Πολλά λέγονται και γράφονται για την τέταρτη βιομηχανική επανάσταση και τον αναδυόμενο κόσμο των δικτύων πέμπτης γενιάς, για μιαν ακόμη φορά όμως, όπως και στο παρελθόν ελάχιστος λόγος γίνεται για το επιχειρείν τη φιλοσοφία του και εν τέλει το λόγο ύπαρξής του στις ανθρώπινες κοινωνίες.
Με πολύ απλά λόγο, ελάχιστα διευκρινίζεται γιατί η επιχείρηση ως παραγωγικό κύτταρο αποτελεί μέρος της ανθρώπινης ύπαρξης και υπό αυτή την έννοια ενέχει τεράστια σημασία.
Ιδιαίτερα δε σήμερα που η φύση του επιχειρείν αλλάζει για τον πολύ απλό λόγο ότι μεταβάλλονται ραγδαία και οι όροι παραγωγής πλούτου και προσωπικής ολοκλήρωσης. Υπό αυτή την έννοια, όταν κάνουμε λόγο για την επιχείρηση θα πρέπει πριν απ’ όλα, όπως έλεγε και ο Κομφούκιος, να προσδιορίσουμε την έννοια των λέξεων.
Και ο προσδιορισμός αυτός δεν είναι διόλου αμελητέα υπόθεση. Κάθε άλλο.
Για να ορίσει την έννοια των λέξεων, πρώτη προϋπόθεση κάθε γλώσσας και κάθε επικοινωνίας ανάμεσα στους ανθρώπους, ο Αριστοτέλης επέμενε πολύ στην ιστορία της λέξης και στην εμπειρική της προέλευση, γιατί κάθε γνώση του ανθρώπου έχει σαν αναγκαστική πηγή τις αισθήσεις. Δεν έχουμε έμφυτες ιδέες, όλες οι ιδέες μας έρχονται από την εμπειρία. Για τον ορισμό των λέξεων, έχουμε απέναντι στον Αριστοτέλη μια μεγάλη υπεροχή, που θα ‘ταν παράλογο να την υποτιμήσουμε.
Η σύγχρονη επιστήμη ερεύνησε, ανάλυσε, έκρινε και συστηματοποίησε τόσο πολύ την γνώση μας του αισθητού κόσμου, ώστε είναι σε θέση να μας προσφέρει αποφασιστική βοήθεια για τον ορισμό των λέξεων.
Η σύγχρονη έρευνα ξαναβρίσκει από ένστικτο, αναλύει, εμβαθύνει και καθιερώνει οριστικά την έννοια των λέξεων που χρησιμοποιεί: για μας, είναι αδιανόητο να μη δεχτούμε και να μη χρησιμοποιήσουμε το νόημα ορισμένων λέξεων που ορίζει και καθιερώνει η σύγχρονη επιστήμη.
Η λέξη επιχείρηση λοιπόν είναι μια από αυτές, όπως και η λέξη κεφαλαιοποιώ από την οποίαν προέρχεται ο καπιταλισμός. Το επιχειρείν δεν είναι μια απλή προσπάθεια αποκομίσεως κέρδους όπως πολλοί νομίζουν. Το επιχειρείν είναι μια προσπάθεια να ανοίξει κανείς νέους δρόμους, να αποκαλύψει νέα πράγματα, να βρει λύσεις σε προβλήματα που ξεπερνούν αυτά των αναγκών που έχει ένα ζώο.
«Χάρη στο γενετικό του «κεφάλαιο», το ζώο, και γενικά καθετί ζωντανό, είναι ικανό ν’ αναπτύσσεται και ν’ αναπαράγεται πριν από τη μοιραία φθορά. Πέρα όμως απ’ αυτό το γενετικό κεφάλαιο, που κατέχει όπως κάθε ζωντανό πράγμα, ο άνθρωπος είναι «προγραμματισμένος για να καταλαβαίνει»: έχει λοιπόν κι αυτός ένα γενετικό κεφάλαιο, αλλά προσανατολισμένο προς τη γνώση του σύμπαντος και του κάθε είναι γενικά, χωρίς περιορισμό αντικειμένου»,έγραφε ο Γάλλος ακαδημαϊκός Π.Λ.Μπρουκμπερζέ και μάλλον είχε δίκηο.
Ο σκίουρος, που μαζεύει φουντούκια στην κουφάλα ενός δέντρου για να εξασφαλίσει τη χειμερινή του επιβίωση,πρόσθετε, είναι ένας συλλέκτης, ένας αποθησαυριστής, όχι όμως ένας «κεφαλαιούχος», γιατί το σχέδιο του δεν πάει πέρα από τη συντήρησή του: η προμήθειά του είναι μια μικρή αποθήκη, ένα απόθεμα τροφίμων, δεν είναι «κεφάλαιο». Έτσι κι ο νομάδας που πηγαίνει το κοπάδι του από βοσκή σε βοσκή, ανάλογα με τους καιρούς και τις βροχές, δεν είναι κεφαλαιούχος, τουλάχιστον απ’ αυτή την άποψη. Παίρνει, αλλά δεν δημιουργεί, δεν παράγει.
