Με διαφορά μόλις μιας ποσοστιαίας μονάδας, το κυβερνόν Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Φινλανδίας τερμάτισε τρίτο στις πρόσφατες εθνικές εκλογές σημαίνοντας το τέλος της πρωθυπουργικής θητείας για την 37χρονη, Σάνα Μάριν, σχεδόν ταυτόχρονα με την ιστορική ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ. Η δημοφιλής Φινλανδή πολιτικός και νεότερη πρωθυπουργός στον κόσμο έκλεισε ένα σημαντικό κεφάλαιο στην πολιτική της διαδρομή αποχωρώντας μετά την ήττα και από την ηγεσία του κόμματός της, με την επιθυμία να ανοίξει μια νέα σελίδα στη ζωή της.
Το τέλος εποχής, ωστόσο, για ένα από τα πλέον λαμπερά και ανερχόμενα πρόσωπα της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας επισκιάστηκε από την εκρηκτική άνοδο της Ακροδεξιάς στην ίδια κάλπη, η οποία τερμάτισε δεύτερη αυξάνοντας ραγδαία τα ποσοστά και μαζί την πολιτική της απήχηση στη χώρα. Ταυτόχρονα, όμως, η ανάδειξη των ακροδεξιών λαϊκιστών σε αξιωματική αντιπολίτευση της Φινλανδίας έρχεται να αθροιστεί στις ανερχόμενες δυνάμεις της Ακροδεξιάς στη Σκανδιναβική χερσόνησο, αυξάνοντας τους φόβους πολλών ευρωπαϊκών -και όχι μόνο- πρωτευουσών για τον προσανατολισμό της, γεωπολιτικό και κοινωνικό, στο εξής.
Μολονότι η απερχόμενη πρωθυπουργός της Φινλανδίας σημείωσε σημαντικές επιδόσεις στη διαχείριση της πανδημίας και εργάστηκε με αξιοσημείωτο ζήλο -και παρά τις σθεναρές εσωτερικές αντιδράσεις- για την είσοδο της χώρας της στη Βορειοατλαντική Συμμαχία, το νεαρό της ηλικίας της, η ανάγκη για στιγμές προσωπικής χαλάρωσης και διασκέδασης, αλλά και η θηλυκή της ταυτότητα τέθηκαν εξαρχής σε τροχιά αποδόμησης από τις ακροδεξιές δυνάμεις της χώρας, περιγράφοντας την 37χρονη Μάριν ως εύθραυστη και περίπου ανεπαρκή. Ταυτόχρονα, το εκλογικό σύστημα δεν ήταν με το μέρος της τη μεγάλη εκλογική βραδιά, καθώς το συντηρητικό Κόμμα Εθνικού Συνασπισμού (Kokoomus) συγκέντρωσε 48 έδρες για το κοινοβούλιο στο σύνολο των 200, ενώ 46 έδρες κατέλαβε το ακροδεξιό Κόμμα των Φινλανδών.
Ακολούθησαν τρίτοι οι αριστεροί Σοσιαλδημοκράτες με επικεφαλής τη Μάριν, συγκεντρώνοντας μόλις 43 έδρες και με εμφανή αδυναμία ιδεολογικής σύγκλισης με τα δύο πρώτα κόμματα, παρότι η διαφορά μεταξύ των τριών υπήρξε μικρότερη της μίας ποσοστιαίας μονάδας. Παρά την τρίτη θέση, η 37χρονη πολιτικός κατάφερε να αυξήσει τόσο τις προσωπικές της ψήφους όσο και αυτές του κόμματός της, σε αντίθεση με τους μέχρι πρότινος εταίρους της κυβέρνησης συνεργασίας, της οποίας ηγούνταν, οι οποίοι καταποντίστηκαν. Εστω και οριακά, ο Εθνικός Συνασπισμός κατήγαγε μια μεγάλη -αν και αναμενόμενη κατά τις δημοσκοπήσεις- νίκη, ενώ φέρεται έτοιμος να στρίψει το τιμόνι της χώρας ακόμη πιο δεξιά, καθώς το σενάριο συνεργασίας του με το ακροδεξιό Κόμμα των Φινλανδών φαντάζει εξαιρετικά πιθανό και αρκούντως απειλητικό, κατά τους αναλυτές, για την υπόλοιπη Ευρώπη. Σε κάθε περίπτωση, η Φινλανδία διέρχεται μια ταραχώδη περίοδο, δεδομένου ότι το Κόμμα των Φινλανδών δύσκολα θα υποχωρήσει, ακόμη και μπροστά στην κυβερνητική προοπτική, από τις πάγιες θέσεις του για τη μετανάστευση, την Ε.Ε. και τη λειτουργία της και την κλιματική αλλαγή.
