Ηρθαν στη χώρα για λίγες ημέρες «δυο-τρεις εβδομάδες το πολύ, μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος», και πολλές συμπληρώνουν ένα χρόνο. Οι γυναίκες από την Ουκρανία που ήρθαν στην Ελλάδα μετά τη ρωσική επίθεση στη χώρα τους, έγραψαν τον Σεπτέμβριο τα παιδιά τους στο ελληνικό σχολείο και οι ίδιες άρχισαν να μαθαίνουν ελληνικά. Ψάχνουν για δουλειά ή για δουλειά καλύτερη από αυτήν που ήδη έχουν. Το παράθυρο της επιστροφής παραμένει πάντα ανοιχτό, όμως δεν μπορείς να μένεις ακινητοποιημένος, περιμένοντας για πάντα, εξηγούν.
Και όσοι έχουν μείνει πίσω; «Τον πρώτο καιρό, κάθε φορά που χτυπούσαν οι σειρήνες έτρεχαν στο υπόγειο. Μετά πήγαιναν στον διάδρομο, μας είχαν πει ότι είναι το σημείο του σπιτιού όπου είσαι πιο ασφαλής. Τώρα απλά συνεχίζουν ό,τι κάνουν. Νομίζω συνήθισαν. Εγώ φοβάμαι, τους λέω να προσέχουν, αλλά για εκείνους είναι σχεδόν κανονικό. Ζουν με τον πόλεμο». Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, από την αρχή του πολέμου 23.300 άτομα από την Ουκρανία, στην πλειονότητά τους γυναίκες και παιδιά, έχουν αιτηθεί άδεια παραμονής –με παροχή προσωρινής προστασίας– στην Ελλάδα και 21.998 άτομα έχουν λάβει τα σχετικά έγγραφα. Πριν από λίγες ημέρες, το συγκεκριμένο καθεστώς διαμονής –που έληγε τυπικά στις 4 Μαρτίου 2023– ανανεώθηκε για ένα ακόμη χρόνο.
Ελάχιστοι, συνολικά 180 άτομα, παραμένουν στις δομές που έχει οργανώσει το υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου σε Ελευσίνα και Σέρρες. Οι υπόλοιποι φιλοξενούνται σε σπίτια συγγενών, γνωστών ή έχουν νοικιάσει το δικό τους σπίτι μέσω της επιδότησης ενοικίου που προβλέπεται.
Η «Κ» μίλησε με τέσσερις γυναίκες που βρίσκονται εδώ και πολλούς μήνες στην Ελλάδα και οι οποίες αθόρυβα αναζητούν τρόπους να ζήσουν στη χώρα και να μη χρειάζεται για πάντα να βασίζονται στην καλοσύνη και στη διαθεσιμότητα των άλλων. «Ξέρουμε πολλές γειτονιές της Αθήνας και έχουμε πάει εκδρομές», λένε και το βλέμμα τους δείχνει χαρά και ενοχή ταυτόχρονα.
Γιούλια Μπουρίκ, 28 χρόνων
Μας έδιωξε ο φόβος
«Για να μπορείς να προβλέψεις το μέλλον σου πρέπει να το πάρεις στα χέρια σου», λέει η 28χρονη Γιούλια Μπουρίκ. Εχει σπουδάσει Οικονομικά και έχει κάνει μεταπτυχιακό στην Ουκρανία. Στις αρχές του 2022 ήταν έτοιμη να παρουσιάσει το διδακτορικό της «για την αύξηση της παραγωγικότητας σε μια εταιρεία», αλλά την πρόλαβαν οι βομβαρδισμοί. Η περιοχή όπου έμενε στη Χερσώνα είχε ήδη καταληφθεί από τους Ρώσους όταν αποφάσισε να φύγει. «Η ζωή ήταν πολύ δύσκολη. Δεν υπήρχαν φάρμακα, δεν υπήρχαν προϊόντα. Ανθρωποι εξαφανίζονταν ξαφνικά και δεν τους ξαναβλέπαμε. Φοβόμασταν συνέχεια», διηγείται. Εφυγε μαζί με την αδελφή της ακολουθώντας ένα κονβόι περίπου 500 αυτοκινήτων, χωρίς να ξέρει πού θα καταλήξει. Εφτασε στη Ρουμανία. «Η αδελφή μου δούλευε από απόσταση. Εγώ δεν είχα τι να κάνω. Κάποια στιγμή σε ένα γκρουπ στο Facebook είδα ότι ζητάνε καμαριέρες στην Ελλάδα, είχα και κάποιους γνωστούς εδώ και αποφάσισα να έρθω».
