Πριν καλά καλά σβήσουν οι καταστροφικές φωτιές που ταλάνισαν τη χώρα το φετινό καλοκαίρι, ο επόμενος εφιάλτης προβάλλει. Πώς θα αντιμετωπισθούν τα πλημμυρικά φαινόμενα, πώς θα προστατευθούν οι πόλεις από τους χειμάρρους που θα δημιουργήσουν τα αποψιλωμένα βουνά. Τα ουσιαστικά μέτρα είναι επιτακτικά, αφού κάθε χρόνο γινόμαστε θεατές σε πυρκαγιές τους θερινούς μήνες και πλημμύρες τους χειμερινούς. Αντιπλημμυρικά και αντιδιαβρωτικά έργα στοχευμένα και υπολογισμένα, για να φέρουν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, προτείνουν οι επιστήμονες και όχι «έργα βιτρίνας». «Πολλές φορές, το να βλέπουμε κορμούς δέντρων στις πλαγιές δεν σημαίνει ότι έχουν γίνει και τα σωστά έργα», σημειώνουν.
Την επόμενη ημέρα των καταστροφικών πυρκαγιών επιχειρεί να «προλάβει» η κυβέρνηση. Ενδεικτικά, χθες πραγματοποιήθηκε σύσκεψη στο Μαξίμου υπό τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη για τη λήψη άμεσων μέτρων στον Eβρο και στην Πάρνηθα.
Συγκεκριμένα, η εκτέλεση αντιδιαβρωτικών και αντιπλημμυρικών έργων αποτελεί αναγκαίο μέτρο πρόληψης την επόμενη ημέρα καταστροφικών πυρκαγιών, ειδικά καθώς τα τελευταία χρόνια λόγω κλιματικής κρίσης έχουν πολλαπλασιαστεί οι καταιγίδες και κατά συνέπεια και οι πλημμύρες.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, οι πλημμύρες είναι το καιρικό φαινόμενο που προκαλεί τις μεγαλύτερες απώλειες σε ανθρώπινες ζωές. Κατά συνέπεια, τα έργα για την προστασία από τα πλημμυρικά φαινόμενα είναι αναγκαία. Ωστόσο, ο τρόπος, το είδος και τα σημεία όπου θα πραγματοποιηθούν τα έργα, είναι καθοριστικά για την αποδοτικότητά τους.
Κυβερνητικές πηγές ανέφεραν χθες στην «Κ» ότι οι κορμοί των καμένων δέντρων θα χρησιμοποιηθούν για κορμοφράγματα και άλλα τεχνικά έργα, ενώ ο καθαρισμός των ρεμάτων θα πραγματοποιηθεί με ευθύνη των περιφερειών. Επίσης σχεδιάζεται η δημιουργία τσιμεντένιων φραγμάτων μέσα στα ρέματα για να συγκρατηθούν τα φερτά υλικά και να καθυστερούν τη ροή του νερού.
Ο καθηγητής Διαχείρισης Φυσικών Kαταστροφών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Ευθύμιος Λέκκας, όμως, εξηγεί ότι τα έργα που θα γίνουν δεν είναι πολιτικό αλλά επιστημονικό θέμα, και με αυτό τον τρόπο θα πρέπει να αντιμετωπίζονται. Προκειμένου να τονίσει την ανάγκη σωστών παρεμβάσεων, παραθέτει συγκεκριμένα παραδείγματα «καλών και κακών πρακτικών» όσον αφορά τη μείωση του πλημμυρικού κινδύνου έπειτα από πυρκαγιές. «Καλά και κακά παραδείγματα εφαρμόστηκαν σε πολλές περιπτώσεις ανεξάρτητα από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία», σημειώνει ο κ. Λέκκας.
Για παράδειγμα, στη Νεάπολη Βοιών Λακωνίας, την περιοχή που κάηκε στις πυρκαγιές του Αυγούστου το 2015, «κατασκευάστηκε αναρρυθμιστική δεξαμενή με συρματοκιβώτια από υλικά του ποταμού που διέρχεται από την πόλη, η οποία μετά δύο μήνες κατάφερε να συγκρατήσει το νερό και να μη συμβούν καταστροφές στον οικιστικό χώρο».
