Σε τροχιά να φτάσουν σε νέα επίπεδα-ρεκόρ, ξεπερνώντας πλέον τα 10 δισ. ευρώ, βρίσκονται οι εξαγωγές τροφίμων στη χώρα μας φέτος, οι οποίες παρά τις διεθνείς αναταράξεις διατηρούν τη δυναμική τους. Αποτέλεσμα της μεγάλης προσπάθειας των ελληνικών επιχειρήσεων να βρουν διεξόδους επιβίωσης μέσα στη μακρά περίοδο της κρίσης, πλέον έχουν φτάσει σε ένα σημείο να αποτελούν κύριο εργαλείο ανάπτυξης για όσους το τόλμησαν και το τολμούν.
Οι τελευταίοι, δε, αυξάνονται διαρκώς, κάτι που, εκτός από τα επίσημα στοιχεία της πορείας της εξαγωγικής δραστηριότητας της Ελλάδας, φαίνεται και από τις συμμετοχές των ελληνικών εταιρειών στις διεθνείς εκθέσεις. Μόλις τον περασμένο μήνα στη μεγαλύτερη έκθεση τροφίμων της Μέσης Ανατολής και ΝΑ Ασίας, την Gulf Foods, στο Ντουμπάι, συμμετείχε αριθμός-ρεκόρ ελληνικών επιχειρήσεων που ξεπέρασαν τις εξήντα. Λίγους μήνες νωρίτερα, το φθινόπωρο, στη μεγαλύτερη έκθεση τροφίμων και ποτών του κόσμου, την Anuga, που διεξάγεται στην Κολωνία, ο αριθμός των ελληνικών επιχειρήσεων ήταν 269 – επίσης ρεκόρ που έβαζε την Ελλάδα στην 5η θέση μεταξύ των 7.800 εκθετών από 118 διαφορετικές χώρες.
Οι ελληνικές εξαγωγές τροφίμων το 2023 αυξήθηκαν κατά 12% σε σχέση με το 2022, φτάνοντας στα 9,13 δισ. ευρώ, ακολουθώντας την ανοδική τάση των τελευταίων ετών. Μόλις τέσσερα χρόνια πριν, το 2019, το έτος προ του COVID19, οι εξαγωγές ήταν 5,37 δισ. ευρώ! Και όσο τα στοιχεία πηγαίνουν προς τα πίσω τόσο μεγαλύτερη η διαφορά βάσει της προόδου που έχει γίνει.
Ο ίδιος δηλώνει αισιόδοξος για τις συνολικές εξαγωγικές επιδόσεις φέτος, μετά την κάμψη που υπήρξε πέρυσι κυρίως λόγω της υποχώρησης του τομέα των πετρελαιοειδών. «Η ανάπτυξη του κλάδου των τροφίμων κατά 50 εκατ. ευρώ, ο οποίος παραδοσιακά αποτελεί έναν ισχυρό κλάδο της ελληνικής οικονομίας, ενδυναμώνει τις προσδοκίες για το 2024».
