Πρωτογενές πλεόνασμα «μαμούθ» ύψους 4,1 δισ. ευρώ κατέγραψε –και με τη «σφραγίδα» της Eurostat– η Ελλάδα το 2023, που είναι και 150πλάσιο από πέρυσι (μόλις 27 εκατ. ευρώ το 2022).
Με υπερπλεόνασμα-έκπληξη 1,5 δισ. ευρώ πάνω από τον στόχο-δέσμευση της χώρας (είχε οριστεί σε 1,1% του ΑΕΠ ή 2,5 δισ. ευρώ) η Ελλάδα σηματοδοτεί ότι επέστρεψε στην δημοσιονομική τάξη. Τίποτα από αυτά δεν θα χρησιμοποιηθεί όμως για παροχές, αλλά θα χρησιμοποιηθεί για ταχύτερη αποπληρωμή του δημοσίου χρέους, κάτι που θεωρούν εξ ων ουκ άνευ οι Οίκοι αξιολόγησης για να δώσουν νέα αναβάθμιση στην ελληνική οικονομία.
Εν μέσω πολέμων, κύματος ακρίβειας, ρεκόρ επιτοκίων, διεθνούς αβεβαιότητας και με μια Ευρώπη στα όρια οικονομικής καχεξίας (αν όχι ύφεσης), οι αναβαθμίσεις κρατών από Οίκους αξιολόγησης τείνουν να αποτελέσουν άγνωστη λέξη στη Γηραιά ήπειρο, για φέτος τουλάχιστον.
Θέλουν πλεονάσματα οι Οίκοι
Το μεγάλο «στοίχημα» και δέσμευση της Αθήνας, ήταν το 2023 να πετύχει τον στόχο του Προϋπολογισμού για πρωτογενές πλέονασμα 1,1% του ΑΕΠ, όπως και οι διεθνείς οργανισμοί προέβλεπαν. Αλλά τις τελευταίες ημέρες -και λίγο πριν την επίσημη ανακοίνωση του τελικού αποτελέσματος- το Γραφείο Πρϋπολογισμού στη Βουλή έδωσε υψηλότερη πρόβλεψη έως και 1,6% για τη χώρα μας. Στην πράξη αποδείχθηκε ακόμα υψηλότερο, φτάνοντας στο 1,86% του ΑΕΠ
Και αυτό, όπως τονίζει ο S&P’s, θα μπορούσε να συμβεί μόνον εάν συνεχιστούν τα ισχυρά πρωτογενή πλεονάσματα για μεγάλη χρονική περίοδο! Ίσως δεν υπάρχει καλύτερη ενίσχυση τέτοιων προσδοκιών, από την επίσημη επιβεβαίωση ότι το 2023 το πρωτογενές πλεόνασμα στην Ελλάδα υπερέβη κάθε φαντασία…
Για το 2024 μάλιστα, τα πράγματα είναι πιο δύσκολα, καθώς ο στόχος φέτος για πρωτογενές πλεόνασμα φτάνει στα 2,1% του ΑΕΠ. Άρα πλεόνασμα 1,9% το 2024 θα μπορούσε να θεωρηθεί και αποτυχία!
Άλλωστε, ενώ πρωτογενώς η χώρα δεν παράγει πλέον νέα ελλείμματα αλλά πλεονάσματα, συνολικά το 2023 η χρονιά έκλεισε με έλλειμμα 3,5 δισ. ευρώ (συνυπολογίζοντας και κρατικές δαπάνες 7 δισ. ευρώ για τόκους που δεν μετρούν στο πρωτογενές αποτέλεσμα αλλά πρέπει να αποπληρωθούν) ενώ και το ακαθάριστο χρέος Γενικής Κυβέρνησης παραμένει ακόμα υψηλό αφού ανήλθε στα 357 δισ. ευρώ ή 161,9% επί του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος.
«Σήμα» από τις αγορές
Ωστόσο η αγορά παρακολουθεί -και προεξοφλεί κάποιες φορές πριν τους Οίκους Αξιολόγησης- τις θετικές εξελίξεις. Αν και η Ελλάδα έχει μακράν τη χειρότερη πιστοληπτική αξιολόγηση της Ευρωζώνης, με τα σημερινά δεδομένα τα ελληνικά ομόλογα τιμολογούνται ήδη:
- πολύ φθηνότερα από εκείνα της Ιταλίας που δεν έχασε ποτέ την επενδυτική βαθμίδα (με επιτόκια 3% στα 5ετή ομόλογα και 3,4% στα δεκαετή, έναντι 3,4% και 3,9% των ιταλικών αντίστοιχα)
- σχεδόν το ίδιο με της Ισπανίας (με 3% και 3,3% για 5ετή και 10ετή αντιστοίχως)
- καλύτερα από της Μάλτας (επιτόκια 3,3% και 3,5% αντίστοιχα)
- πολύ κοντά σε εκίνα της Πορτογαλίας (2,7% και 3,2%)
- με όχι μεγάλη διαφορά πια από σχεδόν όλες τις υπόλοιπες χώρες (Βέλγιο, Γαλλία, Αυστρία κλπ) που έχουν σχεδόν ίδια επιτόκια όλες τους, με επιτόκια περίπου 2,5%-2,7% στα πενταετή και 3% στα δεκαετή ομόλογα.