Ακολουθεί το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου με τίτλο Μια μικρή πριγκίπισσα.
«Μαμά, εμείς δεν είμαστε κανονικοί;»
Ήμουν μόλις έξι χρόνων όταν έκανα αυτή την ερώτηση στη μητέρα μου, καθισμένη στο υπέρδιπλο κρεβάτι της στο σπίτι μας στην Εκάλη.
«Τι εννοείς “κανονικοί”;» με ρώτησε με το δίκιο της εκείνη, αν και νομίζω ότι υποψιαζόταν αυτό που με προβλημάτιζε.
Θυμάμαι ότι, κάθε φορά που με καλούσε μια καινούργια μου φίλη από το σχολείο στο σπίτι της, ευχόμουν αυτό να έμοιαζε λίγο περισσότερο με το δικό μου. Κάπου ήξερα όμως μέσα μου –γιατί τα παιδιά αντιλαμβάνονται τα πάντα- ότι μάλλον δε θα έμοιαζε. Ήταν όλα μεγάλα σπίτια, γιατί οι φίλες μου πήγαιναν στο ίδιο πανάκριβο σχολείο όπου πήγαινα και εγώ, αλλά πάντα μπροστά στο δικό μας φαίνονταν μικρά.
Τα παιδιά δεν ενδιαφέρονται για τα χρήματα, αυτή είναι μια αρρώστια που αποκτούν αργότερα, μέσα από την επιρροή της οικογένειας και της κοινωνίας στην οποία μεγαλώνουν. Τα παιδιά, τουλάχιστον στην ηλικία που περιγράφω, έχουν μονάχα την ανάγκη να αισθάνονται ότι ανήκουν κάπου και, για να γίνει αυτό, θα πρέπει, όσο είναι δυνατόν, να μην ξεχωρίζουν από τα υπόλοιπα παιδιά. Εγώ, δυστυχώς, ήμουν χαμένη από χέρι… Πάντα υπήρχαν δείγματα ότι η μαμά και ο μπαμπάς μου δεν ήταν «κανονικοί», αλλά εγώ απέφευγα να το παραδεχθώ στον εαυτό μου. Κάπου ίσως και να έλπιζα ότι η δική τους μη κανονικότητα δε θα επηρέαζε εμένα. Μεγαλώνοντας, όμως, γινόταν όλο και πιο ξεκάθαρο ότι αυτό δεν ήταν ρεαλιστικό.
«Άλφα οχτώ προς πύλη δύο, άφιξη Αφροδίτης σε τρία λεπτά» άκουγα στον ασύρματο επιστρέφοντας με δυο θεόρατους άντρες από το νηπιαγωγείο (το «Αφροδίτη» ήταν το κωδικό όνομα που χρησιμοποιούσε η ασφάλειά μου για εμένα). Αυτό δεν ήταν δείγμα; Μα πώς να είναι; Αφού οι άντρες αυτοί ήταν οι φίλοι μου, ο Βλαδίμηρος και ο Γιάννης, και με έπαιρναν από το σχολείο γιατί οι γονείς μου είχαν άλλες υποχρεώσεις. Δεν μπορούσα όμως να μην παραξενευτώ που τη Χριστινούλα και τον Αλέξανδρο περνούσε να τους πάρει η γιαγιά όταν δεν μπορούσαν οι γονείς τους.
Όλα τα βλέπουν τα παιδιά και όλα τα καταλαβαίνουν, απλώς όταν κάτι δε βοηθάει στην επιβίωσή τους, τείνουν να το απωθούν στο πίσω μέρος του μυαλού τους βαθιά, όπου χάνεται για πάντα – ή τουλάχιστον έτσι νομίζουν.
Για εμένα, η παραδοχή της διαφορετικότητας φάνταζε καταδίκη. Ήμουν ένα ντροπαλό και ήσυχο παιδί, αρκετά μοναχικό, με εξαίρεση τη σχεδόν καθημερινή παρέα εντός των πυλών του σπιτιού μας με τον ξάδελφό μου τον Βαγγέλη. Στο χρυσό μου κλουβί, όπου η πραγματικότητά μου ήταν πολύ διαφορετική από οποιουδήποτε άλλου παιδιού στην Ελλάδα, ήμουν ευτυχισμένη. Δεν αισθανόμουν ότι μου έλειπε η συντροφιά. Είχα κάνει λίγους και εκλεκτούς φίλους από το Σπίτι του Αρκούδου, το νηπιαγωγείο όπου πήγαινα, είχα τη Νόρμα –τη δεύτερη μαμά μου και είχα ανακαλύψει ήδη τον μαγικό κόσμο των ζώων, στον οποίο αισθανόμουν από τότε απόλυτα ολοκληρωμένη.
«Ο κήπος της Εκάλης», όπως ονομάζαμε το σπίτι μας, ήταν τεράστιος. Θα μπορούσαν δεκάδες παιδιά να παίζουν κρυφτό στην υπέροχη φύση που το περιέβαλλε χωρίς να συναντηθούν ποτέ. Υπήρχε μέσα ένα ελικοδρόμιο, το οποίο είχα μετατρέψει σε ζωολογικό κήπο, ένας κήπος της γιαγιάς μου- με τα ομορφότερα τριαντάφυλλα που έχω δει και μια μικρή λιμνούλα όπου μαζευόμασταν για να χαζέψουμε τα βατράχια. Είχαμε δική μας μηχανή παγωτού την οποία χρησιμοποιούσαμε όποτε μας έπιανε λιγούρα, και όποτε θέλαμε να ξεφύγουμε για λίγο από το σπίτι, δεν είχαμε παρά να διασχίσουμε τον δρόμο απέναντι από την πύλη Α και να πάμε στην ψησταριά του Ecali Club. Είχα δικό μου καρουσέλ, τρενάκι, κούνιες και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς ότι χρειάζεται ένα παιδί για να περνάει όμορφα. Ναι! Όλες αυτές οι πολύ πλούσιες λεπτομέρειες ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της παιδικής μου ηλικίας και ναι, έχω αποφασίσει να τις μοιραστώ μαζί σας, γιατί η καθεμιά από αυτές έπαιξαν ρόλο στο ποια είμαι και πού βρίσκομαι σήμερα.
Το βιβλίο της Εριέττας Κούρκουλου Λάτση, «Είμαι η Εριέττα», κυκλοφορεί την Πέμπτη 24 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Ψυχογιός.