Ο κλάδος των τροφίμων, εξάλλου, με βάση τα στοιχεία έρευνας του Ινστιτούτου Εξαγωγικών Ερευνών και Σπουδών (ΙΕΕΣ) του ΣΕΒΕ ήταν το 2023 ο τρίτος πιο εξωστρεφής τομέας για τη χώρα μας, πίσω από τα πετρελαιοειδή και τη βιομηχανία (από την οποία πάντως είχε πολύ μικρή απόσταση) με μερίδιο 17,9% στις συνολικές εξαγωγές της Ελλάδας. Επίπεδα που προ 15ετίας, όταν ξεκινούσε η κρίση, μάλλον ήταν όνειρο…
Πλέον ολοένα περισσότερες εταιρείες βασίζονται για την ανάπτυξή τους στις εξαγωγές, ενώ υπάρχουν κι εκείνες οι περιπτώσεις που πλέον γιγαντώνονται μεθοδικά. Μία από αυτές είναι η Κρι Κρι. Η γαλακτοβιομηχανία από τις Σέρρες της οικογένειας Τσινάβου, που φέτος συμπληρώνει 70 χρόνια ζωής, έχει καταφέρει να πολλαπλασιάσει το μέγεθός της σε σχέση με χρόνια πριν, φτάνοντας πέρυσι να κάνει πωλήσεις 210 εκατ. ευρώ. Λίγο πάνω από το 50% των πωλήσεών της (106 εκατ. ευρώ) γίνεται στις ξένες, κυρίως ευρωπαϊκές, αγορές, όπου εξάγει γιαούρτι και παγωτό. «Είναι μονόδρομος. Η ελληνική αγορά δεν έχει το μέγεθος αλλά και το βάθος για να προσβλέπεις σε μεγαλύτερα πράγματα. Και φυσικά υπάρχει και έντονος ανταγωνισμός, δεν είναι λύση να προσπαθεί ο ένας να φάει τις σάρκες του άλλου», εξηγούσε ο πρόεδρος της εταιρείας Παναγιώτης Τσινάβος στο περιθώριο της παρουσίασης των νέων επενδύσεων της γαλακτοβιομηχανίας την περασμένη εβδομάδα. «Ξεκάθαρα το μέλλον της εταιρείας αλλά και κάθε εταιρείας που έχει μεγάλες βλέψεις είναι το εξωτερικό», τονίζει. Σημειωτέον πως οι εξαγωγές της Κρι Κρι ήταν μόλις 47 εκατ. ευρώ το 2019!
«Οι εξαγωγές είναι απαραίτητες για να ευδοκιμήσουν και να παραμείνουν ανταγωνιστικές οι ελληνικές επιχειρήσεις στην παγκόσμια αγορά, καθώς προάγουν την καινοτομία, ενισχύουν την παραγωγικότητα και τονώνουν τη συνολική οικονομική ανάπτυξη της χώρας μας γενικότερα», λέει από την πλευρά του ο κ. Διαμαντίδης και προσθέτει: «Για εμάς στον ΣΕΒΕ η ενίσχυσης της εξωστρέφειας των ελληνικών επιχειρήσεων είναι κυρίαρχος στόχος, γι’ αυτό και υποστηρίζουμε καθημερινά τις επιχειρήσεις στην εξαγωγική τους δραστηριότητα, διότι πιστεύουμε πως μέσω της εξωστρέφειας μπορεί να αναπτυχθεί ουσιαστικά και με βιώσιμους ρυθμούς η εγχώρια οικονομία. Με τα σχετικά στενά όρια της εγχώριας αγοράς και τις οικονομικές προκλήσεις, οι εξαγωγές προσφέρουν ζωτικής σημασίας ευκαιρίες για την ανάπτυξη των επιχειρήσεων. Αξιοποιώντας τις διεθνείς αγορές, οι Ελληνες εξαγωγείς μπορούν να διαφοροποιήσουν την πελατειακή τους βάση, να επεκταθούν πέρα από τα όρια της εγχώριας οικονομίας και να αξιοποιήσουν συγκριτικά πλεονεκτήματα τόσο σε προϊόντα όσο και σε υπηρεσίες».
Τα γαλακτοκομικά, σύμφωνα με τα στοιχεία που επεξεργάστηκε ο ΣΕΒΕ, είναι μία από τις κατηγορίες των τροφίμων που πρωταγωνιστούν στις ελληνικές εξαγωγές τροφίμων. Είναι μάλιστα μία από τις τέσσερις που εμφανίζονται να καταγράφουν ρεκόρ άνω του 1 δισ. ευρώ η καθεμία.
Η μεγαλύτερη κατηγορία είναι τα παρασκευάσματα λαχανικών και φρούτων, τα οποία πέρυσι έφτασαν στο 1,56 δισ. ευρώ σε εξαγωγές. Ακολουθούν τα λίπη και έλαια, που λόγω της σημαντικής ανόδου του ελαιόλαδου έφτασαν στο 1,48 δισ. ευρώ, οι καρποί και τα φρούτα με 1,45 δισ. ευρώ και τα γαλακτοκομικά με 1,35 δισ. ευρώ πωλήσεις στο εξωτερικό. Πολύ κοντά στο 1 δισ. ευρώ έφτασαν τα ψάρια (946 εκατ. ευρώ) παρά τα μεγάλα προβλήματα στις ιχθυοκαλλιέργειες. Αξιοσημείωτη επίδοση είχαν και τα παρασκευάσματα δημητριακών, που αυξήθηκαν στα 560 εκατ. ευρώ.
