«Ηλθαμε τέσσερις φίλοι στην Ελλάδα το 1992, οι δύο επέστρεψαν στο Μαρόκο. Ξεκίνησα με δουλειές στα χωράφια, αφού δεν χρειαζόταν να γνωρίζω ελληνικά. Εμενα με τους άλλους εποχικούς εργάτες σε μέρη που δεν ξέραμε, δεν θυμάμαι καν. Αλλά ήμουν νέος, με ένα sleeping bag στο χέρι και όπου ξημερώσει», θυμάται σήμερα ο 51χρονος Σιντί Μοχάμεντ Ζάκι, ο πρώτος ιμάμης του ισλαμικού τεμένους Αθηνών. Τα ελληνικά του είναι εξαιρετικά, έστω κι αν διακρίνεται ο αραβικός τόνος, έστω κι αν κάποιες φορές του έρχεται πιο εύκολα η γαλλική από την ελληνική λέξη – θυμάμαι να συνέβη αυτό στην κουβέντα μας με την curiosité, την «περιέργεια». Τα γαλλικά του άλλωστε είναι άπταιστα, όπως και τα αραβικά, είναι κάτοχος πτυχίου Φυσικομαθηματικών από πανεπιστήμιο στο Μαρόκο –«οι σπουδές μας ήταν στα γαλλικά», παρατηρεί– και πτυχιούχος Ισλαμικών Σπουδών από ακαδημία στη Σαουδική Αραβία.
«Εμεινα στη χώρα σας, είμαι Ελληνας πολίτης με καταγωγή από το Μαρόκο, έκανα οικογένεια, έχω παιδιά», λέει στην «Κ» απλά, χωρίς καμία ρητορική επιτήδευση. Η σύζυγός του είναι Μαροκινή, δουλεύει στη χώρα μας ως διερμηνέας. Εχουν τρία παιδιά – δύο γιους, ο πρώτος φοιτητής σε σχολή μηχανολόγων μηχανικών ηλεκτρονικών υπολογιστών, ο δεύτερος 13 ετών στο γυμνάσιο και μία πεντάχρονη κόρη στο νηπιαγωγείο. «Οταν πήρα τη θέση του ιμάμη, στις ειδήσεις είπαν πως έχω τέσσερα παιδιά. Η γυναίκα μου απείλησε να με χωρίσει, εκτός κι αν το τέταρτο ήταν πιο μεγάλο από τον μεγάλο μας γιο!», χαμογελάει.
«Εμεινα στη χώρα σας, είμαι Ελληνας πολίτης με καταγωγή από το Μαρόκο, έκανα οικογένεια, τα παιδιά μου μεγάλωσαν εδώ».
Είναι ιδιαίτερα χαμογελαστός, γλυκός άνθρωπος ο κ. Ζάκι, εκπέμπει ηρεμία στον λόγο του. Στην κουβέντα μας βέβαια οι παύσεις ήταν πιο μακρές και ο λόγος του πιο φορτισμένος όταν μιλούσε για τους γονείς του, τα αδέλφια του, το Μαρόκο, το ταξίδι της μετανάστευσης προς την Ευρώπη μέχρι να στεριώσει στην Ελλάδα, τους φίλους που πήραν άλλη ρότα. «Κατάγομαι από το Μεκνές, μια πόλη στο βόρειο Μαρόκο, αλλά έμενα στο Χεμισέρ, περίπου 80 χιλιόμετρα μακριά από το Ραμπάτ, την πρωτεύουσα. Στην οικογένεια δούλευε μόνο ο μπαμπάς και ως πρώτος γιος –έχω πέντε αδέλφια– ήθελα να βοηθήσω. Ζούσαμε με αξιοπρέπεια, δεν στερήθηκα τίποτε. Αλλά όταν τέλειωσα τις σπουδές μου είπα “μέχρις εδώ, δεν θα περιμένω πια από τον μπαμπά μου χαρτζιλίκι”. Επρεπε να κάνω κάτι για την οικογένεια. Οπότε αποφάσισα να μεταναστεύσω, να βρω δουλειά για να βοηθάω και την οικογένειά μου. Οι περισσότεροι συμπατριώτες μου πηγαίνουν Ιταλία, Γαλλία, Βέλγιο. Από το Μαρόκο ταξίδεψα στην Τυνησία γιατί ήταν πιο φθηνά τα εισιτήρια για Ιταλία, που τότε είχα επιλέξει γιατί είχα φίλους συμπατριώτες εκεί. Ομως τότε η Ιταλία ζητούσε βίζα, κάποιους τους είχαν γυρίσει πίσω στην Αφρική και έτσι αποφάσισα να αλλάξω διαδρομή. Πριν έλθω στην Ελλάδα πήγα στη Γαλλία και την Ισπανία. Αφού ήλθα στη χώρα σας, έκτοτε έχω ταξιδέψει στη Γερμανία και τη Νορβηγία», διηγείται.
