Κάθε προηγούμενο ξεπερνά ο ρυθμός με τον οποίο τρέχουν τα δύο πιο «λαϊκά» προγράμματα εξοικονόμησης ενέργειας, αναδεικνύοντας τη τεράστια ζήτηση από τα νοικοκυριά για αναβαθμίσεις των πεπαλαιωμένων κατοικιών και αλλαγή του εξοπλισμού θέρμανσης.

Κάτι λιγότερο από ένα μήνα προτού εκπνεύσουν, τα στοιχεία για το «Εξοικονομώ» και το «Αλλάζω Σύστημα Θέρμανσης και Θερμοσίφωνα», δείχνουν ότι έχουν συγκεντρωθεί αθροιστικά πάνω από 180.000 αιτήσεις, δηλαδή «τρέχουν» με ένα ρυθμό πάνω από 3.000 την ημέρα. Αν παραμείνει αυτό το «τέμπο» μπορεί με την εκπνοή των προθεσμιών τα αιτήματα να έχουν ξεπεράσει σωρευτικά τις 250.000.
Την παράσταση κλέβει το πρόγραμμα για θερμοσίφωνες και αντλίες που κλείνει στις 31 Μαρτίου με τις αιτήσεις να ξεπερνούν τις 125.000 και το ενδιαφέρον να παραμένει αμείωτο δύο περίπου μήνες από τότε που «βγήκε στον αέρα». Εξ αυτών, οι 75.000 και πλέον αφορούν την αντικατάσταση ηλιακού θερμοσίφωνα και πάνω από 50.000 την αγορά αντλίας θερμότητας, καθώς οι λέβητες φυσικού αερίου και πετρελαίου υπόκεινται σε όλο και μεγαλύτερους περιορισμούς από τις Κοινοτικές Οδηγίες.
Στην περίπτωση του «Εξοικονομώ», που θα παραμείνει ανοιχτό μέχρι τις 20 Μαρτίου, έχουν μέχρι σήμερα υποβληθεί πάνω από 50.000 φάκελοι, εκ των οποίων μέχρι σήμερα οι οριστικοποιημένες αιτήσεις ξεπερνούν τις 5.500. Ακριβώς επειδή η διαδικασία είναι πιο σύνθετη, αρκετές χιλιάδες δεν έχουν ακόμη φτάσει στο τελικό στάδιο.
Και εδώ μπαίνει το δύσκολο ερώτημα ως προς το συνολικό αριθμό αιτήσεων που αντέχουν να ικανοποιήσουν τα διαθέσιμα κονδύλια των δύο προγραμμάτων (434 εκατ. ευρώ το «Εξοικονομώ», 223 εκατ. ευρώ το «Αλλάζω Σύστημα Θέρμανσης και Θερμοσίφωνα»).
Πόσα αιτήματα μπορούν να καλυφθούν
Σύμφωνα με πηγές του ΥΠΕΝ για το μεν «Εξοικονομώ», τα ποσά αντέχουν για να καλύψουν πάνω από 15.000 αιτήματα. Όσο για τους θερμοσίφωνες και τις αντλίες, τα κεφάλαια εκτιμάται ότι αρκούν για περίπου 170.000 συσκευές.
Στο ακόμη πιο δύσκολο ερώτημα, κατά πόσο τα δημοσιονομικά περιθώρια της χώρας είναι σε θέση να καλύψουν αναβαθμίσεις ενός σημαντικού ποσοστού από τα 4 και πλέον εκατομμύρια σπίτια του παρωχημένου ενεργειακά ελληνικού κτιριακού τομέα, η απάντηση είναι προφανώς και «όχι», καθώς τα δεδομένα είναι απαγορευτικά.
«Σε όλα μαζί τα μέχρι σήμερα «Εξοικονομώ» έχουν ενταχθεί συνολικά λίγο πάνω από 100.000 νοικοκυριά, με μια συνολική επιδότηση άνω των 2 δισ. ευρώ. Αν λάβουμε υπόψη μας τις ανάγκες 4,3 εκατομμυρίων κατοικιών, τα απαιτούμενα ποσά είναι απαγορευτικά. Δεν υπάρχουν ούτε ευρωπαϊκοί, ούτε εθνικοί πόροι που να μπορούν να καλύψουν τέτοιες ανάγκες», είχε αναφέρει ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Θόδωρος Σκυλακάκης σε ειδική εκδήλωση τον Ιανουάριο όπου είχαν παρουσιαστεί και τα επτά προγράμματα που τρέχουν αυτή τη περίοδο. Ειδικά όταν λόγω της αύξησης του κόστους των υλικών και των οικοδομικών εργασιών, η μέση δαπάνη ανά νοικοκυριό στο «Εξοικονομώ» υπολογίζεται στα 30.000 ευρώ.
