Στο επίκεντρο βρίσκεται το άρθρο 10 που εισάγει την άρση της αποκλειστικής απασχόλησης στο ΕΣΥ, δίνοντας τη δυνατότητα στους γιατρούς των νοσοκομείων να ασκούν και ιδιωτικό έργο. Οπως προκύπτει από τις τελευταίες πληροφορίες, το συγκεκριμένο άρθρο βρίσκεται πλέον και στο κυβερνητικό μικροσκόπιο, με πηγές να αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο τροποποιήσεων και αλλαγών, σε μια προσπάθεια να καμφθεί το κύμα των αντιδράσεων και να επιτευχθεί σύγκλιση για το μείζον ζήτημα της υγείας με τους επιστήμονες που την υπηρετούν. Στο πλαίσιο αυτό μάλιστα η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Υγείας άκουσε και κατέγραψε, σε πρόσφατη συνάντηση, τις επιφυλάξεις και τις ενστάσεις του Κλάδου Υγείας της Ν.Δ., όπως φυσικά και όλες τις απόψεις που διατυπώθηκαν κατά τη δημόσια διαβούλευση.
Το νομοσχέδιο για τη «Δευτεροβάθμια περίθαλψη, ιατρική εκπαίδευση και λοιπές διατάξεις αρμοδιότητας του υπουργείου Υγείας», που φέρει την υπογραφή της αναπληρώτριας υπουργού Υγείας, Μίνας Γκάγκα, ανοίγει εργασιακούς και επιστημονικούς διαύλους -κατ’ άλλους αδιέξοδους, κατ’ άλλους αναγκαίους- ανάμεσα στο ιδιωτικό και το δημόσιο σύστημα υγείας.
Ειδικότερα, δίνει τη δυνατότητα σε γιατρούς του ΕΣΥ να ασκούν και ιδιωτικό έργο εκτός νοσοκομείου, κατά την πεπατημένη των πανεπιστημιακών και στρατιωτικών συναδέλφων τους, καθώς και σε ιδιώτες γιατρούς να παρέχουν έργο εντός του ΕΣΥ. Ωστόσο, οι γιατροί, ιδιώτες και του ΕΣΥ, εμφανίζονται, διά των εκπροσώπων τους, αρνητικοί και απορρίπτουν τις αλλαγές που προωθούνται, γιατί θεωρούν αφενός ότι πλήττονται οι ίδιοι και μετατρέπονται σε γιατρούς διαφορετικών ταχυτήτων, αφετέρου ότι πλήττουν τελικά το σύστημα υγείας και τους ασθενείς.
Από την πλευρά της, η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας υποστηρίζει πως οι αλλαγές έχουν ως βάση τη συναίνεση των πολιτών που επιθυμούν την κάλυψη των αναγκών τους καθώς και την ελεύθερη επιλογή των γιατρών να κινηθούν εντός του συστήματος υγείας. Η ίδια, άλλωστε, ουδέποτε έχει κρύψει την αγωνία της να δώσει λύσεις στα κενά και τις ελλείψεις που καταγράφονται και να δημιουργήσει οικονομικά κίνητρα για να γίνει εκ νέου το ΕΣΥ πιο δελεαστικό για τους γιατρούς, παρά το αντίξοο δημοσιονομικό περιβάλλον.
Aλλαγές και αντιρρήσεις
Το σχέδιο νόμου προβλέπει ότι οι γιατροί των δημόσιων νοσοκομείων θα έχουν τη δυνατότητα να διατηρούν ιδιωτικό ιατρείο ή να απασχολούνται στον ιδιωτικό τομέα (κλινικές, διαγνωστικά κέντρα κ.ά.) δύο φορές την εβδομάδα, υπό την προϋπόθεση ότι θα συμμετέχουν στην ολοήμερη, πέραν του τακτικού ωραρίου, λειτουργία του νοσοκομείου επίσης δύο φορές την εβδομάδα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στο πλαίσιο της διαβούλευσης, το σχετικό άρθρο συγκεντρώνει κυρίως απόρριψη και ενστάσεις, ωστόσο τίθενται και ζητήματα πρακτικής φύσης για το νέο μοντέλο λειτουργίας των γιατρών του ΕΣΥ από υγειονομικούς ή πολίτες που μαρτυρούν θετικό ενδιαφέρον. Εχουν υποβληθεί π.χ. ερωτήματα για το πώς και από ποιον θα ελέγχονται οι γιατροί του ΕΣΥ που έχουν ιδιωτικό ιατρείο. Ως προς αυτό, η ηγεσία του υπουργείου Υγείας έχει ξεκαθαρίσει ότι θα υπάρχει αυστηρό πλαίσιο κανόνων. Ενδεικτικά, αναφορικά με τα απογευματινά χειρουργεία, έχει σχεδιαστεί η ηλεκτρονική ενιαία παρακολούθηση της λίστας χειρουργείου ώστε να διασφαλίζεται ότι δεν θα γίνονται ύποπτες ακυρώσεις ή αναβολές στα πρωινά χειρουργεία.
