Ο άνθρωπος καθώς μεγαλώνει φορά ένα εφαρμοστό ρούχο, μέσα από το δέρμα του, που όσο περνούν τα χρόνια δεν παίρνει τη μορφή του σώματος που το φορά, αλλά είναι αυτό που δίνει σχήμα και μορφή στο σώμα, αυτό είναι το καθήκον. Το καθήκον μπορεί να είναι απαραίτητο στην εργασία, στις σχέσεις με την πολιτεία αλλά και στη χρήση των πρωτοκόλλων και των συμπεριφορών αλλά είναι προβληματικό για τις ανθρώπινες σχέσεις, προσβλητικό για τις ζωές των ανθρώπων και αφόρητα καταπιεστικό για τις ελεύθερες προσωπικότητες.
Συν τω χρόνω διαπιστώνουμε με έκπληξη, τρόμο και απελπισία ότι διαμορφωνόμαστε όχι από αυτά που επιθυμούμε και σκεφτόμαστε αλλά από αυτά που είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε υπακούοντας στους νόμους και τις επιταγές του αδηφάγου, άπληστου και λαίμαργου καθήκοντος.
-Έχω χαθεί, ψιθυρίζει η Νταϊάνα και αντιλαμβάνονται όλοι ότι εννοεί κάτι περισσότερο από τους δρομίσκους της βρετανικής επαρχίας. Βρισκόμαστε στην καρδιά κάποιων χριστουγεννιάτικων γιορτών τις δεκαετίας του ’90. Η Νταϊάνα όπως συνήθιζε έχει καθυστερήσει να προσέλθει στη συνάντηση της οικογένειας στο παλάτι του Σάντρινγκχαμ. Η κάμερα την παρακολουθεί να προσπαθεί να βρει άκρη στους επαρχιακούς δρόμους του κάστρου και στα προσωπικά της αδιέξοδα.
Την ταινία δεν την απασχολούν οι βασιλικές ίντριγκες τα κουτσομπολιά οι αλλοτριωμένες σχέσεις της οικογένειας, τα σκάνδαλα και οι στεγνές ανοησίες των πρωτοκόλλων του παλατιού. Το σενάριο με αφορμή το χριστουγεννιάτικο εορταστικό τριήμερο θέλει να βυθιστεί στη δυστυχία μιας γυναίκας η οποία πνίγεται από αυτά που είναι υποχρεωμένη να κάνει μέσα σε ένα εχθρικό περιβάλλον, να ζυγίσει την απελπισία ενός νέου ανθρώπου που πρέπει να εγκαταλείψει ότι του δίνει χαρά και ευτυχία και είναι αναγκασμένο να ζει μέσα σε μια δηλητηριώδη ατμόσφαιρα, να πλησιάσει την απόγνωση της Νταϊάνα που ζει μακριά από κάθε θαλπωρή, στοργή και αγάπη. Μεγάλος σύμμαχος σε αυτή την προσπάθεια και πρωτεργάτης είναι η ΚρίστενΣτιούαρτ, η οποία αφού προσπεράσει με άνεση όλες τις ευκολίες μιμητισμού και επανάληψης καταδύεται στην ουσία του προσώπου που υποδύεται, βγάζοντας στην επιφάνεια την ευαίσθητη, εύθραυστη, ατίθαση και ελεύθερη Νταϊάνα. “Το σώμα σου πρέπει να κάνει πράγματα που μισεί για το καλό της πατρίδας”, λέει κάποια στιγμή ο Κάρολος απευθυνόμενος στην Νταϊάνα. Αυτή η φράση ίπταται ως απαρέγκλιτος κανόνας αλλά και ως απειλή από την αρχή μέχρι το τέλος της ταινίας, δημιουργώντας μια παράλογα ασφυκτική, ανυπόφορα καταπιεστική και αφόρητα αποπνικτική ατμόσφαιρα. Μέσα σ’ αυτήν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα η Νταϊάνα αγωνίζεται να επιβιώσει, χωρίς να χάσει τελείως τον έλεγχο της ζωής της και παλεύει να μην την μεταμορφώσουν σε ένα ακόμα πιόνι του ατέλειωτου στρατού της βασιλικής οικογένειας που θα πράττει χωρίς να σκέφτεται και θα ενεργεί χωρίς να αισθάνεται. Όλα αναπτύσσονται μέσα στους δαιδαλώδεις διαδρόμους του ανακτόρου και στις αχανείς εκτάσεις της μοναξιάς της πριγκίπισσας, όλα ξετυλίγονται στις ομιχλώδεις πεδιάδες γύρω από το παλάτι και στα άγονα χωράφια της ψυχικής και πνευματικής αποξένωσης της Νταϊάνα.
