«Είναι ένας μοναδικός χώρος, με τους δικούς του νόμους και τη δική του ενέργεια» δήλωσε ο ίδιος, προ ημερών, στη συνέντευξη τύπου που έδωσε για την παράσταση, αρνούμενος, ωστόσο, πεισματικά, να αντιμετωπίσει το κορυφαίο αρχαίο θέατρο της χώρα μας αλλά και το αρχαίο δράμα ως μουσειακά είδη. Για εκείνον, αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι οι παραλληλισμοί με τη σύγχρονη εποχή, η παρουσίαση των τραγικών ηρώων με σημερινά χαρακτηριστικά, η μεταφορά των μηνυμάτων του έργου στην σύγχρονη, δυστοπική πραγματικότητα. «Είμαι πάντα πολύ προσεκτικός στο πώς προσεγγίζω τις αρχαίες τραγωδίες. Όχι επειδή αποτελούν μνημεία, αλλά λόγω της καθαρότητάς τους. Η πλοκή είναι απόλυτη, δραματική, συμπαγής. Η πρόκληση είναι να τη συνδέσουμε με τη δική μας εμπειρία».
Παράσταση – καταγγελία στον πόλεμο
Η απάντηση στο ερώτημα «γιατί επέλεξε την Ιφιγένεια εν Αυλίδι» συμπυκνώνεται σε μία και μόνο λέξη: «Πόλεμος». Παρότι είχε ανεβάσει, κατά το πρόσφατο παρελθόν, στη Μόσχα, την «Ηλέκτρα», αποτελούσε βαθιά επιθυμία του και διεισδύσει στον συναρπαστικό αλλά και σύνθετο συνάμα κόσμο της Ευριπίδειας Ιφιγένειας προκειμένου να στηλιτεύσει τα δεινά των πολέμων της εποχής μας και τους ισχυρούς μηχανισμούς του, να σκιαγραφήσει τις αιτίες και τα χαρακτηριστικά τους και κυρίως να καταγγείλει την ύπαρξή τους και την καθολική, αδιαμαρτύρητη σχεδόν καθολική αποδοχή τους.
«Στο κέντρο όλων βρίσκεται ο πόλεμος. Δεν τον βλέπουμε τον πόλεμο στην παράσταση, αισθανόμαστε όμως τη μυρωδιά του. Είναι μια παράσταση για τον πόλεμο που έρχεται και για ν’ αρχίσει χρειάζονται θύματα» εξηγεί ο πρωτοποριακός σκηνοθέτης και αρνητής της πολιτικής του Πούτιν, ο οποίος ζει αυτοεξόριστος στο Βερολίνο από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία και προσθέτει με νόημα: «Δυστυχώς ο πόλεμος είναι επίκαιρος σήμερα. Το πρόβλημα είναι ότι το βρίσκουμε κανονικό και αυτό είναι χειρότερο ακόμα και από το ίδιο το τίμημα του πολέμου. Θα περίμενε κανείς ότι στον 21ο αιώνα ο πόλεμος δεν θα ήταν αποδεκτός, δεν θα έπρεπε να υπάρχει ούτως ή άλλως. Ωστόσο συμβαίνει. Ίσως δεν έχουμε πάρει ακόμα το μάθημά μας. Νομίζουμε πως έχουμε προχωρήσει σε μια καλύτερη ζωή. Αλλά η εμπειρία δείχνει ότι ο πόλεμος βρίσκεται πολύ πιο κοντά απ’ ότι φανταζόμαστε. Γι’ αυτό πρέπει να επιστρέφουμε σ’ αυτό το κείμενο που γράφτηκε πριν από χιλιάδες χρόνια».
