Σε μια περίοδο όπου η Ευρωπαϊκή Ένωση δείχνει να αφυπνίζεται αμυντικά, προωθώντας την στρατηγική της αυτονομία με όχημα την πρωτοβουλία ReArm Europe, η Ελλάδα υλοποιεί το πιο φιλόδοξο εξοπλιστικό πρόγραμμα των τελευταίων δεκαετιών. Το ερώτημα όμως που έχει τεθεί σε όλες αυτές τις εξελίξεις είναι ποιος θα είναι ο ρόλος της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας σε αυτή την ιστορική συγκυρία
Το ευρωπαϊκό πλάνο, που στοχεύει στην ενίσχυση της αμυντικής ετοιμότητας με χρηματοδοτήσεις που μπορεί να αγγίξουν τα 800 δισ. ευρώ, (650 από προϋπολογισμού και 150 από δάνεια) φέρνει στο προσκήνιο τη μεγάλη αλήθεια: Η εγχώρια αμυντική βιομηχανία δεν μπορεί να συνεχίσει να αγνοείται. Όπως επισημαίνουν εκπρόσωποι του κλάδου, δεν γίνεται η Ελλάδα να αγοράζει αμυντικά συστήματα αξίας δισεκατομμυρίων χωρίς να παράγει ούτε ένα γρανάζι από αυτά.
Μια βιομηχανία με υποδομές αλλά χωρίς εθνική πυξίδα
Σύμφωνα με τα στοιχεία που κατάφερε να συλλέξει και να δημοσιοποιήσει πρόσφατα ο Σύνδεσμος Ελλήνων Κατασκευαστών Αμυντικού Υλικού (ΣΕΚΠΥ) στο ελληνικό αμυντικό οικοσύστημα συμμετέχουν τουλάχιστον 400 οντότητες με περίπου 15.000 εργαζόμενους και τζίρο περίπου 1,5 δισ. ευρώ.
Με δεκάδες ιδιωτικές εταιρείες να δραστηριοποιούνται στον χώρο, η Ελλάδα διαθέτει κρίσιμη τεχνογνωσία, σύγχρονες υποδομές, αλλά και εξαγωγικό προφίλ. Όμως, στην πράξη, παραμένει στο περιθώριο των μεγάλων εξοπλιστικών αποφάσεων.
Είναι ενδεικτικό όμως ότι η συμμετοχή της εγχώριας αμυντική βιομηχανίας στις εξοπλιστικές προμήθειες των τελευταίων ετών περιορίστηκε σε μόλις 2-3%, παρότι οι συνολικές δαπάνες άγγιξαν τα 15 δισ. ευρώ.
Όπως δηλώνουν εκπρόσωποι του κλάδου, αυτό δεν είναι έλλειμμα δυνατοτήτων, αλλά έλλειμμα στρατηγικής: «Χρειαζόμαστε θεσμικό πλαίσιο, εθνικό σχεδιασμό και ενεργό στήριξη από το ΥΠΕΘΑ. Αλλιώς, η βιομηχανία μας θα συνεχίσει να βλέπει την ευκαιρία να περνά από μπροστά της».
Το ReArm Europe και οι νέοι κανόνες του παιχνιδιού
Η νέα Ευρωπαϊκή Στρατηγική για την Αμυντική Βιομηχανία (EDIS), που παρουσιάστηκε τον Μάρτιο 2024 από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, θέτει όμως για πρώτη φορά συγκεκριμένους στόχους:
-Τουλάχιστον 40% των εξοπλισμών να γίνονται μέσω κοινών ευρωπαϊκών προμηθειών.
-Έως το 2030, 50% των αμυντικών αγορών να προέρχονται από ευρωπαϊκές εταιρείες.
-Ενίσχυση ΜμΕ και νεοφυών επιχειρήσεων του τομέα.
-Δημιουργία ενός «European Defence Industrial Readiness Board» για τον συντονισμό των εθνικών πολιτικών.
Στο πλαίσιο αυτό, ανοίγεται μια μεγάλη ευκαιρία για την Ελλάδα μπορεί να ενισχύσει τον ρόλο της συμμετέχοντας ενεργά σε ευρωπαϊκές πλατφόρμες, συμπράξεις και διακρατικά προγράμματα. Αυτό προϋποθέτει, ωστόσο, να υπάρξει κεντρικός συντονισμός και ουσιαστική πολιτική βούληση.

Η ΕΕ προσφέρει πλέον χρηματοδοτήσεις, fast-track διαδικασίες και κοινά προγράμματα. Όμως, όπως σχολιάζουν άνθρωποι της αγοράς, αν δεν υπάρξει συγκροτημένο σχέδιο από την χώρα, τα κονδύλια θα καταλήξουν αλλού.