Πιο αναλυτικά, στα κορυφαία προϊόντα βρίσκουμε το εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο που είχε πωλήσεις στο εξωτερικό το 2023 ύψους 975,1 εκατ. ευρώ, τα τυριά με 909,2 εκατ. ευρώ, τις ελιές με 561,7 εκατ. ευρώ, τα ροδάκινα κομπόστα με 387,7 εκατ. ευρώ, τις τσιπούρες με 376,4 εκατ. ευρώ, τα γιαούρτια με 325 εκατ. ευρώ κ.ο.κ.
«Οι πωλήσεις μας το 2023 στο εξωτερικό έφτασαν να αναλογούν στο 65% του κύκλου εργασιών μας», λέει στο «b.s.» ο κ. Νίκος Πέντζος, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΖΑΝΑΕ. Η εταιρεία που είχε κύκλο εργασιών περίπου 35 εκατ. ευρώ πέρυσι παράγει στις εγκαταστάσεις της στη Θεσσαλονίκη έτοιμα φαγητά σε διάφορες συσκευασίες (ντολμαδάκια, φασόλια γίγαντες, λαχανικά, πιπεριές, ντοματοπολτός), έχοντας πελάτες στη λιανική αλλά και στο HORECA, και παράλληλα εστιάζει στην αρτοποίηση με προϊόντα για τον φούρνο, την αρτοβιοτεχνία και την αρτοβιομηχανία, όπως ζάχαρη, σουσάμι, ηλιέλαιο, αλάτι, πραλίνες κ.τ.λ.
«Γενικά ως εταιρεία πάντα κάναμε εξαγωγές, ωστόσο την τελευταία πενταετία αυτές έχουν αυξηθεί σημαντικά, φτάνοντας πλέον να αντιστοιχούν στην πλειονότητα των πωλήσεων που κάνουμε», λέει ο κ. Πέντζος. «Μάλιστα τα τελευταία χρόνια έχουμε φτιάξει ειδικό τμήμα R&D που προσπαθεί να διαμορφώσει ειδικές συνταγές με βάση τις διατροφικές συνήθειες σε κάποιες χώρες-στόχους. Και τα πηγαίνουμε πολύ καλά. Ηδη έχουμε αναπτύξει πολλούς κωδικούς προϊόντων που είναι προσαρμοσμένοι στις τοπικές αγορές, τα περισσότερα ιδιωτικής ετικέτας με βάση συνεργασίες που κλείνουμε», σημειώνει. Για τη ΖΑΝΑΕ οι εξαγωγές αποτελούν πλέον βασικό μοχλό ανάπτυξης και εξέλιξης. «Προφανώς και διατηρούμε και προσπαθούμε να ενισχύσουμε τη θέση μας στην ελληνική αγορά, όμως το εξωτερικό έχει τους όγκους που μπορούν να δημιουργήσουν οικονομίες κλίματος σε καθετοποιημένες αγορές ώστε να μπορεί κανείς να ατενίζει το μέλλον με αισιοδοξία», σημειώνει. Τονίζει πάντως ότι οι εξαγωγές δεν είναι «εύκολο άθλημα» και τα στάνταρ είναι υψηλά. «Αυτό που κάνει τη διαφορά είναι η ποιότητα, η αξιοπιστία, η εμπιστοσύνη, τα σωστά δίκτυα, αλλά και οι αρχές ESG που τα τελευταία χρόνια λαμβάνονται σοβαρά υπόψη από τους συνεργάτες στο εξωτερικό. Εμείς επενδύουμε σε όλα αυτά. Πρόσφατα μάλιστα ολοκληρώσαμε και την πράσινη μετάβαση μέσα από ένα πάρκο φωτοβολταϊκών 1,5 MW που φτιάξαμε για net metering αλλά και τη στροφή στο φυσικό αέριο».
