Διψήφιες αυξήσεις στα συμβόλαια υγείας το 2025 προοιωνίζεται η εκτίναξη των αποζημιώσεων με ρυθμό άνω του 16% που πλήρωσαν οι ασφαλιστικές εταιρείες προς τα ιδιωτικά νοσηλευτήρια της χώρας το 2023. Αν και οι εταιρείες δεν έχουν ακόμη ανακοινώσει τα νέα τους τιμολόγια, στελέχη της αγοράς προεξοφλούν σημαντικές αυξήσεις για δεύτερη συνεχή χρονιά σε όλες τις κατηγορίες συμβολαίων, είτε πρόκειται για τα παλιά ισόβια συμβόλαια είτε για τα ετησίως ανανεούμενα.
Ο κρίσιμος δείκτης
Οι αυξήσεις δεν θα είναι ενιαίες για όλα τα συμβόλαια. Τη μεγαλύτερη επιβάρυνση εκτιμάται ότι θα έχουν τα λεγόμενα παλιά συμβόλαια, δηλαδή αυτά που παρέχουν ισόβια κάλυψη. Οι αυξήσεις σε αυτή την κατηγορία συμβολαίων γίνονται με βάση τον δείκτη υγείας που καταρτίζει κάθε χρόνο το ΙΟΒΕ και ο οποίος αποτυπώνει ουσιαστικά τον πληθωρισμό στις αποζημιώσεις υγείας.
Για το 2023 ο δείκτης διαμορφώθηκε στο 14,6%, μετά το επίσης υψηλό του 14% που είχε φτάσει το 2022. Το 2021 ήταν στο 5,7%, το 2020 στο 1,4%, το 2019 στο 10,9% και το 2018 στο 6,6%, αθροίζοντας υπέρογκες αυξήσεις στα παλιά συμβόλαια. Η συγκεκριμένη κατηγορία συμβολαίων συγκεντρώνει την πιο ευαίσθητη κατηγορία ασφαλισμένων, καθώς πρόκειται κυρίως για ασφαλισμένους μεγάλης ηλικίας που έχουν συνάψει αυτά τα συμβόλαια πριν από 10, 20 ή ακόμη και περισσότερα χρόνια, με αποτέλεσμα το ετήσιο κόστος που πληρώνουν σήμερα μετά τις διαδοχικές αυξήσεις να κυμαίνεται μεταξύ 2.200 έως και 2.800 ευρώ, ανάλογα με την εταιρεία και το ύψος της απαλλαγής που έχουν, δηλαδή το ποσό κάτω του οποίου επιβαρύνονται οι ίδιοι σε περίπτωση νοσηλείας.
Μικρότερες, αλλά όχι ευκαταφρόνητες εκτιμάται ότι θα είναι οι αυξήσεις για τα νέα προγράμματα υγείας, που ονομάζονται ετησίως ανανεούμενα, γιατί ακολουθούν την πολιτική της ετήσιας ανανέωσής τους, όπως π.χ. ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο αυτοκινήτου.
Αν και ο ασφαλισμένος δεν υπογράφει νέο συμβόλαιο κάθε χρόνο, η λογική τους είναι ότι η εταιρεία δεν δεσμεύεται να παρέχει ισόβια κάλυψη στον ασφαλισμένο και μπορεί να καταργήσει το συγκεκριμένο πρόγραμμα ανά πάσα στιγμή, με τον όρο ότι πρέπει να το κάνει αυτό συνολικά για όλους τους ασφαλισμένους της και όχι μεμονωμένα για κάποιον ασφαλισμένο.
Το κόστος αυτών των συμβολαίων, λόγω της χαλαρής δέσμευσης από την πλευρά των εταιρειών, είναι φθηνότερο σε σχέση με τα ισόβια συμβόλαια και γι’ αυτό αρκετοί ασφαλισμένοι επιλέγουν να διακόψουν το παλιό τους συμβόλαιο και να συνάψουν ένα καινούργιο με παρόμοια χαρακτηριστικά, αλλά χωρίς ισόβια κάλυψη. Το ασφάλιστρο σε αυτή την περίπτωση, δηλαδή για έναν ασφαλισμένο π.χ. 60 ετών και ανάλογα με το ύψος της απαλλαγής (π.χ. 1.500 ευρώ), μπορεί να είναι φθηνότερο έως και 30% περίπου.
