Το βιβλίο τείνει να γίνει μονάδα μέτρησης ποιότητας και σοβαρότητας του προγράμματος του κάθε καναλιού, είτε σαν πρωτογενές προϊόν, σε εκπομπές με θέμα το βιβλίο και τους δημιουργούς του, είτε σαν βάση σεναρίων για τη δημιουργία σίριαλ, τηλεταινιών κι άλλων τηλεοπτικών προγραμμάτων.
Όταν ετοιμάζεται μια τηλεοπτική παραγωγή βασισμένη σε κάποιο βιβλίο όλοι οι συντελεστές αλλάζουν ‘’συχνότητα’’. Οι πάντες αντιλαμβάνονται, ότι πρέπει να ‘’βάλουν τα καλά τους’’, να δώσουν τον καλύτερό τους εαυτό, από την παραγωγή μέχρι και τον τελευταίο βοηθό και το τελευταίο σκριπτ.
Πριν απ’ όλους ο τηλεοπτικός σταθμός ο οποίος θα προβάλει τη σειρά, γνωρίζει ότι θα πρέπει να δώσει αρκετά χρήματα για να έχει ένα αξιοπρεπές αποτέλεσμα το οποίο θα είναι η αιχμή για να κερδίσει κάποιους πόντους στις εξουθενωτικές μετρήσεις, αλλά κυρίως θα του προσδώσει κύρος, αίγλη και σοβαρότητα στο τηλεοπτικό παιχνίδι και στο αδηφάγο κοινό.
Μετά η παραγωγός εταιρεία που καταλαβαίνει ότι πρέπει δώσει χρόνο και χρήμα στους συντελεστές για να ικανοποιήσουν τους στόχους ενός τέτοιου εγχειρήματος.
Αλλά και το καλλιτεχνικό επιτελείο σκηνοθέτες, ηθοποιοί, φωτιστές, μοντέρ, επιμελητές ρούχων, ντεκόρ, μακιγιέρ και όλοι οι υπόλοιποι κάνουν μια ανομολόγητη σύμβαση που λέει ότι, εδώ πρέπει να δουλέψουμε σοβαρά και με σεβασμό. Κάπως έτσι θα μπήκαν στο χορό, στα πλατό, στα χωριά και θα πήραν τα βουνά της Κρήτης και οι συντελεστές του ‘’Σασμού’’.
«Πάρε την κοπελιά μας και αλαργέψετε αμέσως από την Κρήτη. Δεν θα αργήσει να γίνει κι άλλο κακό. Φύγετε…» Μια μάνα μαζί με την κόρη της, εν μία νυκτί, εξαφανίζονται από προσώπου γης. Ένα κλειδί μένει κρεμασμένο στην πρόκα του τοίχου και μια μαντινάδα στέκει ατελείωτη.
Όρη και θάλασσες, τραγούδια και κατάρες, οργή και χάδι. Μέσα στις αντιθέσεις της φωτιάς, οι άνθρωποι χτίζουν τα όνειρά τους. Ωστόσο, η θέληση και το πάθος δεν αρκούν.
Τα πάντα μπορούν να ανατραπούν ακαριαία. Ένας κύκλος αίματος συνεχίζεται και η παλιά βεντέτα, σαν εφιάλτης, σκορπά τον τρόμο ανάμεσα σε δυο χωριά της Κρήτης.
Οι λέξεις ποτέ δεν είχαν αρκετή δύναμη για να περιγράψουν τόσο ακραία συναισθήματα. Τι θα μπορούσε να επιφέρει τη συμφιλίωση, τον πολυπόθητο Σασμό; (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.) Από την σειρά εποχής Άγριες Μέλισσες κοιτώντας προς τα πίσω στη χρυσή δεκαετία του ’90 θα βρούμε το <<Νησί>> βασισμένο στο βιβλίο της Βικτόρι Χίσλοπ θα βρεθούμε στο ξέφωτο με την Πρόβα Νυφικού, το Τρίτο Στεφάνι και την Αγάπη που άργησε μια μέρα.
Ψάχνοντας θα φτάσουμε στην υποδειγματική μεταφορά του μυθιστορήματος του Μ. Καραγάτση Το Δέκα σε σκηνοθεσία της Πηγής Δημητρακοπούλου, με σπάνιες ερμηνείες, με την ατμοσφαιρική μουσική (Ελένη Καραΐνδρου) το οποίο ήταν ένα τηλεοπτικό προϊόν υψηλής αισθητικής και μοναδικό στο είδος του.
Σασμός λοιπόν, είναι η νέα σειρά του Alfa βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Σπύρου Πετρουλάκη. Όμορφες περιγραφές που απλώνουν τα δεσμά στον υπομονετικό αναγνώστη και χρώματα, ακούσματα, μυρωδιές, ήχοι τον ταξιδεύουν στης Κρήτης τα κρυμμένα μυστικά. Χαρακτήρες ολοκληρωμένοι με λεπτομέρειες που τους προσδίδουν αυθεντικότητα και ρεαλισμό. Γοργή πλοκή με ανατροπές και γεγονότα που κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον σε όλη τη διάρκεια του βιβλίου.
Κατ’ αρχάς να πούμε ότι η σειρά κινείται σε καλό επίπεδο παραγωγής, ικανοποιητικό καλλιτεχνικής διεύθυνσης και πιστεύουμε ότι για την πολύπαθη τηλεόρασή μας τέτοιες παραγωγές βοηθούν να ξεκολλήσουμε από τον βάλτο των ριάλιτι, και των ανόητων τηλεοπτικών προγραμμάτων. Χαιρόμαστε ακόμα περισσότερο όταν σειρές όπως ο ‘’Σασμός’’ βασίζονται σε βιβλία, έχουν δηλαδή μια καλή σεναριακή βάση.