Σύμφωνα με την ανάλυση που έκανε ο ΣΕΒΕ επί των στοιχείων των διεθνών εμπορευματικών συναλλαγών, κορυφαίοι προορισμοί των ελληνικών εξαγωγών το 2023 ήταν η Ιταλία, με αρκετή διαφορά από τη δεύτερη Γερμανία. Στην Ιταλία εξηγάγαμε εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο συνολικού ποσού 604,4 εκατ. ευρώ, γιαούρτι (146,39 εκατ. ευρώ), σκληρό σιτάρι (131,22 εκατ. ευρώ), τσιπούρες (117 εκατ. ευρώ) και λαβράκια (111,64 εκατ. ευρώ). Στη Γερμανία πάλι εξηγάγαμε τυριά (280,4 εκατ. ευρώ), εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο (78,83 εκατ. ευρώ), ελιές (62,17 εκατ. ευρώ), ροδάκινα (48,46 εκατ. ευρώ) και ζύμες (44,54 εκατ. ευρώ).
Στους πέντε μεγαλύτερους εξαγωγικούς προορισμούς για τα ελληνικά προϊόντα συγκαταλέγονται επίσης οι ΗΠΑ με κορυφαία εξαγωγικά προϊόντα τις ελιές (144,98 εκατ. ευρώ) και τα ροδάκινα (79,66 εκατ. ευρώ), το Ηνωμένο Βασίλειο με τυριά (96 εκατ. ευρώ) και γιαούρτια (75,42 εκατ. ευρώ) και η Ισπανία με κύρια εξαγώγιμα προϊόντα τα ψάρια (τσιπούρες 117,58 εκατ. ευρώ και λαβράκια 72,76 εκατ. ευρώ) και το εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο (57,29 εκατ. ευρώ).
«Ανέκαθεν είχαμε μια εξαγωγική δραστηριότητα, όμως προσπαθούμε να τη μεγαλώσουμε με διάφορα νέα προϊόντα αλλά και σε νέες αγορές», λέει ο κ. Πάνος Μενεξόπουλος, διευθύνων σύμβουλος της Dryfo – Αφοί Μενεξόπουλοι ΑΒΕΕ, γνωστής εξαγωγικής εταιρείας στον κλάδο των ξηρών καρπών, των αποξηραμένων φρούτων, των υπερτροφών και των μπαχαρικών. Η εταιρεία είχε το 2023 κύκλο εργασιών 67 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων το 45% προήλθε από το εξωτερικό.
«Κάνουμε εμπόριο και μέσα από αυτό προσπαθούμε να βρούμε εκείνες τις ευκαιρίες και τα κανάλια για να αναπτυχθούμε. Οι ανθρώπινες σχέσεις πάντα μπορούν να σε βοηθήσουν να χτίσεις μόνιμες συνεργασίες αλλά πρέπει να έχεις την επάρκεια, την ποιότητα, τις ανταγωνιστικές τιμές αλλά και τις υπηρεσίες εκείνες που θα κάνουν τον συνεργάτη να σε προτιμήσει και να χτίσετε από κοινού μια συνεργασία που θα ωφελήσει και τους δύο», λέει ο ίδιος και συνεχίζει: «Από την πλευρά μας προσπαθούμε να χτίσουμε σταθερές σχέσεις στα Βαλκάνια και την Ευρώπη, αν και συνολικά οι εξαγωγές μας έχουν φτάσει σε 60 διαφορετικές χώρες. Ειδικά στον χώρο μας, που έχει να κάνει με αγροτικά προϊόντα, χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, καθώς όλος ο κόσμος δουλεύει με χαμηλά περιθώρια κέρδους, οπότε το να μπαίνουμε σε νέα χωράφια πάντα είναι κάτι που κρύβει μεγάλο ρίσκο». Η εταιρεία έχει το brand Dryfo, όμως κατά βάση οι μεγαλύτερες πωλήσεις της αφορούν το χύμα προϊόν και έπειτα την ιδιωτική ετικέτα. Η στρατηγική αυτή, πάντως, την έχει ευνοήσει στην ανάπτυξή της δημιουργώντας πρόσφατα ένα νέο εργοστάσιο για μπαχαρικά. Μάλιστα, η εταιρεία απασχολεί σήμερα 180 άτομα.
Η Μακεδονία πρωταγωνιστεί
Το ενδιαφέρον στοιχείο από την έρευνα του ΣΕΒΕ είναι πως η Βόρεια Ελλάδα είναι αυτή που πρωταγωνιστεί στις εξαγωγές τροφίμων. Ειδικά η Κεντρική Μακεδονία, που καταφέρνει από μόνη της να ξεπεράσει την Αττική, με την οποία πάντως έχουν τη μερίδα του λέοντος στις ελληνικές εξαγωγές τροφίμων.
