Ενας χρόνος χωρίς την Γεωργία Γκοτσοπούλου: Ο σύζυγός της μας θυμίζει το διήγημά της για τον Αγιο Βαλεντίνο

    Ημερομηνία:

    Mavropoulis

    Ήταν ακριβώς πριν από ένα χρόνο που η Αχαΐα “πάγωσε”, στο άκουσμα της θλιβερής είδησης του θανάτου της Γεωργίας Γκοτσοπούλου.
    Λόγω των μέτρων κατά της πανδημίας, δεν τελέστηκε Μνημόσυνο παρά τρισάγιο από την οικογένεια της εκλιπούσας.

    Με αφορμή τον έναν χρόνο της απουσία της, ο σύζυγός της Δημήτρης Κωτσόπουλος, μας θύμισε ένα από τα ωραιότερα διηγήματα της βραβευμένης συγγραφέως και εκπαιδευτικού.

    Ενας χρόνος χωρίς την Γεωργία Γκοτσοπούλου: Ο σύζυγός της μας θυμίζει το διήγημά της για τον Αγιο Βαλεντίνο

    GYMALL

    Πρόκειται για τον Αγιο Βαλεντίνο, μία ιστορία από το διήγημα <<νερό στις ρίζες>>

    Προσπερνούσε τις στροφές μηχανικά για το Πανεπιστημιακό νοσοκομείο. Σχεδόν μηχανικά. Δευτερόλεπτα μετά την τελευταία δεξιά στροφή απορούσε με τον εαυτό της. Πότε πέρασε τα τούνελ της περιφερειακής οδού, πότε έβγαλε φλας για την αριστερή παράκαμψη, πότε άφησε πίσω της το δημοτικό γυμναστήριο και πήρε την Παύλου Μελά. Ο γελαστός πακιστανός της διασταύρωσης της ξέπλυνε το παρμπρίζ ή όχι σήμερα; Μάλλον όχι, αποφάνθηκε η Ναταλία. Προσπερνά κανείς τους δρόμους αλλά γίνεται το ίδιο και με τους ανθρώπους; Πότε αναπήδησε το σαραβαλάκι της στις γραμμές του τρένου και με πόσα πορτοκαλί φανάρια αναμετρήθηκε; Μυστήριο.
    Κάθε μέρα εδώ και δυο εβδομάδες οι ίδιες άλυτες απορίες απασχολούσαν τη Ναταλία Λύτρα, λίγο πριν κόψει ταχύτητα στο πάντοτε γεμάτο πάρκινγκ του νοσοκομείου προς εύρεση άδειας θέσης. «Σήμερα θα μπω από το κλιμακοστάσιο», μονολόγησε η Ναταλία. Θα έχει μια κάποια ησυχία. Ο επίπεδος ήχος του ανελκυστήρα όταν ανεβοκατεβαίνει και ο βόμβος των ενδιάμεσων στάσεων, η οσμή της αρρώστιας και οι σηκωμένοι οροί των ασθενών, η τσιγαρίλα στα πανωφόρια των επισκεπτών, που ανακατεύεται με το μπεταντίν και τα υγρά καθαρισμού είναι ενοχλητικά για τις αισθήσεις. Υπομονετικές εισαγωγές και εξαγωγές στο γραφείο κίνησης, μέσα- έξω των γιατρών, που συνοδεύονται από την κουστωδία των, επίσης, υπομονετικών ειδικευόμενων, άνοιξε- κλείσε ανυπόμονες πόρτες. «Σε ποιόν όροφο πάτε κυρία μου;…Είναι υπέρβαρο το φορτίο….κάποιος να βγει….». «Θα ανέβω με τα πόδια», σιγουρεύτηκε η Ναταλία.

    Ενας χρόνος χωρίς την Γεωργία Γκοτσοπούλου: Ο σύζυγός της μας θυμίζει το διήγημά της για τον Αγιο Βαλεντίνο

