Έναν εφιαλτικό χειμώνα για την ευρωπαϊκή ήπειρο «υπόσχεται» ο Ρώσος Πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, καθώς μετά το κλείσιμο της στρόφιγγας του φυσικού αερίου, προετοιμάζει συστηματικά το έδαφος για μια πρωτόγνωρη επισιτιστική κρίση.
Το ρωσικής έμπνευσης «σχέδιο πείνας» για την Ευρώπη, όπως το περιέγραψε ο ιστότοπος Politico, αποβλέπει στην εκτόξευση του καθημερινού κόστους ζωής για εκατομμύρια Ευρωπαίους πολίτες και συνακόλουθα τη ραγδαία φτωχοποίησή τους, προκειμένου να ασκηθεί τεράστια πίεση στις εθνικές κυβερνήσεις των κρατών -μελών της ΕΕ.
Μια πρόγευση του «ολοκληρωτικού» υβριδικού πολέμου που προωθεί η Μόσχα αποτέλεσε η διακοπή παροχής φυσικού αερίου μέσω του αγωγού Nord Stream1, με αποτέλεσμα οι περισσότερες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες να βρεθούν αιφνιδιαστικά απέναντι στην παντελή έλλειψη ορυκτών καυσίμων, αλλά και στον πολλαπλασιασμό του κόστους τους. Με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία να αναδιαμορφώνει την καθημερινότητα επί τα χείρω, το 60% των πολιτών της ΕΕ δήλωσαν ότι δεν ήταν έτοιμοι να αντιμετωπίσουν αυξήσεις στο κόστος των τροφίμων ή της ενέργειας σε σχετική δημοσκόπηση, καθώς η συντριπτική πλειοψηφία των Ευρωπαίων πολιτών δεν φαίνεται να έχει ακόμη συνειδητοποιήσει το σύνολο των συνεπειών του πολέμου, αν και το 59% των ερωτηθέντων συμφώνησε ότι «οι ευρωπαϊκές αξίες όπως η ελευθερία και η δημοκρατία πρέπει να αποτελούν προτεραιότητα, ακόμα κι αν αυτό επηρεάζει τις τιμές και το κόστος ζωής».
Πάντως, με πρόσχημα τις εργασίες συντήρησης, ο Ρώσος Πρόεδρος διέκοψε προς το παρόν την προμήθεια με φυσικό αέριο σε 12 χώρες της ΕΕ, μεταξύ των οποίων η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία και η Αυστρία, κλονίζοντας τις πλέον ισχυρές οικονομίες της Ευρωζώνης. Ακόμη και αν η Gazprom διατείνεται ότι η συντήρηση του αγωγού Nord Stream1 θα διαρκέσει μέχρι τις 21 Ιουλίου, ουδείς ορκίζεται ότι η παροχή της Ευρώπης με ρωσικό φυσικό αέριο θα συνεχιστεί απρόσκοπτα, αλλά μάλλον το αντίθετο.
Στην κατεύθυνση αυτή, ο Ρόμπερτ Χάμπεκ, υπουργός Οικονομίας της Γερμανίας, προειδοποίησε αυτόν τον μήνα για έναν «πολιτικό εφιάλτη» που θα απειλούσε την κοινωνική συνοχή, εάν οι προμήθειες φυσικού αερίου είναι τόσο σπάνιες που πρέπει να διανεμηθούν από την κυβέρνηση, ενώ ο Γάλλος ομόλογός του, Μπρούνο Λεμέρ είπε ότι πιστεύει ότι η «ολική διακοπή του ρωσικού φυσικού αερίου» είναι «η πιο πιθανή επιλογή».
Με αυτά τα δεδομένα, η Κομισιόν αναμένεται να δημοσιοποιήσει την ερχόμενη Τετάρτη 20 Ιουλίου το σχέδιό της για την εξασφάλιση ενεργειακής επάρκειας ενόψει του χειμώνα, ενώ στις 26 Ιουλίου συνέρχεται εκτάκτως, με πρωτοβουλία της Τσεχικής Προεδρίας, το Συμβούλιο Ενέργειας της ΕΕ, όπου οι 27 αρμόδιοι Υπουργοί καλούνται να σχεδιάσουν με αλληλεγγύη την επόμενη ημέρα, δηλαδή αυτή του «παγώματος» της ροής του φυσικού αερίου από τον αγωγό Nord Stream1.
Κλειδί η «προτεραιοποίηση»
Παρά την αναζήτηση κοινού ευρωπαϊκού τόπου για την εξασφάλιση επαρκών ενεργειακών αποθεμάτων, η λύση προβλέπεται μοναχική και επώδυνη για τις περισσότερες ευρωπαϊκές κοινωνίες, για αυτό και αρκετές χώρες έχουν εκκινήσει την προετοιμασία για το χειρότερο σενάριο. Αρχής γενομένης από τη Γερμανία, η οποία έχει εκπονήσει ειδικά σχέδια τόσο για τη μερική, όσο και για την ολική διακοπή παροχής ρωσικού φυσικού αερίου, με κριτήριο την «προτεραιοποίηση», δηλαδή την αναγκαιότητα πρόσβασης σε ενέργεια για συγκεκριμένες ηλικιακές και κοινωνικές ομάδες.