Επισημαίνεται ότι οι πλημμύρες είναι το καιρικό φαινόμενο που προκαλεί τις μεγαλύτερες απώλειες σε ανθρώπινες ζωές.
Αντιθέτως, επισημαίνει ο κ. Λέκκας, μετά τις πυρκαγιές του 2007 στην Πάρνηθα τοποθετήθηκαν χιλιόμετρα από κορμούς σε πρανή από ανθρακικά βραχώδη πετρώματα, τα οποία δεν παρουσιάζουν καμία επιφανειακή διάβρωση και άρα το νερό κατά τη ροή του δεν μεταφέρει υλικά. «Αυτό ήταν μια λανθασμένη επιλογή που επιβάρυνε το περιβάλλον, αλλά και την οικονομία», τονίζει ο καθηγητής. Στον Ταΰγετο, μετά την πυρκαγιά του 2007 κατασκευάστηκαν μικρά φράγματα, γεγονός που βοήθησε να συγκρατηθεί το έδαφος σε περιοχές που ήταν ευάλωτες στη διάβρωση. Αντιθέτως, στη Λίμνη Ευβοίας μετά τις πυρκαγιές του 2021 τοποθετήθηκαν κορμοί πάνω σε βραχώδη εδάφη, τα οποία δεν κινδυνεύουν από διάβρωση, επισημαίνεται στα παραδείγματα.
«Οι περιπτώσεις αυτές αναφέρονται σε δεδομένα που αναμένεται να αλλάξουν προς το δυσμενέστερο σε περίοδο εξελισσόμενης κλιματικής κρίσης, την οποία όπως φαίνεται δεν έχουμε ακόμη αποτιμήσει στον βαθμό που θα έπρεπε», υπογραμμίζει ο κ. Λέκκας. Εξηγεί ότι κατά την απόφαση για την εκτέλεση αντιπλημμυρικών έργων για τη συγκράτηση του νερού, πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν πολλοί παράγοντες, όπως το πέτρωμα στην περιοχή, η κλίση του εδάφους και η ανάπτυξη υδρογραφικού δικτύου στην περιοχή όπου σχεδιάζεται η παρέμβαση.
Οι καθαρισμοί
Oσον αφορά τους καθαρισμούς, ο κ. Λέκκας επισημαίνει ότι στόχος είναι να διώξουμε κάθε εμπόδιο από τη λεκάνη απορροής, ώστε να μπορεί το νερό να κατευθυνθεί προς τη θάλασσα. «Ομως πολύ συχνά έχουμε περιορίσει το εύρος της κοίτης, λόγω της αστικοποίησης για παράδειγμα, οπότε αναπόφευκτα θα έχουμε πλημμύρα σε αυτές τις περιοχές», προσθέτει.
«Στις περισσότερες περιοχές που κάηκαν ο κίνδυνος πλημμυρικών φαινομένων είναι μεγαλύτερος από ό,τι πριν από τη φωτιά, ωστόσο, υπάρχουν και περιοχές που δεν επηρεάζονται ιδιαίτερα λόγω του αναγλύφου, αλλά και επειδή δεν υπάρχουν ρέματα», τονίζει ο κ. Μιχάλης Διακάκης, δρ Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Oπως εκτιμά, μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος για την περιοχή της δυτικής Αττικής, κάποια τμήματα στην ανατολική πλευρά της Ρόδου, ενώ όσον αφορά τον Eβρο, «δεν μπορούμε να έχουμε σαφή εικόνα δεδομένου ότι η φωτιά δεν έχει ακόμη σβήσει», εξηγεί. Πάντως, σε κάθε περίπτωση, απαιτούνται μελέτες για το ποια είναι τα κατάλληλα έργα τα οποία πρέπει να γίνουν και πού, προκειμένου να μειωθούν οι πιθανότητες εκδήλωσης πλημμυρικού φαινομένου.
Στη Ρόδο, στην περιοχή Λαέρμα, η επιστημονική ομάδα του κ. Λέκκα επισημαίνει πως οι κορμοί που τοποθετήθηκαν σε απότομες πλαγιές άγριου φλύσχη παρασύρθηκαν και στη συνέχεια κάηκαν στη φετινή πυρκαγιά του Ιουλίου στο νησί.