Αλλοι εστιάζουν στον μείζονα περιορισμό που θέτει το άρθρο στην άσκηση ιδιωτικού έργου των γιατρών του ΕΣΥ: η συμμετοχή τους στην ολοήμερη λειτουργία του νοσοκομείου δύο φορές την εβδομάδα. Με δεδομένο ότι υπάρχουν νοσοκομεία χωρίς ολοήμερη λειτουργία, δηλαδή χωρίς απογευματινά ιατρεία, εκ των πραγμάτων και οι γιατροί τους αποκλείονται από το ιδιωτικό έργο.
Η διαμάχη
Οι ιδιώτες γιατροί υποστηρίζουν πως η δυνατότητα των γιατρών του ΕΣΥ να ιδιωτεύσουν διαλύει το δικό τους πεδίο, καθώς οι γιατροί του ΕΣΥ θα εξυπηρετούν ιδιωτικά ασθενείς που θα έχουν αντλήσει από τα νοσοκομεία και θα μπορούν παράλληλα να τους ανοίγουν την πόρτα στις δωρεάν υπηρεσίες των δημόσιων νοσοκομείων.
«Δημιουργούνται συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού για τον ελευθεροεπαγγελματία γιατρό, οδηγεί (το νομοσχέδιο) στη διάλυση του μικρού ιδιωτικού ιατρείου και στην πλήρη διάλυση και απαξίωση το ΕΣΥ. Αντί να προωθεί τη στελέχωση των νοσοκομείων με το απαραίτητο ιατρονοσηλευτικό προσωπικό και την αύξηση -βάσει και της απόφασης του ΣτΕ- των μισθών των γιατρών του ΕΣΥ, οδηγεί σε κατάργηση της πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησής τους», αναφέρουν σε ανακοίνωσή τους τέσσερις επαγγελματικές ενώσεις ελευθεροεπαγγελματιών γιατρών: παιδιάτρων, οφθαλμιάτρων, παθολόγων και ΩΡΛ. Την απόσυρση των διατάξεων που αλλάζουν τις εργασιακές σχέσεις των γιατρών του ΕΣΥ ζητεί επίσης ο Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος (ΠΙΣ), επισημαίνοντας ότι οι γιατροί των δημόσιων νοσοκομείων κατέχουν τα αρνητικά πρωτεία στην Ευρώπη αναφορικά με την αμοιβή τους.
Τα ίδια επιχειρήματα -και η ίδια αγωνία- για τη στήριξη του ΕΣΥ, αλλά και όλου του χώρου υγείας απαντώνται στις ανακοινώσεις και τις δημόσιες τοποθετήσεις των νοσοκομειακών γιατρών, όπως της Ενωσης Ιατρών Νοσοκομείων Αθήνας – Πειραιά (ΕΙΝΑΠ) και της Ομοσπονδίας Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδας (ΟΕΝΓΕ).
Οι εκπρόσωποι των νοσοκομειακών γιατρών τονίζουν ότι «ο πυρήνας του νομοσχεδίου καταργεί την πλήρη και αποκλειστική απασχόληση και ιδιωτικοποιεί περαιτέρω το δημόσιο σύστημα υγείας» και ζητούν την απόσυρσή του. Υποδεικνύουν ως μείζον πρόβλημα «τις μεγάλες ελλείψεις σε υγειονομικό προσωπικό και τον απαρχαιωμένο εξοπλισμό και τις υποδομές στο ΕΣΥ», στο οποίο δεν δίνεται λύση με τις αλλαγές που προωθούνται, όπως αναφέρουν. Και καταλήγουν στον μονόδρομο της αύξησης των μισθών των γιατρών του ΕΣΥ και τις προσλήψεις.
Για την κάλυψη των κενών θέσεων, όμως, το άρθρο 7 δίνει τη δυνατότητα σε ιδιώτες γιατρούς να εργαστούν στα νοσοκομεία: θα μπορούν να καταλαμβάνουν θέσεις άγονες, που δεν καλύφθηκαν δηλαδή, με το καθεστώς της μερικής απασχόλησης. Πρόκειται για ένα άρθρο που πιστεύεται πως θα δώσει λύση, ειδικά σε δύσκολες ειδικότητες όπως οι αναισθησιολόγοι, οι μικροβιολόγοι κ.ά., αλλά και θα τονώσει με προσωπικό το κατά γενική ομολογία γερασμένο ΕΣΥ. Επιχειρώντας να δώσει, πάντως, την εικόνα μέσω των αριθμών και τον αντίκτυπο των αλλαγών, η κυρία Γκάγκα ανέφερε σε συνέντευξή της ότι στην Αθήνα βρίσκονται 26.000 γιατροί και στα νοσοκομεία της υπηρετούν μόλις 1.860!