    Ενας χρόνος χωρίς την Γεωργία Γκοτσοπούλου: Ο σύζυγός της μας θυμίζει το διήγημά της για τον Αγιο Βαλεντίνο
    Έβρεχε, όπως βρέχει το Φλεβάρη! Ψιλή βροχή για πολλές μέρες, κάποτε για ολόκληρη βδομάδα. Οι αγρότες δοξάζουν το θεό, που δεν πιάνει πάγο, οι χιλιάδες καρναβαλιστές της πόλης θυμώνουν με το Θεό, που βάζει φρένο στις μασκαράτες και στα ολονύχτια γλέντια τους. Ακόμη και στον περίβολο του νοσοκομείου, το μάτι της Ναταλίας πήρε ξώφαλτσα δυο τρεις μασκαρεμένους να καπνίζουν κάτω από το φύλλωμα μιας ακακίας. «Κάποιο μεθυσμένο φίλο τους θα συνοδεύουν», σκέφτηκε η κοπέλα καθώς έσπρωχνε την παράπλευρη πόρτα του νοσοκομείου. Η Ναταλία άκουγε το θόρυβο, που έκαναν οι βρεγμένες μπότες της στη σκάλα. Ημιώροφος, πρώτος, δεύτερος, τρίτος και τέταρτος. Παθολογική κλινική, Β΄ πτέρυγα έγραφε στο πάνω τελείωμα της πορτοκαλί πόρτας. Χαμογέλασε καθώς προσπέρασε δυο συνοδούς με τσιγάρο στο χέρι. Εκείνη δεν είχε λαχανιάσει καθόλου! Δωμάτιο 411.
    Θυμήθηκε ότι κατά τη χθεσινή της βάρδια στο δωμάτιο 411 και λίγο πριν την «αλλάξει» η μάνα, άνοιξε το συρτάρι του κομοδίνου δίπλα από το κρεββάτι του άρρωστου πατέρα. Ένα πακέτο τσιγάρα. Μόνο αυτό. Προκλητικό εύρημα! Ο πατέρας αρρώστησε από χιλιάδες τέτοια πακέτα, που κάπνισε στη ζωή του. Και από το κρασί. Για χρόνια έπινε ολόκληρα νεροπότηρα ξέχειλα από κρασί. «Δε θέλω να σκουριάσω», έλεγε σαρκαστικά. «Όσοι πίνουν νερό έχουν σκουριασμένα άντερα!» Με τέτοιο στόμφο απαντούσε στις ευγενικές προτροπές της μάνας για ρέγουλα. Άμα, τέλος, εκείνη τον πολυζάλιζε, ο στόμφος και το χιούμορ πήγαιναν περίπατο, οι φωνές και οι αγένειες υπερίσχυαν και τότε η μάνα αποσυρόταν ηττημένη στην κάμαρα. Εγώ και τα αδέλφια μου περιμέναμε με κομμένες ανάσες ανάμεσα στα λουλουδάτα σεντόνια, που σαβάνωναν λες ακίνητα, νεκρά σώματα, να δούμε ποια θα ήταν η κατάληξη αυτού του «κρυφτού» των μεγάλων και η καρδούλα μας συνερχόταν, όταν πια ο πατέρας χλιμιντρούσε με το ροχαλητό του. Ένα εκνευριστικό ροχαλητό κανονικά μα σε τέτοιες περιστάσεις τσακωμών τόσο ανακούφιζε και χαλάρωνε το βραχνό σύριγμα. Το σώμα της Ναταλίας, του Μάνθου και του Φώτη, των αδελφών της, έπαιρνε ζωή από εκείνο το ροχαλητό κι έπαυε η επιφυλακή.
    Η πόρτα του 411 ήταν μισάνοιχτη, το κρεββάτι του πατέρα κρυβόταν ολότελα. Δεξιά τρεις κλίνες, αριστερά άλλες τρεις. Η κλίνη του πατέρα, στεφανωμένη με φιάλη οξυγόνου και στατήρες ορών, ήταν παράλληλη με τις ντουλάπες του θαλάμου. Είναι προνόμιο να έχεις τη βολή σου σε ένα δημόσιο θεραπευτήριο. « Τι να την κάνω τη ντουλάπα και τα συρτάρια Ναταλία, για κατούρημα πρέπει να πάω στην άλλη άκρη του θαλάμου», έλεγε νευριασμένα ο πατέρας. Μετά, που δεν περπατούσε καθόλου, έκοψε τη γκρίνια. Έκοψε τα σχόλια γενικώς. Οι ασθενείς είχαν φάει οι περισσότεροι, άλλοι πρόσφεραν τους δίσκους με τα ανορεξικά πιάτα και το πάντα παραγινομένο μήλο στους συνοδούς τους. Η Ναταλία κάθισε δίπλα από τον πατέρα, δεν τον ξύπνησε όμως. Ας φάει αργότερα, μονολόγησε.