Το 12ετές εξοπλιστικό πρόγραμμα
Την ίδια στιγμή, το νέο Μακροπρόθεσμο Πρόγραμμα Αμυντικών Εξοπλισμών (ΜΠΑΕ) 2025 – 2037, που παρουσίασε πρόσφατα το ΥΠΕΘΑ και εγκρίθηκε τη περασμένη Τετάρτη από το ΚΥΣΕΑ, φιλοδοξεί να αναμορφώσει τις Ένοπλες Δυνάμεις. Προβλέπει 25 έως 28 δισ. ευρώ σε οπλικά συστήματα, τεχνολογίες και υποδομές, σε βάθος 12ετίας.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην αντιαεροπορική/αντιβαλλιστική άμυνα με τη συγκρότηση του Ελληνικού Θόλου ενώ αφορά και τα τρία σώματα Στρατό Ξηράς, Πολεμική Αεροπορία και Πολεμικό Ναυτικό.
Το κρίσιμο ερώτημα λοιπόν είναι αν και κατά πόσο η εγχώρια βιομηχανία θα εμπλακεί στην υλοποίηση αυτών των προγραμμάτων ή αν θα παραμείνει παρατηρητής, όπως συνέβη στα περισσότερα εξοπλιστικά της τελευταίας δεκαετίας.
Ευκαιρία για ένα νέο βιομηχανικό οικοσύστημα
Τόσο ο πρωθυπουργός όσο και υπουργός Εθνικής Άμυνας έχουν ήδη διατυπώσει πρόθεση για μεγαλύτερη εμπλοκή της εγχώριας παραγωγής τουλάχιστον κατά 25% και έχουν αναφέρει ότι το νέο ΜΠΑΕ «δεν μπορεί να υλοποιηθεί χωρίς τη συμβολή των ελληνικών εταιρειών». Είναι όμως αλήθεια ότι αυτή η πρόθεση πρέπει να μεταφραστεί και με θεσμικές αλλαγές, στόχους και δομές υποστήριξης. Κάτι που έχουν κάνει χώρες όπως το Ισραήλ και η Τουρκία που έχουν αναπτύξει ισχυρές αμυντικές βιομηχανίες.
Γιατί παρά την τεχνολογική πρόοδο και τις προσπάθειες πολλών ελληνικών εταιρειών η Ελλάδα, όπως λένε στελέχη του χώρου υπολείπεται σε ένα κρίσιμο σημείο: Δεν έχει εθνική στρατηγική για την αμυντική βιομηχανία. Δεν υπάρχει αυτόνομος θεσμός ή κρατικός φορέας που να συντονίζει, να υποστηρίζει και να προωθεί τα ελληνικά συμφέροντα στον ευρωπαϊκό σχεδιασμό.
Από το 2011 έχει καταργηθεί ακόμη και το νομοθετικό πλαίσιο που προέβλεπε την υποχρεωτική εγχώρια συμμετοχή σε προμήθειες άνω των 10 εκατ. ευρώ. Έκτοτε, η αμυντική βιομηχανία παλεύει μόνη της, χωρίς ορατότητα, χωρίς στήριξη, και κυρίως: χωρίς σαφή ρόλο στην εθνική άμυνα.
Γι’ αυτό και οι φορείς του κλάδου επισημαίνουν εδώ και πολύ καιρό ότι απαιτούνται συγκεκριμένα μέτρα άμεσα για να μπορέσει να αναπτυχθεί και να στηρίξει αποτελεσματικά την οικονομία και τις Ένοπλες Δυνάμεις και συγκεκριμένα:
–Επαναφορά ρήτρας εγχώριας συμμετοχής σε εξοπλιστικά προγράμματα και βιομηχανική επιστροφή 30% και 50% στο Follow on Support
-Δημιουργία κρατικής δομής με μορφή Ειδικής Γενικής Γραμματείας ή υφυπουργείου αμυντικής βιομηχανίας.
-Ενεργή στήριξη συμμετοχής στα ευρωπαϊκά προγράμματα όπως το EDF, το EDIRPA και το ReArm Europe.
-Κίνητρα για συνέργειες μεταξύ εταιρειών, ερευνητικών κέντρων και διεθνών παικτών.
Το διακύβευμα
Η ευρωπαϊκή πρωτοβουλία ReArm Europe ουσιαστικά έρχεται ως καταλύτης σε μια περίοδο που η Ελλάδα επανασχεδιάζει την στρατηγική της άμυνα. Αν οι δυο αυτές διαδικασίες ευθυγραμμιστούν, η χώρα μπορεί να μετατραπεί σε περιφερειακό κόμβο αμυντικής τεχνολογίας και παραγωγής και ήδη πολλές μεγάλες αμυντικές εταιρείες έχουν εκφράσει τη θέλησή τους να συνεργαστούν σε βάθος με ελληνικές εταιρείες.
Αν όχι, τότε η ευκαιρία για συμμετοχή στα 800 δισ. της ευρωπαϊκής άμυνας και στο ελληνικό εξοπλιστικό πρόγραμμα θα περάσει ξανά ανεκμετάλλευτη και η ελληνική αμυντική βιομηχανία θα συνεχίσει να εξαρτάται από εξωτερικούς προμηθευτές, χωρίς ρόλο και προοπτική.
