Με αφορμή την αύξηση των ορίων ηλικίας στη Γαλλία που επικυρώθηκε με Προεδρικό Διάταγμα εν μέσω μαζικών κινητοποιήσεων έρχεται στο προσκήνιο η δική μας πορεία σε σχέση με τα όρια ηλικίας, καθώς λόγω του Δημογραφικού τα επόμενα χρόνια το ασφαλιστικό σύστημα θα δεχτεί πιέσεις.
Υπενθυμίζουμε ότι η απόφαση Μακρόν προβλέπει την αύξηση του ελαχίστου ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 62 στα 64 έτη, σε βαθμό που η συμπλήρωση των προϋποθέσεων πλήρους σύνταξης στο μέλλον ενός σημερινού νέου εργαζόμενου να είναι 43 χρόνια ασφάλισης και τουλάχιστον 70 ετών η ηλικία συνταξιοδότησης.
Σύμφωνα με τα ισχύοντα (διάταξη του νόμου Κατρούγκαλου, η οποία δεν καταργήθηκε), από την Πρωτοχρονιά του 2024 τα όρια ηλικίας θα ανακαθορίζονται ανά τριετία, με βάση πάντα το προσδόκιμο ζωής.
Υπενθυμίζουμε ωστόσο ότι στη χώρα μας το 2012 και εν συνεχεία το 2015 τα μνημόνια επέβαλαν την αύξηση των γενικών ορίων απότομα κατά 2 έτη με αποτέλεσμα το ανώτατο ηλικιακό όριο συνταξιοδότησης να είναι το 67ο, το υψηλότερο στην Ε.Ε.
Επομένως η κυβέρνηση αποκλείει το ενδεχόμενο νέας αύξησης του γενικού ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης αφού η χώρα μας βρίσκεται σήμερα στην κορυφή των χωρών της Ε.Ε. σε ό,τι αφορά το γενικό όριο ηλικίας συνταξιοδότησης, αλλά και τη μέση πραγματική ηλικία αποχώρησης από τον ενεργό εργασιακό βίο.
«Με βάση όσα γνωρίζουμε, από το 2010 έως το 2015 είχαμε αύξηση του προσδόκιμου ζωής περίπου 7 έως 12 μήνες, αλλά την περίοδο 2015-2020 δεν φαίνεται να υπάρχει αντίστοιχη αύξηση. Ομως τα τελευταία χρόνια εξαιτίας της πανδημίας το προσδόκιμο ζωής πρέπει να έχει υποχωρήσει, οπότε και δεν απαιτείται να ανοίξει συζήτηση για αύξηση των γενικών ορίων», επισημαίνει ο εργατολόγος Δημήτρης Μπούρλος.
Με τη σειρά του ο Βασίλης Μπέτσης, δρ. Παντείου Πανεπιστημίου, αναφέρεται σε όσα διαδραματίστηκαν στη Γαλλία, αλλά και στην πορεία των ορίων ηλικίας στην Ελλάδα βάσει των προβλέψεων.
«Η Γαλλία δεν έχει πρόβλημα υπογεννητικότητας αφού σε κάθε γυναίκα αντιστοιχούν σχεδόν 2 παιδιά, ενώ σε εμάς 1,4. Επίσης δεν καταγράφεται πρόβλημα με τη συνταξιοδοτική δαπάνη. Τουναντίον, η δαπάνη μειώθηκε από το 13,5% του ΑΕΠ στο 12% από το 16% που έχει θέσει ως όριο η Ε.Ε. Επομένως δεν υπήρχε πρόβλημα με τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος για να αποφασίσει η κυβέρνηση την αύξηση των ορίων ηλικίας. Η απόφαση ελήφθη για να μειωθεί περαιτέρω η συνταξιοδοτική δαπάνη προκειμένου τα πλεονάζοντα κονδύλια να δώσουν τη δυνατότητα μείωσης των φόρων των επιχειρήσεων. Από την άλλη πλευρά, η Ε.Ε. και ο ΟΟΣΑ εκτιμούν ότι στην Ελλάδα μέχρι το 2050, λόγω βελτίωσης του προσδόκιμου ζωής, θα πρέπει να αυξηθεί το όριο ηλικίας κατά 2,8 έτη. Δηλαδή από τα 67 έτη να ανέβουμε στα 69,8, ενώ το 2070 το όριο θα πρέπει να φτάσει στα 72», τονίζει ο κ. Μπέτσης.
Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του ΟΟΣΑ, έως το 2050 προβλέπεται ότι θα διπλασιαστεί ο αριθμός των συνταξιούχων που αντιστοιχούν σε κάθε 100 εργαζομένους. Έτσι, ενώ το 1990 η αναλογία ήταν 22,9 άτομα άνω των 65 ετών ανά 100 εργαζομένους, το 2020 η αναλογία βρέθηκε στο 37,8 και το 2050 θα φτάσει στο δυσοίωνο 75.
Στην έκθεσή του για τα συνταξιοδοτικά συστήματα των χωρών-μελών του, ο Οργανισμός αναφερόμενος στη χώρα μας κάνει την εκτίμηση ότι ίσως μέχρι το 2050, λόγω βελτίωσης του προσδόκιμου ζωής, θα πρέπει να αυξηθεί το όριο ηλικίας κατά 2,8 έτη.
Αυτή η προσαρμογή επιβάλλεται για να μη μεταφερθεί ένα ασήκωτο βάρος στις νεότερες γενιές.
Υπενθυμίζουμε ότι στη χώρα μας από την 1/1/2022 υπάρχουν 3 επιλογές:
1 Για πλήρη σύνταξη το όριο ηλικίας καθορίζεται στο 62ο έτος της ηλικίας (με 40 έτη ή 12.000 ημέρες ασφάλισης).
2 Για πλήρη σύνταξη το όριο ηλικίας καθορίζεται στο 67ο έτος (με 15ετία ή 4.500 ημερομίσθια ασφάλισης).
3 Για μειωμένη σύνταξη το όριο είναι 62 έτη με 4.500 ημέρες ασφάλισης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΦΚΑ, την έξοδο με μειωμένη σύνταξη επέλεξε ένας στους 3 ασφαλισμένους το 2022, μια χρονιά όπου καταγράφεται αυξημένος αριθμός αιτήσεων συνταξιοδότησης, ενώ ρεκόρ είχε σημειωθεί το 2021. Συγκεκριμένα πέρυσι υποβλήθηκαν 211.133 αιτήσεις, το 2021 212.000 αιτήσεις και το 2020 175.705 αιτήσεις.
Οι κατηγορίες των ασφαλισμένων που μπορούν να βγουν νωρίτερα από το γενικό όριο των 67 είναι:
■ Όσοι έχουν κλείσει το 62ο έτος και έχουν 4.500 ένσημα (3.600 πραγματικά και τουλάχιστον 900 πλασματικά). Ταυτόχρονα, την τελευταία 5ετία (57ο-61ο) έχουν τουλάχιστον 100 ένσημα κάθε χρόνο (750 ένσημα για ασφαλισμένους μετά την 31/12/1992, καθώς και οι ασφαλισμένοι των ΔΕΚΟ, τραπεζών κ.ά.).
■ Οσοι έχουν βαρέα και ανθυγιεινά (ΒΑΕ) βγαίνουν στο 60ό (αντί το 62ο) έτος. Ως προϋπόθεση τίθεται η συμπλήρωση 7.500 ΒΑΕ ενσήμων, εκ των οποίων τα 1.000 τα τελευταία 17 χρόνια.
■ Οι μητέρες που είχαν ανήλικο την περίοδο 2010-12 και τουλάχιστον 5.500 ένσημα. Με ανήλικο και 5.500 το 2010 λάμβαναν μειωμένη στο 50ό έτος και πλέον το έτος που προκύπτει (ορίστηκε) κατά τη συμπλήρωση του 50ού έτους με βάση τις αυξήσεις των ηλικιακών ορίων που αποφασίστηκαν το 2015 (3ο Μνημόνιο).
Η επιλογή της πρόωρης συνταξιοδότησης ωστόσο δεν είναι ανώδυνη καθώς «τιμωρείται» με μείωση του ποσού της σύνταξης .
Το λεγόμενο «πέναλτι» ανέρχεται έως 115 ευρώ τον μήνα και επιβάλλεται στο ποσό της εθνικής σύνταξης και όχι της ανταποδοτικής, δηλαδή των εισφορών που κατέβαλε ο κάθε ασφαλισμένος.