Εκτός και αν καταστεί εφικτό να εξασφαλιστούν περαιτέρω κονδύλια, κάτι που είχε προαναγγείλει ο υπουργός, διευκρινίζοντας ωστόσο ότι τυχόν επέκταση των προγραμμάτων θα αφορά στοχευμένες περιοχές (π.χ. Θεσσαλία) και κατηγορίες νοικοκυριών με αυξημένες ανάγκες, όπως τα ευάλωτα.
Κάτι που με τη σειρά του σημαίνει ότι το «παράθυρο» σταδιακά κλείνει, και μετά τις 20 και 31 Μαρτίου αντίστοιχα οπότε και εκπνέουν οι προθεσμίες στα δύο προγράμματα, ο οποίος τυχόν νέος γύρος μπορεί να έχει λιγότερο ελκυστικούς όρους, πιο απαιτητικές και αυστηρές προϋποθέσεις συμμετοχής και ενδεχομένως χαμηλότερα ποσά επιδοτήσεων, από τα σημερινά.
Τα παραπάνω σημαίνουν επίσης ότι κάποιοι από τους μαξιμαλιστικούς στόχους που έχουν τεθεί ως προ την εξοικονόμηση ενέργειας, προφανώς και θα αναθεωρηθούν. Κάτι που θα συμπαρασύρει ενδεχομένως και όσα προβλέπει το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), σύμφωνα με το οποίο οι αναβαθμίσεις κατοικιών στην Ελλάδα, θα πρέπει να «τρέχουν» κατά τη περίοδο 2025 – 2030, με τριπλάσιο ρυθμό σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, δηλαδή να αντιστοιχούν κάθε χρόνο σε 68.000 ανακαινίσεις, ώστε να φτάσουμε τις 408.000 στην εξαετία.
Μάξιμουμ δαπάνες, επιδοτήσεις
Τα παραπάνω ωστόσο δεν αναιρούν το γεγονός ότι δύο σχεδόν μήνες από τότε που έκαναν πρεμιέρα τα δύο προγράμματα, το τεράστιο ενδιαφέρον για αντικατάσταση εξοπλισμού και αναβάθμιση κατοικιών αναδεικνύει την ανάγκη εξεύρεσης όσο το δυνατόν περισσότερο πόρων στο πλαίσιο πάντα των δημοσιονομικών αντοχών.
Στη περίπτωση του «Εξοικονομώ», θυμίζουμε ότι ο επιλέξιμος προϋπολογισμός είναι 35.000 ευρώ και τα ποσοστά επιδότησης κινούνται μεταξύ 50%-100% ανάλογα με τις δύο εισοδηματικές κατηγορίες (η πρώτη για ατομικό έως 5.000 ευρώ και οικογενειακό έως 10.000 ευρώ και η δεύτερη για πάνω από τα ποσά αυτά), αλλά και τις τρεις ειδικές κατηγορίες που καθιερώνει για πρώτη φορά το πρόγραμμα: Τους πληγέντες των φυσικών καταστροφών στη Θεσσαλία και τους σεισμόπληκτους στο Αρκαλοχώρι Κρήτης, τις οικογένειες με μέλος ή μέλη ΑμεΑ και τις οικογένειες με τέσσερα παιδιά.
Κριτήριο με αυξημένη βαρύτητα αποτελούν οι βαθμοημέρες θέρμανσης και επιλέξιμα ακίνητα είναι οι υφιστάμενες μονοκατοικίες ή τα υφιστάμενα διαμερίσματα με χρήση κύριας κατοικίας που έχουν καταταγεί σε ενεργειακή κλάση χαμηλότερη ή ίση της Γ’.
Στη περίπτωση της αντικατάστασης θερμοσίφωνα, το ποσοστό επιδότησης φτάνει το 60% για τα νοικοκυριά που ανήκουν στην χαμηλή εισοδηματική κατηγορία, (οικογενειακό εισόδημα έως 10.000 ευρώ ή ατομικό έως 5.000 ευρώ) και πέφτει στο 50% για όσους έχουν πάνω από τα ποσά αυτά.
Στη δε, αγορά αντλίας θερμότητας, όπου δεν υπάρχουν εισοδηματικά κριτήρια, η ενίσχυση φτάνει το 50%, έχει ταβάνι τα 5.000 ευρώ για τον εξοπλισμό και τα 1.000 ευρώ για τις υπηρεσίες και, όπως και για την αγορά θερμοσίφωνα, οι δικαιούχοι θα παίρνουν δύο επιταγές (vouchers). Μία για τον εξοπλισμό και μια για τις υπηρεσίες.