Σύμφωνα με στοιχεία της Ενωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος (ΕΑΕΕ), τα τελευταία χρόνια μειώνεται σταθερά το πλήθος των ασφαλισμένων που διαθέτουν παλιά νοσοκομειακά προγράμματα με ισόβια κάλυψη, καθώς από 442.100 ασφαλισμένους το 2019 έχουν μειωθεί σε 324.300 το 2023. Η αιτία είναι ότι ακριβώς επειδή τα προγράμματα αυτά έχουν υποστεί τις μεγαλύτερες αυξήσεις ασφαλίστρων τα τελευταία χρόνια, αρκετοί ασφαλισμένοι καταφεύγουν στη μετατροπή τους σε ετησίως ανανεούμενα.
Να σημειωθεί άλλωστε ότι από το 2020 τα προγράμματα αυτά εγκαταλείφθηκαν από τις ασφαλιστικές εταιρείες, οι οποίες σταμάτησαν να τα πουλάνε.
Τα στοιχεία της Ενωσης δείχνουν ότι οι ακυρώσεις συμβολαίων υγείας διαμορφώνονται σταθερά λίγο πάνω από το 10% τα τελευταία χρόνια, φθάνοντας το 2023 στις 121.000 (ατομικά συμβόλαια). Αν και το ποσοστό αυτό δεν αφορά αμιγώς συμβόλαια που ακυρώνονται λόγω αδυναμίας πληρωμής, το ποσοστό που το 2023 ανήλθε στο 12,5% είναι σχετικά υψηλό και αποτυπώνει και τη δυσκολία κάποιων νοικοκυριών να ανταποκριθούν στο κόστος της ασφάλισης. Να σημειωθεί επίσης ότι οι ακυρώσεις είχαν φτάσει στο υψηλότερο σημείο τα χρόνια της κρίσης και είναι ενδεικτικό ότι το 2017 ο αριθμός των ακυρώσεων –χρονιά για την οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία– είχε φτάσει στις 143.700. Εκτοτε ακολούθησαν σταδιακή πτώση, αλλά με δεδομένη την κακή κατάσταση του συστήματος υγείας, το ποσοστό παραμείνει υψηλό, χωρίς ουσιαστική τάση μείωσης.
Αλλεπάλληλες αυξήσεις
Τα στοιχεία της ΕΑΕΕ δείχνουν πάντως ότι, ανεξάρτητα από την κατηγορία των συμβολαίων, οι αποζημιώσεις που πληρώνουν οι ασφαλιστικές εταιρείες τα τελευταία χρόνια αυξάνονται κατακόρυφα.
Το 2023 ανήλθαν στα 710,2 εκατ. ευρώ, ποσό που είναι αυξημένο κατά 16,3% σε σχέση με το 2022 και κατά 31,4% σε σχέση με το 2018. Την ίδια στιγμή οι ασφαλιστικές εργασίες αυξήθηκαν κατά 9,5% και από 956,3 εκατ. ευρώ το 2022 ανήλθαν στο 1 δισ. ευρώ το 2023, ενώ σε σχέση με το 2018 η αύξηση προσεγγίζει το 43%.
Στελέχη της αγοράς προειδοποιούν ότι ο δείκτης ζημιών (loss ratio) που διαμορφώνεται πάνω από το 70% υπονομεύει την κερδοφορία του κλάδου, που κινείται οριακά στο break even για το 2023 αν ληφθούν υπόψη το κόστος διάθεσης των προϊόντων υγείας και το διαχειριστικό κόστος των ασφαλιστικών εταιρειών.
Ανω των 5,5 δισ. ετησίως οι ιδιωτικές δαπάνες για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη
Ο υψηλός πληθωρισμός στις υπηρεσίες υγείας πλήττει ευθέως 972.000 ασφαλιστήρια συμβόλαια του κλάδου, μέσω των οποίων είναι ασφαλισμένοι 2,8 εκατ. Ελληνες, γεγονός που δείχνει ότι, παρά τα όποια οικονομικά προβλήματα, περίπου 3 στους 10 Ελληνες προστρέχουν για την κάλυψη υγείας στον ιδιωτικό τομέα, σε σχέση με 2 στους 3 που ήταν το 2018.