Στην Ελλάδα περιηγήθηκε σε διάφορα μέρη για το μεροκάματο: Βόλο, Λάρισα, Αχαΐα, Σπάτα, εκεί όπου ζητούσαν χέρια για αγροτικές δουλειές. «Μια στιγμή αναλογίστηκα πως μεγαλώνω. Σήμερα μπορεί να αντέχω να είμαι στο βουνό, στα χωριά, αλλά δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτό. Ετσι ήλθα στην πρωτεύουσα, αρχικά στον Πειραιά, στα Καμίνια, μετά εγκαταστάθηκα στην Αθήνα. Ενας συμπατριώτης μου είπε ότι ξεκίνησε μια τέχνη, διακόσμηση εσωτερικών χώρων, και σκέφτηκα να τη μάθω κι εγώ. Ετσι ξεκίνησα μαζί του σε οικοδομικές εργασίες, ψευδοροφές, πλακάκια. Πήγε καλά η δουλειά και έφτιαξα μια μικρή επιχείρηση, είχα και προσωπικό.
Μετά ήλθε, το 2010, η οικονομική κρίση. Πλήρωνα ΤΕΒΕ χωρίς έσοδα, έκλεισα την επιχείρηση. Από το 2011 έως το 2015 στο Ταμείο Ανεργίας, έκανα ψιλομεροκάματα, μέχρι που έπιασα δουλειά στον Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης. Κατόπιν, από το 2020, εδώ. Ξεκινήσαμε Δευτέρα 2 Νοεμβρίου του 2020, το θυμάμαι σαν τώρα. Ηταν μια σημαντική μέρα για τη ζωή μου».
«Μας έχουν επισκεφθεί και ορθόδοξοι ιερείς»
Στην είσοδο του χώρου δεν υπάρχει κάποια ένδειξη που να υποδηλώνει ότι πίσω από τη σιδερένια πόρτα είναι ένα τέμενος: ένας τεράστιος υπαίθριος χώρος με κήπους, σιντριβάνι, παιδική χαρά, χώρους γραφείων και φυσικά ο χώρος προσευχής. «Το καλοκαίρι η πρώτη προσευχή γίνεται περί τις 4.30 τα ξημερώματα και η τελευταία λίγο μετά τις 10.30 το βράδυ. Τον χειμώνα ξεκινάμε λίγο μετά τις 5.30. Το ωράριο των προσευχών μέσα στην ημέρα εξαρτάται από την κίνηση του ήλιου. Ερχομαι για την πρωινή προσευχή, φεύγω λίγο μετά το μεσημέρι για να ξεκουραστώ λίγο και επιστρέφω το απόγευμα».
Το τέμενος έχει σε καθημερινή βάση πιστούς, αλλά μεγαλύτερη είναι η προσέλευση τις Παρασκευές. «Ερχονται από όλες τις μουσουλμανικές χώρες, από 3 ετών έως και 80. Η πλειονότητα είναι Πακιστανοί, Αιγύπτιοι, Μαροκινοί, Αλγερινοί, Αφγανοί, Ιρανοί, Τυνήσιοι. Κάθε Παρασκευή έχουμε κατά μέσον όρο περί τα 120 άτομα. Αλλά όταν η Παρασκευή συμπίπτει με αργία το τζαμί είναι γεμάτο και μερικοί προσεύχονται και στο προαύλιο. Και φυσικά γεμίζει στο ραμαζάνι και στη θυσία του Αβραάμ. Στο κήρυγμα δίνουμε συμβουλές πάνω σε θρησκευτικά ζητήματα, πώς πρέπει να συμπεριφέρεται ένας μουσουλμάνος, ποιες είναι οι σχέσεις μας με τις άλλες θρησκείες. Βέβαια, εκτός από το κήρυγμα πολλοί μου μιλούν για τη ζωή τους, τα προβλήματά τους, τα διλήμματα που έχουν, τις σκέψεις τους», λέει.