Καταφύγιο και άγκυρες στη ασφυκτική ζωή της είναι οι δυο γιοί της ο Γουίλιαμ και ο Χάρι. Η τρυφερότητα, η συναισθηματική ειλικρίνεια και η βαθιά αγάπη που αναπτύσσει με τα δυο αγόρια, είναι αυτά που μπορούν να ημερέψουν τις άγριες μέρες της, να ελαφρύνουν το ασήκωτο βάρος της βασιλικής πίεσης και να ομορφύνουν μια ζωή καλουπωμένη ανάμεσα σε υποχρεώσεις και συμβιβασμούς.
Η ταινία του Χιλιανού σκηνοθέτη Πάμπλο Λαραΐν(“Νερούδα”, “Jackie”), δεν φιλοδοξεί να είναι ένα ντοκουμέντο για τη ζωή και τα πάθη της θλιμμένης πριγκίπισσας, δεν θέλει να αναλωθεί σε ιστορικές αναζητήσεις και την ακρίβεια των γεγονότων της εποχής, αλλά και δεν σκοπεύει να αναλωθεί σε κουτσομπολίστικες φτήνιες και σε γνωστά και άγνωστα ανέκδοτα γύρω από τη ζωή της. Δίνει τίτλο στη σινε-βιογραφία του, το επώνυμο της Νταϊάνα και αυτή η στέρεη απόφαση γίνεται και καλλιτεχνική πυξίδα για να προσεγγίσει έναν μύθο που γεννήθηκε στις παρυφές μιας βασανισμένης και ακρωτηριασμένης ζωής.Ο Λαραΐν σιγά σιγά εξυφαίνει ένα βραδύκαυστο, απειλητικό και ταυτόχρονα λαμπερό θρίλερ χωρίς ποτέ να χάνει από το οπτικό του πεδίο τα αδιέξοδα, τις αδυναμίες, την αποξένωση και τον πόνο ενός ανθρώπου αφημένου στα πλοκάμια ενός βλοσυρού περιβάλλοντος, και ενός αδηφάγου καθήκοντος.Η μουσική του ΤζόνιΓκρίνγουντ έρχεται να στηρίξει το όλο εγχείρημα και η φωτογραφία της Κλερ Ματόν να ολοκληρώσει τη δύσκολη αποστολή μιας σινε βιογραφίας για ένα πρόσωπο που ακόμα απασχολεί και συγκινεί την κοινή γνώμη. Αλλά η ταινία στηρίζεται πάνω απ’ όλα στην ερμηνεία ΚρίστενΣτιούαρτ η οποία με μια κίνηση του σώματος, ένα βλέμμα, ένα ανεπαίσθητο μειδίαμα, εισβάλει στην περίπλοκη προσωπικότητα της Νταϊάνα την ανασύρει και μας την προσφέρει χωρίς φτιασίδια, ωραιοποιήσεις και επιτηδεύσεις. Από τη στιγμή που συμβαίνει αυτό όλα πια γίνονται εύκολα στην ταινία και ο Πάμπλο Λαραΐν βρίσκει αφορμή, το υλικό και την δημιουργική ματιά, μέσα από αυτό το εορταστικό τριήμερο να μιλήσει για την ΝταϊάναΣπένσερ που βρήκε τη δύναμη και το κουράγιο να απαιτήσει τον σεβασμό, να αποκτήσει τη δική της ζωή και ν’ αναζητήσει την ζωογόνα ελευθερία της. Η πριγκίπισσα ζώντας μέσα στο καταπιεστικό περιβάλλον του παλατιού, θα ένιωσε βαθιά εντός της τα σοφά λόγια του Βούδα «Το μυστικό της ύπαρξης είναι να μη φοβάσαι. Ποτέ μη φοβάσαι τι θα απογίνεις, ποτέ μην εξαρτάσαι από κάποιον. Μόνο τη στιγμή που αρνείσαι κάθε βοήθεια γίνεσαι πραγματικά ελεύθερος».