Συγκεκριμένα, από την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας έγιναν εξαγωγές τροφίμων το 2023 ύψους 2,31 δισ. ευρώ και από την Περιφέρεια Αττικής 1,77 δισ. ευρώ. Ακολουθούν η Θεσσαλία με 1,07 δισ. ευρώ, η Δυτική Ελλάδα με 669 εκατ. ευρώ, η Πελοπόννησος με 624 εκατ. ευρώ, η Κρήτη με 402 εκατ. ευρώ, η Ηπειρος με 334 εκατ. ευρώ, η Στερεά Ελλάδα με 333 εκατ. ευρώ, η Ανατολική Μακεδονία – Θράκη με 251 εκατ. ευρώ, η Δυτική Μακεδονία με 96 εκατ. ευρώ και οι Περιφέρειες Ιονίου με 51 εκατ. ευρώ, Βορείου Αιγαίου με επίσης 51 εκατ. ευρώ και Νοτίου Αιγαίου με 12 εκατ. ευρώ.
Η Pelopac είναι εταιρεία στη Θεσσαλονίκη με εργοστάσιο στη Βιομηχανική Περιοχή της Σίνδου, όπου απασχολούνται 160 άτομα. Πρόκειται για εταιρεία που μεταποιεί προϊόντα με αποκλειστική διάθεση στο εξωτερικό. «Μεγαλύτερη αγορά μας είναι οι ΗΠΑ, όπου εξάγουμε σχεδόν το 80% των προϊόντων μας», λέει ο διευθύνων σύμβουλος Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης. Η διαφορά της Pelopac σε σχέση με την πλειονότητα των υπόλοιπων εταιρειών που επιδιώκουν το κάτι παραπάνω στις ξένες αγορές είναι ότι από το 1993, οπότε συγκροτήθηκε, η στόχευσή της είναι αποκλειστικά οι αγορές του εξωτερικού. Κάτι φυσικά που τη βοήθησε όχι μόνο να διατηρήσει σταθερή πορεία στα δύσκολα οικονομικά χρόνια για τη χώρα, αλλά και να αναπτυχθεί μέσα από σοβαρές συνεργασίες.
«Η ελληνική αγορά παραείναι μικρή, ο ανταγωνισμός μεγάλος και τα περιθώρια πάρα πολύ μικρά για να ασχοληθούμε», λέει ο κ. Κωνσταντινίδης. Βασικότερο προϊόν της εταιρείας είναι η επιτραπέζια ελιά, ωστόσο ετοιμάζει και διαθέτει μεγάλη γκάμα από διάφορα spreads, προϊόντα antipasti και σνακ. «Ολα αυτά τα παράγουμε είτε με ετικέτες μεγάλων και γνωστών brands του εξωτερικού, κυρίως στις ΗΠΑ, είτε με ιδιωτική ετικέτα λιανεμπόρων», εξηγεί ο ίδιος διευκρινίζοντας ότι το target group των καταναλωτών δεν είναι οι ομογενείς του εξωτερικού αλλά οι ξένοι καταναλωτές. Σήμερα στην αγορά της επιτραπέζιας ελιάς, τις ΗΠΑ, η ελληνική ελιά είναι Νο1 σε μερίδιο και παγκοσμίως Νο2, πίσω από την ισπανική, με 24%. Ο κύκλος εργασιών της Pelopac το 2023 ήταν στα 23 εκατ. ευρώ.
«Το σύγχρονο επιχειρείν απαιτεί έρευνα και ανάπτυξη, καινοτομία προϊόντων και υπηρεσιών, προσαρμογή στις επιταγές του ψηφιακού μετασχηματισμού και της πράσινης επιχειρηματικότητας. Οι εξαγωγικές επιχειρήσεις, όπως έχουν κάνει όλα αυτά τα χρόνια, θα πρέπει να συνεχίσουν να επιδεικνύουν προσαρμοστικότητα και γρήγορα αντανακλαστικά», καταλήγει ο κ. Χασάπης του ΣΕΒΕ.