Χρονιά ρεκόρ ήταν το 2024 για τις εξαγωγές ελληνικών φρούτων και λαχανικών, με τα ελληνικά προϊόντα να προσαρμόζονται στις απαιτήσεις των σύγχρονων καταναλωτών και να φτάνουν σε κάθε γωνιά του κόσμου, προσφέροντας παράλληλα περί τα 2 δισεκατομμύρια ευρώ στην ελληνική οικονομία.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ελληνικής ένωσης εξαγωγέων Incofruit-Hellas, η περσινή χρονιά έκλεισε με συνολικές εξαγωγές κοντά στα 1,8 εκατομμύρια τόνους, καταγράφοντας αύξηση 1,7% σε όγκο (σε σύγκριση με το 2023) και πάνω από 8% σε αξία.
Με «οδηγό» το ακτινίδιο
Όπως εξηγεί στο newmoney ο ειδικός σύμβουλος της Incofruit-Hellas, Γιώργος Πολυχρονάκης, «πρωταγωνιστής» της επιτυχίας των ελληνικών εξαγωγών είναι το ακτινίδιο, το πιο δυναμικό εξωστρεφές προϊόν της αγροτικής παραγωγής, που καταγράφει σταθερή άνοδο των εξαγωγών τα τελευταία χρόνια και φτάνει σε κάθε γωνιά του πλανήτη.
«Το ακτινίδιο παρουσιάζει μία σειρά από πλεονεκτήματα» σημειώνει ο Γ. Πολυχρονάκης. «Καταρχάς έχει υψηλές συγκεντρώσεις βιταμινών και οι καταναλωτές- κυρίως μετά την πανδημία του κορονοϊού- έχουν στραφεί στην υγιεινή διατροφή. Η κατανάλωση ακτινιδίων έχει αυξηθεί σε παγκόσμιο επίπεδο. Επίσης το ακτινίδιο παρουσιάζει υψηλή διατηρησιμότητα και μετασυλλεκτική αντοχή στις μεταφορές.»
Η Ελλάδα βρίσκεται πλέον στην πρώτη πεντάδα των παγκόσμιων παραγωγών ακτινιδίου, με πρώτη την Κίνα, ενώ ακολουθούν Νέα Ζηλανδία, Ιταλία, Ελλάδα και Ιράν.
Η μέση τιμή των τυποποιημένων και συσκευασμένων ελληνικών ακτινιδίων έφτασε το 2024 στα 1,62 ευρώ– κατά την αναχώρηση από το συσκευαστήριο.
Μετά το ακτινίδιο, υψηλή εισροή συναλλάγματος προσφέρουν στην Ελλάδα οι εξαγωγές φράουλας, πορτοκαλιών, καρπουζιών, κερασιών και μανταρινιών.
Προσαρμόζοντας τις καλλιέργειές τους στις σύγχρονες απαιτήσεις των διεθνών αγορών, οι Έλληνες παραγωγοί εγκαταλείπουν προϊόντα που δεν μπορούν πλέον να καλύψουν το υψηλό κόστος παραγωγής, όπως τα επιτραπέζια σταφύλια, και στρέφονται σε προϊόντα που αποφέρουν υψηλότερες τιμές.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των παραγωγών στη Θεσπρωτία που τα τελευταία χρόνια έχουν επενδύσει στην καλλιέργεια κλημεντίνης.
Στη Θεσπρωτία καλλιεργούνται πλέον περίπου 15 χιλιάδες στρέμματα με κλημεντίνες (από τα συνολικά 95 χιλιάδες στρέμματα σε όλη την χώρα) αποφέροντας πάνω από το ένα τέταρτο του συνόλου της ελληνικής παραγωγής (55 χιλιάδες τόνοι από τους συνολικά 200 χιλιάδες τόνους).
Το 2024 τα ελληνικά τυποποιημένα και συσκευασμένα μανταρίνια έφυγαν από τα συσκευαστήρια για τις αγορές του εξωτερικού με μέση τιμή 0,75 ευρώ.
Συνολικά, οι εξαγωγές μανταρινιών το 2024 ξεπέρασαν τους 100 χιλιάδες τόνους, πετυχαίνοντας αύξηση 16,5% σε σχέση με το 2023.
«Φρένο» λόγω της πληθωριστικής κρίσης
Αν και οι ελληνικές εξαγωγές κατέγραψαν επίπεδα ρεκόρ το 2024, ο όγκος και η αξία τους θα ήταν υψηλότερες αν δεν είχε μεσολαβήσει η πληθωριστική κρίση που έχει πλήξει το διαθέσιμο εισόδημα των ευρωπαϊκών νοικοκυριών.
«Στις αρχές του 2024 οι ελληνικές εξαγωγές αυξάνονταν με ρυθμούς 14-15% σε επίπεδο αξίας και με 7-8% σε επίπεδο όγκου. Όμως η υποκατανάλωση που παρατηρείται στις ευρωπαϊκές αγορές επηρέασε αρνητικά τις ελληνικές επιδόσεις, περιορίζοντας τον όγκο και ρίχνοντας τη μέση τιμή των προϊόντων, η οποία τελικά είναι αυξημένη κατά περίπου 11% έναντι της αντίστοιχης τιμής του 2023» αναφέρει ο Γ. Πολυχρονάκης.
Παρόλα αυτά, υπάρχει χώρος να αυξηθούν τα μερίδια αγοράς των ελληνικών προϊόντων, καλύπτοντας τα κενά που προκαλεί η μείωση της παραγωγής σε Ιταλία και Ισπανία. Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, η Ένωση Εξαγωγέων τονίζει την ανάγκη τα ελληνικά προϊόντα να τυποποιούνται και να συσκευάζονται στην χώρα.
Εκτός, όμως, από τις αγορές της Ευρωπαϊκή Ένωσης, τα ελληνικά προϊόντα αυξάνουν την παρουσία τους και σε τρίτες χώρες.
Πέρυσι, το 22% των εξαγωγών κατέληξε σε χώρες εκτός ΕΕ (από 18% που ήταν πριν από πέντε χρόνια).
«Τα ελληνικά προϊόντα φτάνουν σε Ηνωμένες Πολιτείες, Καναδά, Βραζιλία, Αργεντινή, Ινδία, Κίνα, Νότια Κορέα και στις χώρες του Αραβικού κόσμου» λέει ο Γ. Πολυχρονάκης. «Για να συνεχιστεί η άνοδος των εξαγωγών και να είναι επιτυχημένη η αναδιάρθρωση της ελληνικής παραγωγής απαιτείται εθνική στρατηγική και καθοδήγηση προς τους Έλληνες παραγωγούς» τονίζει.