Αντίθετα απαλλάχθηκε για την κατηγορία του βιασμού.
Επιπλέον κρίθηκε ένοχος και για τη δυσφήμιση της Κάρολο με βάση δημοσίευση που έκανε πρόσφατα. Σε δημοσίευσή του τον Οκτώβριο του 2022 στο δικό του κοινωνικό δίκτυο, Truth Social, ο Τραμπ είχε χαρακτηρίσει τις καταγγελίες της Κάρολ «απατεωνίστικη ιστορία».
«Πιστεύει κανείς ότι θα έπαιρνα μια γυναίκα που τότε ήταν σχεδόν 60 χρονών, μια γυναίκα που δεν γνώριζα, από την είσοδο ενός πολυσύχναστου πολυκαταστήματος (και εγώ ήμουν πολύ αναγνωρίσιμος, για να το θέσω ήπια!) σε ένα μικρό δοκιμαστήριο. Δεν φώναξε; Δεν υπάρχουν μάρτυρες; Κανείς δεν το είδε;» έγραψε, χαρακτηρίζοντας «απάτη» τις κατηγορίες. «Είναι μια απατεωνίστικη, αναληθής ιστορία – Κυνήγι μαγισσών», είχε γράψει.
Το περιστατικό είχε συμβεί στις αρχές της δεκαετίας του 1990 (η Κάρολ είχε πει ότι ήταν στα τέλη του 1995 ή τις αρχές του 1996) σε πολυκατάστημα στη Νέα Υόρκη.
Οι εννέα ένορκοι (έξι άνδρες και τρεις γυναίκες) επιδίκασαν αποζημίωση 5 εκατ. δολαρίων στην Κάρολ για την επίθεση που υπέστη και για τη δυσφήμιση από τον πρώην πρόεδρο. Η διαβούλευση κράτησε λιγότερο από τρεις ώρες.
Είναι η πρώτη φορά που ένας πρόεδρος των ΗΠΑ καταδικάζεται για το αδίκημα της σεξουαλικής επίθεσης.
Για «επαίσχυντη ετυμηγορία» έκανε λόγο ο Ρεπουμπλικάνος Τραμπ σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα Truth Social, επαναλαμβάνοντας τον ισχυρισμό ότι δεν έχει ιδέα ποια είναι αυτή η γυναίκα. Εκπρόσωπός του προανήγγειλε πως θα ασκήσει έφεση, μέχρι την εκδίκαση της οποίας ο Τραμπ δεν είναι υποχρεωμένος να καταβάλει την αποζημίωση.
Το περιστατικό
Η υπόθεση αφορά μια συνάντηση που, σύμφωνα με την 79χρονη σήμερα Κάρολ, που διατηρούσε στήλη συμβουλών στο περιοδικό Elle, είχαν οι δύο τους στο πολυκατάστημα Bergdorf Goodman, στα τέλη του 1995 ή τις αρχές του 1996, όπου εκείνη λέει ότι ο Τραμπ την βίασε.
Η Κάρολ τον μήνυσε για δυσφήμιση, αφού ο πρώην πρόεδρος αρνήθηκε ότι την βίασε και σε μια ανάρτησή του στον ιστότοπο Truth Social υποστήριξε ότι δεν την γνωρίζει, «δεν είναι ο τύπος του» και ότι έκανε αυτόν τον ισχυρισμό για να πουλήσει τα απομνημονεύματά της. Τον μήνυσε επίσης για βιασμό, βασιζόμενη σε έναν νόμο της Νέας Υόρκης που έδινε τη δυνατότητα, για περιορισμένο χρονικό διάστημα, στα θύματα να προσφύγουν στα δικαστήρια ακόμη και αν έχει παραγραφεί το αδίκημα.
Η Κάρολ κατέθεσε ότι γνώρισε τον Τραμπ χρόνια πριν από τη συνάντησή τους στο πολυκατάστημα και τον θεωρούσε «ευχάριστο» και «κοινωνικό». Στο Bergdorf, όπως είπε, έφευγε όταν ο Τραμπ την αναγνώρισε και της έτεινε το χέρι του, αναγκάζοντάς την να σταματήσει.
Η Κάρολ προσπάθησε να συγκρατήσει τα δάκρυά της ενώ περιέγραφε πώς τον απώθησε.
Όταν ρωτήθηκε από τον δικηγόρο της αν είπε «όχι», απάντησε: «Δεν θυμάμαι να το λέω. Ίσως να το είπα».
Πρόσθεσε ότι εκείνη την εποχή έριχνε το φταίξιμο στον εαυτό της, φοβόταν ότι θα έχανε τη δουλειά της και ότι ο Τραμπ θα την εκδικούταν εάν τον κατέδιδε.