Η θητεία του Σιντί Μοχάμεντ Ζάκι στη θέση του ιμάμη έχει ολοκληρωθεί και μέσα στην επόμενη εβδομάδα θα εκδοθεί από το υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων η δημόσια πρόσκληση για τη θέση. Η απόφαση εκτιμάται ότι θα ανακοινωθεί μέσα στον Ιανουάριο. Ο κ. Ζάκι θα θέσει για δεύτερη φορά υποψηφιότητα. «Λόγω και των σπουδών μου παράλληλα με τη δουλειά μου, πήγαινα εθελοντικά σε τζαμιά και έκανα κηρύγματα. Ετσι, όταν λειτούργησε το τέμενος έθεσα υποψηφιότητα για τη θέση του ιμάμη γιατί ήθελα να δείξω στους Ελληνες τι είναι το Ισλάμ. Υπάρχουν μερικοί που δεν έχουν καλή εικόνα για το Ισλάμ. Το Ισλάμ δεν είναι μία χώρα, δεν πρέπει να το συνδέουμε με μία χώρα. Πρόκειται για μία θρησκεία με πιστεύω, αξίες, αρχές», παρατηρεί.
«Είστε δημοκράτες»
Δεν έχει ώς τώρα δεχθεί αντιδράσεις, πλην κάποιων μεμονωμένων. «Η λειτουργία του τεμένους είναι σημαντική για τους μουσουλμάνους, έχουν έναν οργανωμένο, προστατευμένο χώρο να ασκήσουν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Απορώ πώς η Ελλάδα διοργάνωσε το 2004 Ολυμπιακούς Αγώνες χωρίς τέμενος. Δεν λειτουργεί εμπρηστικά η παρουσία του τεμένους. Ισα ίσα, με συγχαίρουν. Θυμάμαι, μας έχουν επισκεφθεί και ορθόδοξοι Ελληνες ιερείς και έχουν ενθουσιαστεί», λέει, τονίζοντας: «Ο ελληνικός λαός αποφεύγει τις φασαρίες. Είναι έξυπνος λαός και δημοκράτης».
«Εχουμε πολλά κοινά»
«Οι Μαροκινοί και οι Ελληνες έχουμε πολλά κοινά χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα, δείτε πώς αισθανόμαστε και οι δύο λαοί με την οικογένεια. Εχουμε ψηλά τον παππού, τη γιαγιά, τον θείο, έχουμε ισχυρές οικογενειακές σχέσεις. Αυτό το έχουμε οι μουσουλμάνοι, οι Αραβες και το παρατηρώ και στους Ελληνες. Στις άλλες χώρες είναι πιο χαλαροί οι δεσμοί των μελών της οικογένειας. Επίσης, μοιάζουμε στη θερμότητα της υποδοχής των ανθρώπων. Ο Ελληνας και ο Αραβας ανοίγουν την αγκαλιά τους όταν υποδέχονται έναν ξένο», λέει ο κ. Ζάκι.
Μόνο δύο φορές εισέπραξε ρατσιστική συμπεριφορά στην Ελλάδα, δεν τις θεωρεί αξιομνημόνευτες. «Η συμπεριφορά μας ξεκινάει από το τι κουβαλάμε στο μυαλό μας. Οι μετανάστες δεν ξενιτεύτηκαν για να πάρουν το ψωμί κάποιων άλλων σε κάποια άλλη χώρα. Δεν συμβαίνει αυτό, το γνωρίζουν όλοι οι λαοί που έχουν ζήσει οικονομική κρίση, μετανάστευση. Είναι πολύ σκληρό να φύγει κάποιος από τη χώρα του και να αφήσει πίσω τις ρίζες του».