Πρόκειται για μία από τις σκληρές περιπτώσεις κατ’ εξακολούθηση ενδοοικογενειακής βίας που απασχόλησε τα δικαστήρια, ακόμη και τον Αρειο Πάγο. Παρ’ όλα αυτά όμως, δεν πρέπει να παραλειφθεί ότι σε πρώτο βαθμό ο σύζυγος απηλλάγη λόγω αμφιβολιών από τις κατηγορίες που του αποδόθηκαν, αν και προσκομίστηκαν ιατρικές γνωματεύσεις, μία εκ των οποίων βεβαίωνε ότι αντιμετωπίζει διαταραχή καταθλιπτικού τύπου.
Ποινή-χάδι
Η κατάσταση διασώθηκε καθώς ο αρμόδιος εισαγγελέας άσκησε έφεση κατά της αθωωτικής απόφασης επικαλούμενος ότι «δεν έγινε ορθά η εκτίμηση από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης και έτσι κηρύχθηκε ο κατηγορούμενος αθώος, ενώ έπρεπε να τον κηρύξει ένοχο».
Στη συνέχεια οι εφέτες τον έκριναν ένοχο «ενδοοικογενειακής επικίνδυνης σωματικής βλάβης και ενδοοικογενειακής απειλής κατ’ εξακολούθηση» και του επέβαλαν την ποινή-χάδι της φυλάκισης των 9 μηνών. Ο καταδικασθείς προσέφυγε στον Αρειο Πάγο ζητώντας να αναιρεθεί η απόφαση του Εφετείου, αλλά το ΣΤ’ Ποινικό Τμήμα του ανωτάτου δικαστηρίου απέρριψε ως αβάσιμους όλους τους ισχυρισμούς του και επικύρωσε την ποινή που του είχε επιβληθεί.
Το ζευγάρι παντρεύτηκε τον Μάρτιο του 2013 και έναν μήνα μετά εκείνη γέννησε. Ομως ο γάμος τους δεν ήταν αρμονικός. Από την αρχή της έγγαμης συμβίωσής τους υπήρχαν ιδιαίτερη ένταση και διαπληκτισμοί μεταξύ του ζευγαριού.
Πάντως, αρκετά σκληρές είναι οι αναφορές των αρεοπαγιτών στα περιστατικά που εξελίσσονταν μέσα στην οικογενειακή στέγη, με μια σύζυγο που η ζωή της είχε γίνει κόλαση. Οπως περιγράφουν οι δικαστές, μετά από διαπληκτισμό που είχε με τη σύζυγό του μέσα στο σπίτι, «τη χτύπησε με γροθιές στο κεφάλι και λόγω της δύναμης που χρησιμοποίησε της προξένησε έντονο οίδημα στο αριστερό μάγουλο και κάταγμα στην κάτω γνάθο, στην περιοχή κάτω από τον κόνδυλο, παραμόρφωση του προσώπου της και έντονες κεφαλαλγίες».
Η άτυχη γυναίκα επισκέφθηκε οδοντίατρο-γναθοχειρουργό, καθώς πλέον από τους πόνους που αντιμετώπιζε ήταν πρησμένη, δεν μπορούσε να ανοίξει το στόμα της, ούτε να μασήσει τροφές. Εκεί έβγαλε πανοραμική ακτινογραφία των σιαγόνων και σε συνδυασμό με την κλινική εξέταση στην οποία υποβλήθηκε κατέληξε η οδοντίατρος ότι έχει υποστεί κάταγμα στην κάτω γνάθο.
Μήνυσε και την οδοντίατρο
Μάλιστα, ο σύζυγος υπέβαλε μήνυση τόσο κατά της γυναίκας του όσο και κατά της οδοντιάτρου. Στην τελευταία απέδωσε το αδίκημα της ψευδούς ιατρικής πιστοποίησης και στη γυναίκα του της ηθικής αυτουργίας στην έκδοση του πιστοποιητικού και της χρήσης ψευδούς ιατρικής πιστοποίησης. Ωστόσο και οι δύο αθωώθηκαν από όλες τις κατηγορίες.
Κάθε φορά που η σύζυγός του έφερνε κάποια αντίρρηση, αντιδρούσε «με σπάσιμο αντικειμένων που βρίσκονταν μέσα στο σπίτι, αυτοτραυματιζόταν χτυπώντας το κεφάλι του στον τοίχο, σχίζοντας τα ρούχα του και φωνάζοντας δυνατά, ενώ απειλούσε τη σύζυγό του ότι θα της κάνει κακό, ότι θα τη σκοτώσει, είτε ο ίδιος είτε τρίτοι, με τη φράση: “Αν δεν μπορώ εγώ, υπάρχουν άλλοι να σε φάνε”».
Δεν παρέλειπε να την απειλεί ότι «αν πει ό,τι συμβαίνει καθημερινά μέσα στο σπίτι τους, θα κάνει κακό στην ίδια και στους συγγενείς της, δηλαδή στα δύο παιδιά της από προηγούμενο γάμο, στην αδελφή της και στους γονείς της, προξενώντας της κάθε φορά με τις απειλές τρόμο και ανησυχία», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην αρεοπαγιτική απόφαση.
Ο φόβος και ο τρόμος που προκαλούσε ο σύζυγος προκύπτει, όπως αναφέρεται στη δικαστική απόφαση, και από το γεγονός ότι μετά τα περιστατικά αυτά κατέφυγε με το ανήλικο παιδί της σε ξενώνα φιλοξενίας θυμάτων βίας και των παιδιών τους.
Ενώπιον των δικαστηρίων προσκομίστηκε ιατρική ψυχιατρική γνωμάτευση η οποία βεβαίωνε ότι ο σύζυγος είναι «άτομο με ροπή στη βία και αντικοινωνική συμπεριφορά» και «παρουσιάζει συμπτώματα σχιζοσυναισθηματικής διαταραχής, καταθλιπτικού τύπου», ενώ ο πατέρας της κακοποιημένης συζύγου κατέθεσε ότι «είχε γίνει μάρτυς βίαιων περιστατικών του γαμπρού του κατά της κόρης του».