιά για να βάλει το ψάρι στο χέρι.
Ο ποδηλάτης τράβηξε μια δυο πεταλιές, μόλις είδε το κουρέλι μπροστά του τρόμαξε, έγειρε το ποδήλατο, πήγε να πέσει, πρόλαβε έβγαλε το χέρι από τη τσέπη, ξαναβρήκε την ισορροπία του, κάτι είπε που δεν το ακούσαμε και απομακρύνθηκε κοιτώντας το φιδάκι που ερχόταν κατά το μέρος μας. Το γέλιο όταν για κάποιους λόγους μου απαγορευόταν, δεν μπορούσα να το συγκρατήσω και το συνωμοτικό του πράγματος, εδώ μέσ’ τη νύχτα, έκανε τη κοιλιά μου να πονά και τα μάτια μου να δακρύζουν από την προσπάθεια να μην τραντάξω τη ΒΚ3 με χάχανα. Αλλά και οι υπόλοιποι με κόπο συγκρατιόντουσαν, εκτός από τον Παρασκευά που ετοιμαζόταν ήδη για το δεύτερο γύρο.
-Θα πάω εγώ τώρα, είπα μέσ’ από πνιχτά γέλια, πήρα το φιδάκι και κίνησα.
Ήμασταν πάλι έτοιμοι με το φιδάκι στη θέση του και περιμέναμε. Η λάμπα της ΔΕΗ πρόδιδε τους περαστικούς. Η σκιά τους έφτανε πιο γρήγορα από τους ίδιους στη στροφή και μας προετοίμαζε.
Μια γυναίκα βάδιζε, χωρίς να προσέξει καν το φιδάκι που πέρασε ανάμεσα στα πόδια της.
Τροχάδην πήγα και πέρασα το φιδάκι πάλι στη σχάρα της αποχέτευσης . Τα μάγουλα μου είχαν ανάψει από το πέρα δώθε και την ένταση, πήρα πάλι τη θέση μου στο σκαλοπάτι.
Μια περίεργη φιγούρα ζωγράφιζε η λάμπα στη διασταύρωση, απορημένοι ετοιμαστήκαμε. Στη γωνία εμφανίστηκε ένας μεσόκοπος άντρας με μια κοφίνα στο κεφάλι κρατώντας την από τα δυο χερούλια με τα χέρια στην ανάταση. Ο Παρασκευάς άρχισε σιγά – σιγά να τραβάει, είδαμε το φιδάκι να βγαίνει από τον οχετό και να κινείται στη μέση του δρόμου, ο άνθρωπος βάδιζε στη μέση του δρόμου παραπάτησε του έπεσε το καλάθι χύθηκαν κάτι πράγματα από την καλάθα.
-Γ… το Χριστό σας, γ… την Παναγία σας ακούστηκε, σιγά – σιγά είχαμε μπει προς το σπίτι τραβώντας.
Ξεπρόβαλλα από την ξύλινη πόρτα και τον είδα να ξαναβάζει τη καλάθα στο κεφάλι και να χάνεται στη στροφή, ρίχνοντας άλλη μια Χριστοπαναγία. Μου φάνηκε κάπως άγρια αυτή η περίπτωση και είπα να πάει η Νίκη να στήσει το φιδάκι, εκείνη δεν αρνήθηκε.
Θα μπορούσαν ν’ ακολουθήσουν το φιδάκι και να μας βρουν, αλλά μάλλον ντρέπονταν για το πάθημα τους κι έδιναν τόπο στην οργή.
Αυτή τη φορά δεν περιμέναμε πολύ, εμφανίστηκε ένας κοντόχοντρος γέρος, στο δεξί κρατούσε ένα μπαστούνι και φορούσε καπέλο. Ο Παρασκευάς ξεκίνησε να τραβά, ο γέρος σταμάτησε κάνα δυο μέτρα μακριά από το φιδάκι μας και το κοιτούσε. Εμείς τραβώντας μπαίναμε στο σπίτι και ο γέρος κοίταζε καλά – καλά με το μπαστούνι ανασηκωμένο. Τραβώντας φτάσαμε μέχρι τη κουζίνα.
Ο Παρασκευάς που συνέχιζε να μαζεύει τη κλωστή, στο μισοσκόταδο μου ψιθύρισε σαν να φώναζε.
-Ρε μαλάκα, τράβα να δεις τι έγινε.
Προσεκτικά μην τσακιστώ πουθενά, προχώρησα στο διάδρομο ψηλαφώντας με τα χέρια μου τον τοίχο. Καθυστέρησα λίγο στη πόρτα που υπήρχε για τη κρεβατοκάμαρα, μέχρι να βρω τη συνέχεια του τοίχου. Έφτασα και με προσοχή άνοιγα αργά την εξώπορτα, πρόβαλα πίσω από τη κόχη της για να δω τη διασταύρωση. Μόλις μερικά εκατοστά από το πρόσωπο μου, είδα την αξύριστη φάτσα του γέρου με γουρλωμένα μάτια να με κοιτάει. Πάτησα μια φωνή, που ακούστηκε σ΄ όλη τη γειτονιά κι αυτόματα έκλεισα την πόρτα με πάταγο πίσω μου.
Η καρδιά μου από την τρομάρα που είχα πάρει, πήγε να σπάσει.