Όμως εκείνος που πρώτος θέρισε σιτηρά, τα χτύπησε, ξεχώρισε τους σπόρους και τους έβαλε κατά μέρος για να τους σπείρει την επόμενη άνοιξη, σ’ ένα έδαφος που θα έχει προηγουμένως σκάψει και ετοιμάσει για να τους δεχτεί, αυτός μάλιστα, έκανε μια πράξη φανερά καπιταλιστική. Η αποθησαύριση των σπόρων έχει τελείως διαφορετική έννοια από τη συλλογή φουντουκιών από το σκίουρο: είναι ένα σχέδιο που επεκτάθηκε και πέρασε από το βραχυπρόθεσμο στο μακροπρόθεσμο. Ο πρώτος γεωργός είχε κιόλας προβλέψει τις μελλοντικές σοδειές, ήξερε πως θα ξεπερνούσαν τις δικές του ανάγκες και τις άμεσες προϋποθέσεις της συντήρησής του.
Μου φαίνεται πως όσα λέω είναι απλά, αναμφισβήτητα, ευνόητα για τον καθένα. Οι συνέπειες τους όμως είναι τρομερά σημαντικές για όλους μας και για το μέλλον του πολιτισμού. Το βλέπει κανείς καθαρά, ο άνθρωπος υπήρξε «κεφαλαιούχος» εκατομμύρια χρόνια πριν από την εμφάνιση του χρήματος και του νομίσματος, που είναι εφευρέσεις σχετικά πρόσφατες. Κι ο καπιταλισμός υπήρξε, και μάλιστα με επιτυχία, το μόνιμο κίνητρο των προόδων της ανθρωπότητας σ’ όλους τους τομείς, εκατομμύρια χρόνια πριν εμφανισθεί αυτή η κοινωνική τάξη, η σχετικά πρόσφατη (Δυτική Ευρώπη) που ονομάστηκε «αστική». Το καθαρό και αναμφισβήτητο συμπέρασμα είναι ότι η ταύτιση του καπιταλισμού πρώτα με το χρήμα και κατόπιν με την αστική τάξη είναι απόλυτα εσφαλμένη, καταχρηστική και με δυο λέξεις ανόητη, είναι κάτι που υποβιβάζει πνευματικά όλους εκείνους που το υποστηρίζουν. Αυτή η ταύτιση δεν μπορεί παρά να περιορίζει το οπτικό πεδίο μας στον τομέα της Ιστορίας και να μας φοράει παρωπίδες προκειμένου να κρίνουμε δίκαια τον καπιταλισμό. Πρόκειται για μια απάτη, που βρίσκεται σε πλήρη αντίφαση με όλα όσα ξέρουμε για τη φύση του ανθρώπου, τη βιολογία του και τη σχετικά μακρόχρονη ιστορία της ανθρωπότητας.
Επί χιλιάδες και χιλιάδες χρόνια, οι άνθρωποι ήταν κεφαλαιούχοι χωρίς να ξέρουν τι είναι το χρήμα και – ακόμα περισσότερο – χωρίς να είναι «αστοί». Η σύγχυση που έχει γίνει ανάμεσα στον καπιταλισμό από τη μια μεριά και το χρήμα και τον αστικό κόσμο από την άλλη, είναι ένα από τα χειρότερα αίσχη της εποχής μας. Ας μάθουμε λοιπόν να διακρίνουμε προσεχτικά αυτές τις έννοιες, για να καταλάβουμε τον κόσμο όπου ζούμε και να μάθουμε με ποιο τρόπο μπορούμε να διορθώσουμε τις ατέλειές του.
Η ευφυία επίσης, το γενετικό μας κεφάλαιο για να καταλαβαίνουμε, έχει κι αυτή τη γήρανσή της, τις σκληρώσεις της, τις αρθρώσεις που τρίζουν, τους μηχανισμούς της που πιάνονται και μπλοκάρονται, τους ρευματισμούς της. Οι αποφασιστικές διακρίσεις ανάμεσα στις διαφορετικές σημασίες των λέξεων «καπιταλισμός», «χρήμα» και «αστικός κόσμος», αυτές οι αναγκαίες και στοιχειώδεις διακρίσεις, θα ‘πρεπε να έχουν στο μυαλό μας την επίδραση μιας θαυματουργής θεραπείας ξανανιώματος. Μια τέτοια θεραπεία ξανανιώματος είναι στα χέρια μας, είναι προσιτή σε όλα τα βαλάντια: αρκεί να σκεφτούμε και να θέλουμε να καταλάβουμε. Μου φαίνεται πως μια παρόμοια κούρα νεότητας θά ‘πρεπε να γοητεύσει τουλάχιστον εκείνους που δε θέλουν να πεθάνουν ανόητοι.