Η Ιφιγένεια του χθες και του σήμερα
Η Ιφιγένεια του Ευριπίδη, γραμμένη το 407 π.Χ στην αυλή του βασιλιά Αρχελάου της Μακεδονίας, φθάνει στην Αυλίδα, όπου βρίσκονται αραγμένα τα πλοία των Ελλήνων, με σκοπό να θυσιαστεί στη θεά Άρτεμη, προκειμένου να φυσήξουν οι απαραίτητοι άνεμοι για να ξεκινήσει το ταξίδι προς την Τροία και να γίνει πράξη η εκδίκηση για την αρπαγή της Ωραίας Ελένης. Η Ιφιγένεια του Κουλιάμπιν, όμως, είναι απλώς μια κόρη, η οποία δεν έχει ιδέα για το τι πρόκειται να συμβεί. Είναι κατά κάποιο τρόπο το θύμα της κατάστασης, δεν θυσιάζεται αλλά δολοφονείται. Όπως δολοφονούνται καθημερινά σήμερα δεκάδες γυναίκες στο βωμό «του μηχανισμού, της στρατηγικής, της τεχνολογίας, της μπίζνας του πολέμου» όπως πολύ γλαφυρά περιγράφει ο ίδιος κι ας μην κάνει συγκεκριμένες αναφορές στον τόπο και τον χρόνο.
Αντιστοίχως, έναν διαφορετικό, σύγχρονο ρόλο, διαδραματίζει στην παράσταση και η Άρτεμις. Δεν είναι η μυθική θεά του Ολύμπου στην οποία αφιερώνουν οι άνθρωποι τις θυσίες τους για να εξασφαλίσουν την εύνοιά της και την συνακόλουθη, καταλυτική παρέμβασή της στην επίλυση των προβλημάτων τους. Είναι ένα πρόσωπο που αντιπροσωπεύει τη σύγχρονη εξουσία: «Ο,τι θέλει η Άρτεμις θα το κάνει, αφού δεν μπορείς να στραφείς εναντίον της. Σήμερα δεν υπάρχουν θεοί, αλλά υπάρχουν δομές εξουσίας και κυριαρχίας, πολιτικοί και κυβερνητικοί οργανισμοί, πανίσχυρες κυβερνήσεις στη βούληση των οποίων κανείς δεν μπορεί να εναντιωθεί» εξηγεί ο σκηνοθέτης.
Αποτελεί, εξάλλου, πάγια τακτική του να τοποθετεί τους ήρωές του σε σύγχρονες συνθήκες: «Πάντα επιδιώκω να βρω τις σχέσεις ανάμεσά τους και δεν τούς αντιμετωπίζω σαν αρχαίους ήρωες, ως κάτι από το παρελθόν, αλλά προσπαθώ να τους βλέπω ως ανθρώπους που γνωρίζω ή που θέλω να γνωρίσω, όχι από τον κόσμο της φαντασίας αλλά από την πραγματική ζωή» επισημαίνει ο ίδιος.
Οι πρωταγωνιστές
Αν για τη βραβευμένη με θεατρικό βραβείο «Μελίνα Μερκούρη» και Βραβείο Κάρολος Κουν Ανθή Ευστρατιάδου, που υποδύεται την Ιφιγένεια, η παράσταση αυτή αποτελεί «μια βουτιά σε ψυχικές περιοχές πολύ άγριες, μαζί έναν σκηνοθέτη που έχει το σπάνιο χάρισμα να ενώνει και να εμπνέει» για τη Μαρία Ναυπλιώτου, που ενσαρκώνει την Κλυταιμνήστρα, η συνάντηση με την ηρωίδα της υπήρξε σοκαριστικά αποκαλυπτική: «Προσωπικά, έχω μια τάση να δικαιολογώ την Κλυταιμνήστρα, να βρω το καλό της κομμάτι, αλλά η ανάγνωση του Τιμοφέι με οδήγησε να ανακαλύψω ένα πρόσωπο που είναι ένα τέρας, ένα τρομαχτικό πρόσωπο, που έχει επιλογές αλλά δεν τις επιλέγει. Η ήττα είναι το τελικό γνώρισμα αυτής της κατάστασης καθώς όταν η Κλυταιμνήστρα καταλαβαίνει τι έχει συμβεί, είναι πολύ αργά» εξομολογείται η ίδια.
Ο Νίκος Ψαρράς, πάλι, χαρακτηρίζει τον Αγαμέμνονα, τον ήρωα που προσεγγίζει υποκριτικά, ως «έναν βαθιά συγκινητικό χαρακτήρα, ο οποίος γίνεται τέρας, ακριβώς επειδή η πολεμική μηχανή τους παρασύρει όλους».