Ήδη, οι τοπικές αρχές στη Γερμανία χαμηλώνουν προληπτικά τα φώτα των δρόμων και μειώνουν τις θερμοκρασίες στις υπαίθριες πισίνες, ενώ σε περίπτωση ενεργειακής κρίσης, ο «μεγάλος χαμένος» θα είναι η γερμανική βιομηχανία και κατόπιν οι κοινωνικές υπηρεσίες, αφού η βαρύτητα θα δοθεί στα νοικοκυριά.
Την ίδια ώρα, η ΕΕ ψήφισε νέους κανόνες, καλώντας τις χώρες-μέλη της να εξασφαλίσουν εγκαίρως το απαιτούμενο φυσικό αέριο για τον χειμώνα, με τα αποθέματα αυτή τη στιγμή να υπολογίζονται στο 62%, χωρίς ωστόσο το ποσοστό αυτό να θεωρείται ασφαλές.
Διμερείς συμφωνίες
Μπροστά στο πιθανό ενεργειακό αδιέξοδο, ηγέτιδες χώρες εντός της ΕΕ επιλέγουν τώρα την οδό των διμερών συμφωνιών, προκειμένου να προωθήσουν τα ενεργειακά τους συμφέροντα σε άμεσο χρόνο και ενόσω δηλαδή υπάρχουν ακόμη διαθέσιμα αποθέματα σε LNG και πετρέλαιο.
Χωρίς άλλη αναμονή, το χορό των διμερών συμφωνιών άνοιξε πρώτο το Βερολίνο, υπογράφοντας στις αρχές της εβδομάδας συμφωνία με την Αυστρία, για την ενίσχυση της συνεργασίας τους στο ενεργειακό, συστήνοντας, μάλιστα, και σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη να ακολουθήσουν το διμερές παράδειγμά τους.
Συγκεκριμένα, οι δύο υπογράφοντες, δηλαδή ο Γερμανός υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ και η Αυστριακή υπουργός Περιβάλλοντος Λεονόρ Γκέβεσλερ συνομολόγησαν την κοινή τους δήλωση, εστιάζοντας στην «στενότερη διαβούλευση» και τον «συντονισμό μεταξύ των άμεσων γειτόνων». Με δεδομένο, μάλιστα, ότι οι δύο χώρες είχαν υπογράψει ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2021 συμφωνία για την αντιμετώπιση σοβαρής έλλειψης φυσικού αερίου, το γεγονός ότι έρχονται έναν χρόνο μετά να εμβαθύνουν ακόμη περισσότερο τη δυνητική τους συνεργασία, αποκτά βαρύνουσα σημασία, όταν αυτή αφορά:
· στην αμοιβαία υποστήριξη στη χρήση των εγκαταστάσεων αποθήκευσης φυσικού αερίου,
· τη διαφοροποίηση του εφοδιασμού με φυσικό αέριο και
· τη διαμετακόμιση επίσης σε περίπτωση έλλειψης φυσικού αερίου.
Στην πραγματικότητα, η πίεση που ασκείται από πλευράς των γειτόνων της προς τη Γερμανία μέσω του πλέγματος των διμερών συμφωνιών, όπως αυτή με τη Βιέννη, αντανακλά την υπαρξιακή αγωνία των όμορων κρατών μήπως τελικά υπερισχύσουν οι Γερμανοί βιομήχανοι της επίδειξης ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, δεσμεύοντας έτσι τις όποιες πλεονάζουσες ποσότητες φυσικού αερίου στη χώρα αποκλειστικά για τη γερμανική βιομηχανία, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν διαθέσιμα έστω και ελάχιστα αποθέματα για τις χώρες -δορυφόρους του Βερολίνου.
Την όποια καχυποψία των γειτόνων της τροφοδοτούν και οι δηλώσεις από μέρους των Γερμανών βιομηχάνων, που προτεραιοποιούν τις ενεργειακές ανάγκες, με γνώμονα την απρόσκοπτη λειτουργία των βιομηχανικών γραμμών παραγωγής. Ενδεικτική του κλίματος στο εσωτερικό της χώρας είναι η δήλωση, στη Süddeutsche Zeitung, του Κριστιάν Κούλμαν, Προέδρου της Ένωσης χημικών βιομηχανιών VCI, ότι δηλαδή «για την κοινωνία έχει μεγαλύτερη αξία από την πλήρη διασφάλιση της ιδιωτικής παροχής φυσικού αερίου», η διασφάλιση του βιομηχανικού αερίου, προσανατολίζοντας τη διάθεση του υφιστάμενου φυσικού αερίου στην βιομηχανική παραγωγή.