Γυναίκα και Ακροδεξιά
Τον διεθνή προβληματισμό απέναντι στην εντυπωσιακή άνοδο της ακροδεξιάς στη Φινλανδία εντείνει η γεωγραφική και κοινωνική διασπορά των ψηφοφόρων της, καθώς υψηλά ποσοστά της καταγράφηκαν τόσο σε μεσαίου μεγέθους πόλεις όσο και σε αγροτικές κοινότητες, όπως και στις πιο ομοιογενείς εθνικά περιοχές του Βορρά, στις οποίες το Κόμμα των Φινλανδών ήρθε πρώτο. Κλειδί για την εκλογική εκτόξευσή του αποτέλεσε η αλλαγή σκυτάλης σε επίπεδο κορυφής, καθώς η νέα ηγέτης του κόμματος Ρίκα Πούρα εμφανίζεται ακόμη πιο… πούρα ως προς τις ακροδεξιές απόψεις της σε σχέση με τον προκάτοχό της κερδίζοντας σε επίπεδο προσωπικών πολιτικών εντυπώσεων την τελευταία εκλογική αναμέτρηση. Πέρα από το νέο πρόσωπο της ηγεσίας, στην αλλαγή των συσχετισμών συνέβαλε κατά κόρον η πολιτική και οικονομική συγκυρία, καθώς το πρόγραμμα δημοσίων δαπανών της Μάριν με έμφαση στην εκπαίδευση, στο κοινωνικό κράτος και την πράσινη μετάβαση συνεθλίβη στις συμπληγάδες της ακρίβειας και του ενεργειακού κόστους.
Στον αντίποδα, με σύνθημα να «Σώσουμε τη Φινλανδία!» το ακροδεξιό κόμμα εξέπεμπε καθ’ όλη την προεκλογική περίοδο μηνύματα κινδύνου με φόντο τους μετανάστες, τις υπέρογκες κοινωνικές δαπάνες και την αμφισημία της Ε.Ε. απέναντι στη λήψη μέτρων κατά της ενεργειακής κρίσης, με αποτέλεσμα να βρει ευήκοα ώτα και σε περιοχές της χώρας που κρατούσαν ερμητικά κλειστές τις πόρτες τους στην Ακροδεξιά. Συγκεκριμένα, από το 2015 και εξής το Κόμμα των Φινλανδών διεμβόλιζε σταδιακά το άλλοτε κραταιό Κόμμα του Κέντρου, με αποτέλεσμα να προσεταιριστεί την παραδοσιακή αγροτική του βάση αποκτώντας ερείσματα και σε μεγάλες περιφερειακές πόλεις της χώρας.
Με αυτά τα δεδομένα, ο ηγέτης του Εθνικού Συνασπισμού Πέτερι Ορπο καλείται το επόμενο διάστημα να ισορροπήσει ανάμεσα στην ευρωπαϊκή προοπτική και τον ξενοφοβικό απομονωτισμό, με τις διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό συμμαχικής κυβέρνησης να προβλέπονται μακρές και επίπονες. Αν αυτές τελικά ναυαγήσουν στα τέλη Μαΐου, δύσκολα μπορεί να αποκλειστεί η προγραμματική συνεργασία του δεξιού συντηρητικού κόμματος με τους αριστερούς Σοσιαλδημοκράτες της Μάριν, εξέλιξη που θα δημιουργούσε ένα ιστορικό προηγούμενο, αν όχι ανάχωμα, για όλη τη Σκανδιναβία, μπροστά στην ακροδεξιά επέλαση τα τελευταία χρόνια.