Για όλους τους ηθοποιούς, βεβαίως, η συνάντηση και η συνεργασία με έναν τόσο σημαντικό διεθνή σκηνοθέτη και μάλιστα σε μια παράσταση αρχαίου δράματος, αποτελεί μοναδική στιγμή και τεράστια ευκαιρία: «Είναι μεγάλης σημασίας ο διάλογος μεταξύ ενός ξένου σκηνοθέτη και Ελλήνων ηθοποιών, ειδικά πάνω σε αυτά τα κείμενα που για εμάς κουβαλούν κάτι μεγάλο. Με τέτοιες συνεργασίες έρχεται μια λυτρωτική απομυθοποίηση και ο Τιμοφέι είναι πολύ καλά διαβασμένος, με μια πολύ προσωπική σχέση με το έργο» σημειώνει ο Νικόλας Παπαγιάννης που έχει αναλάβει τον ρόλο του Μενέλαου.
Και ο Θάνος Τοκάκης, όμως, που υποδύεται τον Αχιλλέα, εκτιμά πως «όταν ξένοι καλλιτέχνες έρχονται να δουλέψουν με Έλληνες ηθοποιούς πάνω σε ελληνικά κείμενα, δημιουργείται μια σύγκρουση που έχει πολύ ενδιαφέρον, μια διαπολιτισμική μίξη μέσα από την οποία έρχεται μια πολύ ενδιαφέρουσα αποκαθήλωση των ηρώων».
Ποιος είναι ο Τιμοφέι Κουλιάμπιν
Γεννημένος το 1984 και με σπουδές στην περίφημη Ακαδημία Θεάτρου Gitis στη Μόσχα ο Τιμοφέι Κουλιάμπιν δεν έχει ξεχωρίσει μόνον ανάμεσα στους Ρώσους ομοτέχνους του αλλά και σε διεθνές επίπεδο καθώς αποτελεί, κατά κοινή ομολογία, μια ιδιαίτερα φωτεινή και πρωτοποριακή παρουσία στο σύγχρονο θεατρικό γίγνεσθαι. Η σκηνική του τόλμη και ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει διαφορετικά θεατρικά είδη αποτελούν τα βασικά «συστατικά» της σκηνοθετικής ευφυίας του.
Ήταν μόλις 22 ετών όταν έκανε την παρθενική σκηνοθετική του απόπειρα, το 2006, ενθουσιάζοντας κοινό και κριτικούς. Από τότε μέχρι σήμερα έχει σκηνοθετήσει δεκάδες θεατρικές αλλά και οπερατικές παραστάσεις, οι παραγωγές του έχουν φιλοξενηθεί στα μεγαλύτερα ρωσικά και ευρωπαϊκά θέατρα, μεταξύ των οποίων το Θέατρο Μπολσόι και το Θέατρο των Εθνών της Μόσχας, το Deutsches Theater του Βερολίνου, το Schauspielhaus της Ζυρίχης, το Residenztheater του Μονάχου κ.ά. , ενώ από το 2015 έως το 2022 διετέλεσε καλλιτεχνικός διευθυντής του Θεάτρου Red Torch στο Νοβοσιμπίρσκ.
Η κάθετα αρνητική στάση που έχει κρατήσει απέναντι στην πολιτική του Πούτιν και η επιλογή του να εγκαταλείψει την πατρίδα του αμέσως μετά την πολεμική εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία αποδεικνύουν πως πρόκειται για έναν καλλιτέχνη με ανθρωποκεντρική συνείδηση, έναν τολμηρό πολίτη του κόσμου που πιστεύει, πάνω απ’ όλα, στην αξία της ανθρώπινης ζωής και προσπαθεί μέσα από την τέχνη του να αμφισβητεί και να διευρύνει τους ορίζοντές του. Όπως, εξάλλου, ο ίδιος έχει πει «η τέχνη σε κάνει να βλέπεις τα πράγματα από μια διαφορετική γωνία και να αμφιβάλλεις για ό,τι φαίνεται προφανές. Ολοκληρώνει το πώς βλέπουμε τον κόσμο. Η τέχνη δεν προσπαθεί να πείσει, δεν είναι διδακτική. Απλώς σε προκαλεί να ανακαλύψεις νέες έννοιες».