    Τον παρατηρούσε τώρα που κοιμόταν. Κοίταξε το γκρίζο και αποστεωμένο πρόσωπο, την άλλοτε αγέρωχη μύτη τώρα να προεξέχει κυρτωμένη αρκετά, πιότερο από την αντίθεση με τα ρουφηγμένα μάγουλα. Τα πόδια του πατέρα, παραταγμένα κόκκαλα μέσα σε κουκούλι από πετσί. Γκρίζα μαλλιά, γκρίζο δέρμα, γκρίζοι πνεύμονες- κατά τη ρήση του γιατρού- γκρίζα πιτζάμα, λευκή πάνα κατάκλισης, συμπληρώνει τη μονότονη χρωματική παλέτα η κόρη. Κόκκινη καρδιά, να ένα αληθινό χρώμα, που ταίριαζε στον πατέρα. Ω, ναι! Ο πατέρας είχε κάποτε κατακόκκινη καρδιά! Αγαπούσε πολύ τους ανθρώπους, τη μάνα, εμάς τα παιδιά του, αγαπούσε τα ζώα και τη μυρωδιά του χειμωνιάτικου έλατου, αγαπούσε τη μουσική και τα πανηγύρια. Εκείνα τα κοκάλινα πόδια κάποτε βάσταγαν αγέρωχα το βάρος του στητού κορμιού του, που συντονιζόταν με χάρη και τιναζόταν επιδέξια σε κάθε γύρισμα του κλαρίνου στα τσάμικα κάθε Λαμπρής. Η Ναταλία έφερε στη μνήμη μια ασπρόμαυρη φωτογραφία. Ο πατέρας μπροστάρης στο χορό να γελά ξέγνοιαστα και να ανεμίζει περήφανα την ελληνική σημαία, την πιο παλιά, εκείνη με το βασιλικό στέμμα στο κέντρο της. Οι φίλοι του ακολουθούσαν τα βήματα με λεβέντικο στήσιμο. Αγαπούσε τους φίλους του και δεν έχανε ευκαιρία για ντόρο και καλαμπούρια. Κάποτε αγαπούσε τις χαρές της ζωής και τα ξακουστά καρναβάλια της πόλης στο κόκκινο!
    Η Ναταλία έφερε στη μνήμη της φωτογραφίες κι από άλλες δεκαετίες κι αχνογέλασε. Ο πατέρας, που πόζαρε αυτάρεσκα με μαγιό, ταξίδι του μέλιτος με τη μάνα στο Πήλιο, να κρατά το Φώτη στη στοργική αγκαλιά του, εκδρομή στο Ναύπλιο με τους Κυριακοπουλαίους- και τις ξινές κόρες τους, που ειρωνεύονταν τα αδέλφια μου-, αλλού ο πατέρας με μαύρο μουστάκι και κορακί μαλλιά, λεβέντης με κόκκινη καρδιά, σε άλλη φωτογραφία ο πατέρας με γκρίζα μαλλιά να κρατά μια χάρτινη, κόκκινη καρδιά….Άγιος Βαλεντίνος 1996 έγραφε από πίσω. Ο πατέρας είχε αγοράσει μια κάρτα ερωτευμένων στη γυναίκα του. Η ματιά της Ναταλίας εστίασε μεμιάς στο επιτοίχειο ημερολόγιο τα έκπληκτα μάτια της! 14 Φεβρουαρίου 2014! Σαν σήμερα, λοιπόν. Γιορτάζει ο Άγιος Βαλεντίνος. Κάποτε τον γιόρταζε κι ο πατέρας.
    Ο άρρωστος ξύπνησε με μορφασμό πόνου, μια άηχη γκριμάτσα παραμόρφωσε το πρόσωπό του και επανάφερε τη Ναταλία στην πραγματικότητα του θαλάμου αρρώστων. «Σήκω με Ναταλία. Θέλω να περπατήσω. Φέρε τις παντόφλες μου.». Η κόρη ανασήκωσε το κρεββάτι του πατέρα και βοήθησε και τον ίδιο να σηκωθεί. Τον στήριξε στους ώμους της, πλην όμως τα πόδια του ήταν ξερά, δεν υπάκουαν στις εντολές του εγκεφάλου. Ο αποκαμωμένος άνδρας κάθισε σα πέτρα στο κρεββάτι. Για πρώτη φορά το βλέμμα του πατέρα φάνηκε να αποδέχεται την ήττα του σώματος. «Βρέχει έξω, άλλαξε θέμα η Ναταλία». «Βρέχει πολύ», απάντησε εκείνος με ξέπνοα, βασιλεμένα μάτια.