Προβάλλοντας επί δεκαετίες το υψηλό βιοτικό τους επίπεδο, αλλά και έναν ανεκτό και ειρηνικό τρόπο ζωής, οι σκανδιναβικές χώρες έγιναν η γη της Επαγγελίας για εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες από την Ευρώπη, τη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή, ο σταδιακά αυξανόμενος αριθμός των οποίων άρχισε να ενοχλεί τους γηγενείς κατοίκους. Πέρα από την ετερόκλητη πληθυσμιακή σύνθεση, την τελευταία δεκαετία οι σκανδιναβικές χώρες έχουν υποστεί σειρά τρομοκρατικών επιθέσεων σε πολυσύχναστα σημεία, όπως τον Φεβρουάριο του 2015 στην Κοπεγχάγη και τον Απρίλιο του 2017 στη Στοκχόλμη, αυξάνοντας τα επίπεδα ανασφάλειας στις πλέον φιλήσυχες ευρωπαϊκές πόλεις. Παράλληλα, τα τελευταία χρόνια έχουν ενταθεί τα περιστατικά βίας από συμμορίες και το οργανωμένο έγκλημα, τα οποία οι ακροδεξιές δυνάμεις συναρτούν με τη μετανάστευση, ιδίως στις περιπτώσεις της Σουηδίας, της Δανίας και της Νορβηγίας, διευρύνοντας το εκλογικό τους ακροατήριο.
Επιπλέον, οι σκανδιναβικές χώρες δεν εξαιρέθηκαν από την τάση της Ακροδεξιάς να συνδυάσει πανευρωπαϊκά μια ξενοφοβική ρητορική με τη γενικότερη λαϊκή αντίδραση, όπως για το αυξανόμενο κόστος ζωής, συνθέτοντας αρχικά ένα αντισυστημικό προφίλ που έγινε βατήρας για την εκλογική τους εκτόξευση. Για παράδειγμα, το Προοδευτικό Κόμμα της Νορβηγίας, το οποίο ιδρύθηκε το 1973 με στόχο τη μείωση των φόρων και της γραφειοκρατίας, αποτελεί τη βασική πολιτική δύναμη που υπερασπίζεται την αυστηροποίηση του πλαισίου για τη μετανάστευση, αλλά και την υιοθέτηση σειράς κανόνων ως προς την ένταξή τους.
Παρά την αιματηρή δολοφονία 77 εφήβων σε κατασκήνωση του Εργατικού Κόμματος το 2011 από τον εθνικιστή Αντερς Μπέρινγκ Μπρέιβικ, δέκα χρόνια μετά το Προοδευτικό Κόμμα της Νορβηγίας εμφανίστηκε ως «συμβιβασμένο» αφού μετείχε στον κυβερνητικό συνασπισμό, ανοίγοντας τον δρόμο για ένα νέο λαϊκίστικο πολιτικό μόρφωμα. Με σαφή αντιευρωπαϊκό προσανατολισμό το εθνικιστικό Κόμμα του Κέντρου αξιοποίησε τις ανισότητες μεταξύ του πλούσιου αγροτικού Νότου και του εγκαταλελειμμένου Βορρά, ανισότητες που έφερε στην επιφάνεια η πανδημία του κορωνοϊού. Εξαπολύοντας επίθεση σε κάθε λογής ελίτ, το Κόμμα του Κέντρου έφτασε το 2021 να φιγουράρει ως το «πλέον δημοφιλές κόμμα» στη χώρα με ποσοστό 22,6%, με αποτέλεσμα να καταταγεί τρίτο στις εθνικές εκλογές την ίδια χρονιά με ποσοστό 13,5%, μετέχοντας από τον Οκτώβριο του 2021 στην κυβέρνηση, μαζί με το Εργατικό Κόμμα.