Ο ‘’Σασμός’’ όπως σχεδόν όλες οι καθημερινές σειρές ψάχνει εναγωνίως για χρόνο. Έτσι παρατηρούμε το σενάριο να είναι χαλαρό και να υπάρχουν ανούσιες σκηνές που δεν προωθούν ούτε την ανέλιξη της ιστορίας, ούτε την ολοκλήρωση των χαρακτήρων, ούτε τη δράση και την ανάπτυξη της υπόθεσης. Κάποιες σκηνές θα μπορούσαν να λείπουν ολόκληρες, κάποιες άλλες θα έπρεπε να είναι πιο μαζεμένες και κάποιες άλλες πιο περιεκτικές. Οι περισσότερες ερωτικές σκηνές είναι αμήχανες και τις αποτελειώνει το χωρίς πυξίδα μοντάζ. Πολλές σκηνές ολοκληρώνονται πριν πέσει το ψαλίδι του μοντέρ κι έτσι παρατηρούμε, ενώ έχουμε κατά βάση καλές ερμηνείες από την πλειονότητα των
ηθοποιών, χάριν της απεγνωσμένης αναζήτησης χρόνου να υπάρχουν ουρές πλάνων και να μένουν οι ηθοποιοί μετέωροι, αμήχανοι και εκτεθειμένοι. Αλλά αυτή την αγωνία ανεύρεσης χρόνου λίγο πολύ τη συναντούμε σχεδόν σε όλες τις καθημερινές σειρές. Οι πιεστικοί χρόνοι των γυρισμάτων είναι αυτοί που απαιτούν τα εξωτερικά γυρίσματα να είναι κατά βάση ντάλα μεσημέρι. Έτσι βλέπουμε ελάχιστες σκηνές γυρισμένες το πρωί ή το απόγευμα που έχει βάλει ο Θεούλης το χεράκι του και είναι τα πράγματα, τα τοπία, τα πρόσωπα ακόμα και τα βλέμματα να είναι πιο ήμερα, πιο γλυκά, πιο όμορφα.
Παρά τις ευγενείς προσπάθειες, η πίεση του ζητούμενου χρόνου είναι εμφανής σε όλες τις παραμέτρους της σειράς. Οι συντελεστές δεν αξιοποιούν την στέρεα δομημένη ιστορία, έτσι κι αλλιώς η ιστορία του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας έχει ειπωθεί χιλιάδες φορές και θα ειπωθεί άλλες τόσες ακόμα, για τη δημιουργία ατμόσφαιρας η οποία θα συνοδεύει τη σειρά μέχρι το τέλος της και θα παρασύρει τις αισθήσεις, το θυμικό μας, το συναίσθημα και τη βούλησή μας να δούμε όλη τη σειρά.
Ο χρόνος και οι πρόβες φαίνεται ότι λείπουν και στους πολύ καλούς ηθοποιούς, οι σκηνές του Αυγουστίδη με την Χριστίνα Χειλά Φαμέλη είναι πειστικές όταν δεν τραβούν σε διάρκεια περισσότερο από ότι πρέπει και περισσότερο από αυτά που έχουν να ‘’πουν’’. Να υπογραμμίσουμε την εξαίρετη Όλγα Δαμάνη στο ρόλο της γιαγιάς, στης οποίας το πρόσωπο γράφονται όλα όσα έχουν υπομείνει οι οικογένειες στο πέρασμα των χρόνων, καθώς και την λεπτεπίλεπτη και εύθραυστη Μαρίνα Βρουλάκη της Μαρίας Πρωτόπαππα , όπως και την έντονη παρουσία του Δημήτρη Λάλου και την καρτερική εμφάνιση του Δημήτρη Ήμελλου.
Οι ερμηνείες σε κάθε περίπτωση συγκαταλέγονται στα θετικά του ‘’Σασμού’’ και κάθε νέα άφιξη, Στέλιος Μάινας, Γιώτα Φέστα, Γιώργος Γεροντιδάκης ενσωματώνεται γρήγορα στο σύνολο και αρμονικά στα καινούργια επεισόδια της σειράς. Μόνο που δραματουργικά στη β’ σεζόν του «Σασμού» υπάρχει κάποια στατικότατα, δεν συμβαίνουν καινούργια πράγματα, οι χώροι δράσης παραμένουν λίγο πολύ ίδιοι και η ανέλιξη της ιστορίας σιγά – σιγά βαλτώνει. Σ’ αυτή τη σεζόν έχει δημιουργηθεί μια ενοχλητική ακινησία κι έτσι τα πράγματα ανακυκλώνονται και επαναλαμβάνονται με κίνδυνο να χαθεί η προσμονή και το ενδιαφέρον και η αδιαφορία στην τηλεόραση δεν συγχωρείται από τα μηχανάκια και τις μετρήσεις είναι κάτι σαν το προπατορικό της αμάρτημα. Η αδιαφορία όμως έτσι κι αλλιώς είναι μια βαθιά ανησυχητική κατάσταση για τα πάντα γύρω μας κι όπως έγραφε ο Αρκτίνος,
ο Αρχαίος Έλληνας επικός ποιητής «Η απόλαυση σταματά εκεί που αρχίζει η αδιαφορία» κι αυτό πρέπει να το γνωρίζουν καλά και οι δημιουργοί και οι τηλεθεατές αλλά κυρίως οι πολίτες, γι αυτό έχουμε κάθε λόγο να βρισκόμαστε όσον το δυνατόν μακριά από τους βάλτους της αδιαφορίας και της επανάληψης.