Εκμετάλλευση των εκτάσεων για γεωργικούς σκοπούς, κλιματική αλλαγή, υπερβόσκηση, απώλεια της βιοποικιλότητας… πολλά είναι τα αίτια πίσω από τον κατακερματισμό των βοσκοτόπων σύμφωνα με έκθεση της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για την Καταπολέμηση της Απερήμωσης (UNCCD), όπου αναθεωρείται το ποσοστό της γης που έχουν υποβαθμιστεί.
Σε αντίθεση με τις προηγούμενες εκτιμήσεις ότι κυμαινόταν στο 25%, πλέον οι ειδικοί καταλήγουν ότι έχει διπλασιαστεί φτάνοντας στο 50%, ποσοστό που ισοδυναμεί με περίπου 40 εκατομμύρια τ. χλμ., μια έκταση σχεδόν 10 φορές μεγαλύτερη από το μέγεθος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η τάση αυτή θέτει σε κίνδυνο περίπου το 1/6 της παγκόσμιας αλυσίδας τροφίμων, με δυνητικά δυσανάλογες επιπτώσεις στην επισιτιστική ασφάλεια, ενώ απειλείται η υγεία των οικοσυστημάτων που αντιπροσωπεύουν περίπου το 1/3 του συνόλου των παγκόσμιων αποθεμάτων άνθρακα.
«Όταν ένα δάσος καταστρέφεται, όταν ένα δέντρο 100 ετών πέφτει, προκαλεί δικαίως συναισθηματική αντίδραση από πολλούς από εμάς. Αντιθέτως, η αλλαγή χρήσης στα βοσκοτόπια συμβαίνει “σιωπηλά” και προκαλεί ελάχιστες δημόσιες αντιδράσεις. Δυστυχώς, οι κτηνοτρόφοι που εξαρτώνται από αυτές τις εκτάσεις συνήθως υποτιμώνται», δήλωσε ο εκτελεστικός γραμματέας της UNCCD, Ιμπραήμ Τιάου.
Από την έκθεση Global Land Outlook: Rangeland and Pastoralists, για την οποία συνεργάστηκαν περισσότεροι από 60 εμπειρογνώμονες από 40 διαφορετικές χώρες, προκύπτει ότι το ποσοστό του 25% που είχε αρχικά εκτιμηθεί «υποτιμά σημαντικά την πραγματική απώλεια της υγείας και της παραγωγικότητας των βοσκοτόπων».
Συγκεκριμένα, σε πολλά κράτη της Δυτικής Αφρικής, το 80% του πληθυσμού απασχολείται στην κτηνοτροφία, ενώ σε Μογγολία και Κεντρική Ασία τα βοσκοτόπια αποτελούν το 60% της έκτασης, με την κτηνοτροφία να στηρίζει σχεδόν το 1/3 του πληθυσμού.
Η έκθεση επισημαίνει ότι οι προσπάθειες για την ενίσχυση της παραγωγικότητας και της επισιτιστικής ασφάλειας μέσω της μετατροπής των λιβαδιών σε καλλιέργειες σε περιοχές που είναι ως επί το πλείστον άνυδρες έχουν οδηγήσει σε χαμηλότερες γεωργικές αποδόσεις και υποβάθμιση της γης.
Η υπονόμευση των λιβαδιών οφείλεται σε ανεπαρκώς εφαρμοζόμενες πολιτικές και κανονισμούς, αδύναμη και αναποτελεσματική διακυβέρνηση και έλλειψη επενδύσεων στις κοινότητες και σε βιώσιμα μοντέλα παραγωγής, αναφέρει η έκθεση.
Αυτές οι αλλαγές στη χρήση γης οδηγούν σε μείωση των θρεπτικών συστατικών και της γονιμότητας του εδάφους, αλάτωση, αλκαλοποίηση, διάβρωση και συμπίεση του εδάφους, γεγονός που εμποδίζει την ανάπτυξη των φυτών. Όλες αυτές οι επιπτώσεις έρχονται να προστεθούν στις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, όπως ξηρασία, απουσία βροχοπτώσεων, απώλεια της βιοποικιλότητας στο έδαφος και το υπέδαφος.
«Για να έχουμε οποιαδήποτε πιθανότητα να επιτύχουμε τους παγκόσμιους στόχους για τη βιοποικιλότητα, το κλίμα και την επισιτιστική ασφάλεια, δεν έχουμε την πολυτέλεια να χάσουμε άλλα λιβάδια, βοσκοτόπια και σαβάνες. Ο πλανήτης μας υποφέρει από τη συνεχιζόμενη μετατροπή τους, όπως και οι κτηνοτρόφοι που εξαρτώνται από αυτά για τα προς το ζην, καθώς και όλοι όσοι βασίζονται σε αυτά για τροφή, νερό και άλλες ζωτικής σημασίας οικοσυστημικές υπηρεσίες», τόνισε ο Ζοάο Καμπάρι, Global Food Practice Leader της WWF.