Αννα Κοντρατένκο, 34 χρόνων
Εδώ όλοι βοηθούν
Εφτασε στην Ελλάδα την άνοιξη του 2022. «Στις 14 Μαρτίου», θυμάται. Από την αρχή της εισβολής περνούσε τις νύχτες και τις μέρες της στο καταφύγιο. Πριν από τον πόλεμο δούλευε σε μια εταιρεία, όμως μετά την εισβολή ήταν δύσκολο να εργαστεί ακόμη και από μακριά. «Εμαθα ότι μπορείς να φύγεις με το τρένο για τη δυτική Ουκρανία. Πήρα ένα μικρό τσαντάκι, μια κουβέρτα και τον υπολογιστή μου. Οι φίλοι μου με πήγαν στον κεντρικό σταθμό στις 10 το πρωί. Πολύς κόσμος, πράγματα, ζώα, όλοι ανάκατα, όποιος προλάβαινε χωνόταν στις αμαξοστοιχίες που έρχονταν άδειες και έφευγαν γεμάτες. Τελικά κατάφερα κατά τις 5 το απόγευμα να επιβιβαστώ».
Τότε νόμιζε ότι θα έφευγε για λίγο στα δυτικά της χώρας, όπου υπήρχε περισσότερη ασφάλεια. Επειτα κατάλαβε ότι το «λίγο» δεν έφτανε για να τελειώσει ο πόλεμος. Μέσα από δίκτυο φίλων έφτασε στην Ελλάδα και φιλοξενήθηκε σε ένα σπίτι στη Βάρκιζα. Λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, όμως, της είπαν από τη δουλειά εάν θέλει να επιστρέψει στην Ουκρανία. «Νομίζαμε ότι τα πράγματα ησύχασαν στο Κίεβο», μονολογεί. Δεν ήταν έτσι όμως.
Μετά την Πρωτοχρονιά γύρισε και πάλι στην Ελλάδα. «Δεν είχα ούτε ρεύμα για να μπορώ να δουλέψω. Στην Ελλάδα, όπου και να πάω όλοι βοηθούν. Ολα είναι καλύτερα». Συνεχίζει να εργάζεται στην εταιρεία όπου δούλευε από απόσταση και κάνει μαθήματα ελληνικών και αγγλικών. Μπορεί πλέον να συνεννοηθεί στα καθημερινά, να ψωνίσει, να κυκλοφορήσει στην πόλη. «Σκέφτομαι ότι όταν σταματήσει το κρύο στην Ουκρανία, θα γυρίσω. Είναι οι φίλοι μου εκεί, η αδελφή μου με τα ανίψια μου».
Ναταλία Ομπόρσκα, 42 χρόνων
Μόνο με ένα σάκο
Η 42χρονη Ναταλία Ομπόρσκα έφτασε στην Ελλάδα τον περασμένο Μάρτιο. Τώρα, ένα χρόνο αργότερα, η 7χρονη κόρη της –που πηγαίνει σε ελληνικό σχολείο– μπορεί πλέον να μιλήσει ελληνικά. Ηρθε στην Ελλάδα γιατί η αδελφή της μένει εδώ πολλά χρόνια. «Εχει παντρευτεί και έχει παιδιά, αλλά δεν είχα έρθει ποτέ να τη δω. Και έπειτα ήρθε ο πόλεμος και ήρθα αναγκαστικά». Στην αρχή νόμιζε για ένα μήνα, έφυγε με δυο-τρεις φορεσιές σε ένα σακ βουαγιάζ, αλλά πλέον σε λίγο κλείνει χρόνο. Στην Ουκρανία δούλευε σε μια βιομηχανία, έφτιαχνε σχέδια για κεντήματα στο κομπιούτερ. «Στην Ελλάδα δεν χρειάζονται αυτά που έχω σπουδάσει. Δεν γνωρίζω και ελληνικά», εξηγεί.
«Τώρα κάνω εντατικά κάθε μέρα και μιλάω με τη μικρή. Αυτή ξέρει και με βοηθάει». Ο άντρας της έχει μείνει πίσω στην Ουκρανία, η μητέρα και η αδελφή της είναι εδώ και ο ξάδελφός της σκοτώθηκε τον Οκτώβριο. Τι σκέφτεται να κάνει από εδώ και πέρα; «Το παιδί δεν θέλω να ζει μέσα στον πόλεμο. Θέλω να αισθάνεται ασφάλεια. Τον πρώτο καιρό που ήρθαμε έβλεπε συνέχεια εφιάλτες. Τώρα έχει ησυχάσει».