Το νορβηγικό μοντέλο ακολούθησε έναν χρόνο μετά και η Σουηδία, όταν για πρώτη φορά ένα κόμμα της άκρας Δεξιάς, οι Σουηδοί Δημοκράτες, εισήλθε το 2022 στον κυβερνητικό συνασπισμό των Συντηρητικών, Χριστιανοδημοκρατών και Φιλελευθέρων. Υπό τον χαρισματικό επικοινωνιακά ηγέτη του Γίμι Οκεσον οι Σουηδοί Δημοκράτες κατετάγησαν δεύτεροι στην εκλογική κούρσα με ποσοστό 20,5%, αφού κατάφεραν να ενώσουν τις επιμέρους αντιδράσεις των ψηφοφόρων απέναντι στη μετανάστευση και την κοινωνική τους ενσωμάτωση, στο αίσθημα ανασφάλειας και την κρίση των θεσμών, μεταξύ των οποίων το πολιτικό σύστημα και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Χαμηλώνοντας, μάλιστα, τους ακροδεξιούς τόνους κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, οι Σουηδοί Δημοκράτες εμφανίστηκαν ως σταυροφόροι κατά της εγκληματικότητας, πιέζοντας μέσω της συμμετοχής τους στον κυβερνητικό συνασπισμό (χωρίς υπουργεία) για την αυστηροποίηση του Ποινικού Κώδικα, την αδυναμία πρόσβασης των μεταναστών νέας γενιάς στα προνοιακά επιδόματα, τον περιορισμό στον αριθμό των αιτήσεων χορήγησης ασύλου, τις αυξημένες δυνατότητες απέλασης αλλοδαπών που εμπλέκονται σε ποινικά αδικήματα, αλλά και τη δυνατότητα οι αλλοδαποί κατάδικοι να εκτίουν την ποινή τους στο εξωτερικό.
Παρά τη λαμπερή του εικόνα τα τελευταία χρόνια οι Σουηδοί Δημοκράτες κατάφεραν να μπουν για πρώτη φορά στο κοινοβούλιο το 2010 με ποσοστό 5,7%, αφού προηγουμένως είχαν προχωρήσει σε διαγραφές μελών τους με ναζιστικές καταβολές. Στο ενδιάμεσο, ο πρόεδρός τους, πρώην επικεφαλής της νεολαίας του κόμματος, Γίμι Οκεσον, πρόβαλλε ως «ο νεαρός της διπλανής πόρτας», μετατοπίζοντας σταδιακά το κόμμα του προς το Κέντρο στα κοινωνικά ζητήματα, χωρίς να αλλοιώσει το αντιμεταναστευτικό του στίγμα.
Αντίθετα, η επιδίωξή του να αλώσει εκ των έσω το δεσπόζον μεταναστευτικό δόγμα άρχισε να αποκτά ερείσματα στην κοινωνική βάση όταν η Σουηδία έγινε η πρώτη χώρα σε αριθμό Σύρων προσφύγων το 2015, με τους Σουηδούς Δημοκράτες να πολλαπλασιάζουν έκτοτε τις δυνάμεις τους, σε κάθε εκλογική αναμέτρηση. Η «εκλεπτυσμένη έκφανση», κατά τη «Le Monde», της σουηδικής Ακροδεξιάς ανήκει παράλληλα από καιρό στην ευρωομάδα των Ευρωπαίων Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών, μαζί με τα Αδέλφια της Ιταλίας της Τζόρτζια Μελόνι, παρακολουθώντας από κοντά τις γεωπολιτικές εξελίξεις.
Οι οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας και η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία εκτιμάται ότι ενίσχυσαν έτι περαιτέρω τη δημοτικότητα του ακροδεξιού κόμματος, καθώς ο «παράδεισος του κοινωνικού κράτους» άρχισε να νιώθει την πίεση του κόστους ζωής και ενέργειας. Σε αυτό το κλίμα, «η Σουηδία ήταν μια σπουδαία, ασφαλής, επιτυχημένη χώρα – και μπορεί να είναι όλα αυτά ξανά», μετέφερε το Politico από την προεκλογική ομιλία του Οκεσον στη διάρκεια συγκέντρωσης στο Χέλσινγκμποργκ, με τον ηγέτη των Σουηδών Δημοκρατών να καταλήγει πως «ήρθε η ώρα να μας δώσουμε την ευκαιρία να κάνουμε τη Σουηδία μεγάλη ξανά», θυμίζοντας την επωδό του Ντόναλντ Τραμπ.