Από τα 2,8 εκατ. ασφαλισμένων, 1,6 εκατ. διαθέτουν κάλυψη μέσω ατομικών προγραμμάτων, ενώ 1,2 εκατ. είναι ασφαλισμένοι μέσω ομαδικών προγραμμάτων. Η σημαντική ανάπτυξη του κλάδου υγείας συμβαδίζει με τη βελτίωση των συνθηκών στην οικονομία και την ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος. Αποτυπώνει όμως και τις αυξημένες ανάγκες του πληθυσμού για πρόσβαση σε ποιοτικές υπηρεσίες υγείας κυρίως λόγω της έντασης των προβλημάτων στο δημόσιο σύστημα που προκάλεσε η COVID-19, καθώς και την αύξηση της λίστας αναμονής ακόμη και για κρίσιμες επεμβάσεις.
Η συσσώρευση της ζήτησης που προκάλεσε η πανδημία αποτυπώνεται και στα στοιχεία για την εξέλιξη της αγοράς των ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας, που σύμφωνα με στοιχεία της ICAP Grif αυξήθηκαν τo 2023 κατά 5,4% σε σχέση με το 2022, ανεβάζοντας την αξία της πάνω από τα 2 δισ. ευρώ. Πρόκειται για τον κύκλο εργασιών των ιδιωτικών παρόχων υγείας στη χώρα μας, με τις εκτιμήσεις για την 3ετία 2024-2026 να ανεβάζουν τον μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης της αγοράς στο 9% και το μέγεθος των ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας να υπολογίζεται ότι θα ξεπεράσει τα 2,5 δισ. ευρώ το 2026.
Με δεδομένο ότι πάνω από το 90% των αποζημιώσεων που πληρώνουν οι ασφαλιστικές κατευθύνεται σε νοσοκομειακές καλύψεις, η εξέλιξη του ιατρικού πληθωρισμού δημιουργεί εντάσεις στις σχέσεις ασφαλιστικών εταιρειών και παρόχων υπηρεσιών υγείας, με τους εκπροσώπους του κλάδου της ιδιωτικής ασφάλισης να αφήνουν σαφείς αιχμές για κατάχρηση της διαπραγματευτικής ισχύος που διαθέτουν τα νοσοκομεία λόγω της ολιγοπωλιακής διάρθρωσης της αντίστοιχης αγοράς.
Ο προβληματισμός για το κόστος της ιδιωτικής υγείας στη χώρα μας επαναφέρει στο επίκεντρο της συζήτησης το μοντέλο ανάπτυξης της υγείας στην Ελλάδα και τις δυνατότητες συνεργασίας μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα προκειμένου να αντιμετωπιστεί το αυξανόμενο κόστος υγείας που πυροδοτείται από τη γήρανση του πληθυσμού, τον υψηλό πληθωρισμό και τις εξελίξεις στον χώρο της τεχνολογίας. Οι προβληματισμοί αυτοί, που δεν αποτελούν ελληνικό φαινόμενο, έχουν ωστόσο οξύτερο χαρακτήρα για τη χώρα μας εξαιτίας και των υψηλών δαπανών των νοικοκυριών με τη μορφή ίδιων καταβολών (out of pocket) για τις υπηρεσίες υγείας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στις δαπάνες υγείας ανήλθε το 2022 στα 6,6 δισ. ευρώ και αντιπροσωπεύει ποσοστό 37,6% της συνολικής δαπάνης. Από αυτά, τα 5,9 δισ. ευρώ είναι η δαπάνη των νοικοκυριών με τη μορφή ίδιων καταβολών, που αντιπροσωπεύουν ποσοστό 33,5% της συνολικής δαπάνης. Πρόκειται σταθερά για ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αλλά και ένα από τα υψηλότερα ποσοστά σε σχέση με την καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών με βάση τα στοιχεία του ΟΟΣΑ. Την ίδια στιγμή, η συμμετοχή της ασφαλιστικής αγοράς περιορίζεται στα 712,4 εκατ. ευρώ και το μερίδιό της στη συνολική δαπάνη αντιπροσωπεύει μόλις το 4,1% της συνολικής δαπάνης, με το Δημόσιο να κυριαρχεί και τη συμμετοχή του στο σύνολο της δαπάνης το 2022 να ανέρχεται στα 10,9 δισ. ευρώ (ποσοστό 61,9% της συνολικής δαπάνης).