    Ήταν η τελευταία συνειδητά ειπωμένη φράση από τον πατέρα. Μέχρι το βράδυ έπεσε σε λήθαργο. Ζούσε πια μόνο με τον ορό και οι γιατροί άρχισαν τα μισόλογα ή ήταν εντελώς μουγγοί καθώς τον εξέταζαν. Μισόλογα ψέλλιζε κι ο πατέρας. Φώναζε μόνο το όνομα της μάνας του, του αδελφού του κι έναν άγιο. «Τον άγιο Πέτρο φωνάζει», είπε με σιγουριά η μάνα γουρλώνοντας τα μάτια.
    Ο πατέρας παραμιλούσε όλο το βράδυ, μας είπε ο Μάνθος, που ξαγρύπνησε μαζί του. Έδειχνε να πονά, ειδικά όταν γύριζαν πλευρό το κορμί του οι νοσοκόμες. Για να μην «ανοίξει» το γκρι δέρμα. Να συνεχίσει να βαστά τα μακριά κόκκαλα. Να κουβαλά την κόκκινη καρδιά ζωντανή. Τις προάλλες, μια νοσοκόμα, όταν τον άλλαζε, ρώτησε τη Ναταλία για τη μεγάλη ουλή στην αριστερή κνήμη, που φαινόταν ακόμη μεγαλύτερη τώρα στο σουφρωμένο πόδι.
    – Τι έχει εδώ ο παππούς κοπελιά; Παλιό τραύμα στον πόλεμο;
    – Πόλεμο; Όχι, δεν πρόλαβε πόλεμο ο πατέρας, πάντως γεννήθηκε τότε, ήταν μωρό. Το τραύμα πρέπει να είναι εκείνο το τραύμα από το άλογο, που μου διηγήθηκε η γιαγιά μου. Το άλογο, που είχαν οι παππούδες μου για το κάρο τους κι επέμενε να το καβαλά ο πατέρας και να το παίζει. Κάποτε βαρυγκώμησε το δύστυχο το ζώο και τινάζοντας το σώμα του νευρικά έριξε τον πατέρα, δεκάχρονο παιδάριο, καταγής. Το άλογο το αντάλλαξαν με άλλο κι ο πατέρας απέκτησε σημάδι αναβάτη, ένα σημάδι να θυμίζει τις παιδικές σκανταλιές του. Δεν πρόλαβε τον πόλεμο του 40 ο πατέρας. Πόλεμος είναι αυτός που ζει τώρα. Που πολεμάει το σώμα, που σιωπηλά παρακαλά να φύγει, με την καρδιά, που ριζώνει όπου υπάρχει αγάπη, και δεν το κουνάει ρούπι. Κάνει τα δικά της για μια φορά και παραγκωνίζει και το σώμα και την ψυχή! Ο πιο άνισος πόλεμος! Γιατί η καρδιά θα νικηθεί στο τέλος! Το σώμα και η ψυχή παραδίνονται κάποτε και η καρδιά θα ακολουθήσει σκλάβα αλυσοδεμένη τους αφέντες της και θα μείνει απ’ τη σκλαβιά μουγκή.
    Ο πατέρας πέθανε την άλλη μέρα, στις 3μ.μ. από έμφραγμα του μυοκαρδίου. Η καρδιά γιόρτασε τον Άγιο Βαλεντίνο και ύστερα παραδόθηκε στο σώμα, να νικήσει αυτό, πού βιαζόταν να φύγει, γιατί ήταν πληγιασμένο από τον καρκίνο. Η Ναταλία βρήκε εύκολα να παρκάρει, το ασανσέρ την περίμενε ορθάνοιχτο και η Παθολογική πτέρυγα ήταν άδεια από συνοδούς, όπως άδεια ήταν και η κλίνη του πατέρα. Το λευκό κατωσέντονο ήταν, όμως, ακόμη εκεί και μαρτυρούσε πως το ζεστό, ανθρώπινο σώμα είχε γείρει πάνω του. Ένα γκρι σώμα, με λευκή πάνα ακράτειας και κόκκινη καρδιά. Οι ζάρες του σεντονιού έμοιαζαν με φλέβες, τα βαθουλώματα και οι προεξοχές του στρώματος έμοιαζαν με τις προεξοχές των λαγόνων και με το βαθούλωμα του αφαλού. Λίγες αδύναμες γκρίζες τρίχες πάνω στο άσπρο σεντόνι φαίνονταν σκόρπιες και ίχνη από γκρίζο δέρμα, σα πούδρα στο άσπρο σεντόνι, που δε φαίνονταν με γυμνό μάτι. Ένα σώμα, που υπήρξε, άφησε το τελευταίο, γήινο αποτύπωμά του.
    Η Ναταλία βάλθηκε να μαζεύει μηχανικά τα αντικείμενα του πατέρα, μέχρι να ανέβει η μάνα από το νεκροτομείο και καταφθάσουν οι συγγενείς. Ο άντρας της είχε μείνει στο σπίτι να προσέχει το γιό τους. Όλα τα μάζεψε σβέλτα μπόγους- μπόγους σε σακούλες και τα ρούχα της ντουλάπας τα δίπλωσε στη βαλίτσα. Έσκυψε και φίλησε τα άδεια παπούτσια, αχρείαστα πετσιά. Σκέφτηκε με πίκρα, πόσα αντικείμενα ξεχνιούνται ή αχρηστεύονται, πόσες ντουλάπες αδειάζουν, πόσες βαλίτσες πακετάρονται ασυνόδευτες, μιας και ο κτήτωρ αναχωρεί. Έκανε να ανοίξει το συρτάρι του κομοδίνου αλλά άνοιξαν τα μάτια της σε ένα κλάμα οδύνης.
    Η Ναταλία κρατούσε με το ένα χέρι το χέρι του άντρα της και με το άλλο το χέρι της μαίας. Δεν έβλεπε πέρα από την στρογγυλή κοιλιά της, που κούρνιαζε ανάμεσα στα λυγισμένα γόνατα. Τα λουλουδάτο νυχτικό έκρυβε το μητρικό στήθος της. Ροζ ανθάκια χαιρέτιζαν το τσιτωμένο δέρμα από τις συσπάσεις. « Σπρώχνε όταν σου έρχεται ό πόνος, Ναταλία μου και πάρε ανάσα να χαλαρώσεις, όταν δεν πονάς. Τελειώνουμε κορίτσι μου», της ψιθύρισε αισιόδοξα ο γιατρός. Έκλεισε τα μάτια να συγκεντρωθεί η Ναταλία, να πάρει σωστά τις ανάσες για να αντέξει στη θέα του παιδιού της. Του δεύτερου παιδιού, που τη διάλεξε για μάνα του! «Σπρώξε τώρα», πρόσταξε ο γιατρός και η μαία έπεσε με όλο της το βάρος πάνω στην κοιλιά της. Πίεση. Σιωπή. Τα μάτια όλων στον ερχομό. Εκτός από της Ναταλίας, που ήταν ερμητικά κλειστά για δευτερόλεπτα. Ύστερα ελευθερία, όχι πόνος. Ύστερα ένα γλυκό και δειλό κλάμα, μπα όχι γλυκό, λίγο μπάσο κλάμα κι ανακατωμένα ευχές. «Μπράβο, να ζήσει», ευχήθηκε ο γιατρός, πιο θερμό το φιλί του Βασίλη στο μέτωπο της γυναίκας του, πιο ηχηρό τώρα το κλάμα της μπέμπας. Και της ίδιας της Ναταλίας, καθώς αντίκρυσε το ροδαλό, μικροσκοπικό σώμα. Δάκρυα σιωπηλά και μπάσα κλάματα. Ανέλπιστα καλός συνδυασμός!
    Η Ναταλία με το λουλουδάτο, βαμβακερό νυχτικό γέννησε μια όμορφη κόρη με πυκνά μαύρα μαλλιά και γερή καρδιά- έτσι είπε ο γιατρός-«γέννησες μια όμορφη, λεοντόκαρδη κόρη». Κοίταξε το βρέφος κι ένα δάκρυ χαράς έσταξε μέχρι το αυτί της διαγράφοντας μια αλμυρή γραμμή ζωής στην κουρασμένη παρειά μέχρι να ρουφηχτεί από το άσπρο σεντόνι. «Αυτά τα άσπρα σεντόνια τι ζωές ροδαλές δέχονται και τι ζωές γκρίζες ξεπροβοδίζουν», σκέφτηκε η Ναταλία. Και μετά σκέφτηκε και κάτι άλλο. Ταυτόχρονα σκέφτηκε και κάποιον άλλο. Η κόρη της δεν είχε μόνο γερή καρδιά! Είχε γεννηθεί ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου. Είχε σίγουρα κόκκινη καρδιά! Οι άνθρωποι, που γιορτάζουν μαζί με τον Άγιο Βαλεντίνο έχουν μόνο κόκκινη καρδιά!

    Κοινοποίηση:

    Τελευταία Νέα

    Κοινοποίηση:

    Περισσότερα Άρθρα
    Σχετικα

    Ελεύθερα αφέθηκαν τα μέλη της άγριας συμμορίας που «άδειαζε» σπίτια σε Εκάλη και Νέα Ερυθραία

    «Είναι τραγικό όλο αυτό. Αυτοί έκαναν αυτά που έκαναν,...

    Είναι πολλά τα λεφτά για το «GNTM», Ηλιάνα

    Μαύρες πλερέζες… για την Ηλιάνα Παπαγεωργίου, καθώς το «GNTM» δεν...