Του Δημήτρη Κοσμόπουλου, Οικονομολόγου – Πολιτικού Επιστήμονα
Την προσεχή Κυριακή στις επαναληπτικές εκλογές για την ανάδειξη Προέδρου στο ΚΙΝΑΛ, οι εκλογείς έχουν την δυνατότητα επιλογής του πλέον κατάλληλου προσώπου το οποίο θα επωμιστεί, όχι την διαχείριση ενός μικρού κόμματος αλλά την ευθύνη για την ανασυγκρότηση της μεγάλης προοδευτικής Δημοκρατικής Παράταξης.
Η στατικότητα της κυβέρνησης και η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να δώσουν λύσεις στα προβλήματα της χώρας και τη κοινωνίας δημιουργούν, υπό προϋποθέσεις, την δυνατότητα ανάκαμψης του δημοκρατικού σοσιαλιστικού κινήματος.
Σήμερα η οικονομία της χώρας μας είναι σε ακόμα πιο δεινή κατάσταση από ότι ήταν προ δεκαετίας (και κανείς δεν μιλά γι αυτό) καθώς το δημόσιο χρέος της χώρας θα κλείσει στο τέλος του έτους στο εκρηκτικό 200% επί του Ακαθαρίστου Εθνικού Προϊόντος (Α.Ε.Π.).
Ταυτόχρονα, η καθημερινά αυξανόμενη επιθετικότητα της Τουρκίας, αλλά και τα διεθνή προβλήματα που επηρεάζουν πιεστικά τη χώρα μας όπως, η ενεργειακή και κλιματική κρίση, το ογκούμενο πρόβλημα των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών, η νέα τεχνολογική έκρηξη κ.λ.π., επιβάλλουν την ανάδειξη στις ηγεσίες των κομμάτων εκείνων των στελεχών που έχουν γνώση των διεθνών γεωπολιτικών εξελίξεων, εμπειρία στη διαχείριση κρίσεων και δυνατότητα παρέμβασης στη διεθνή σκηνή.
Ο Γ. Παπανδρέου, είναι βαθύς γνώστης της διεθνούς κατάστασης και των διεθνών εξελίξεων και ως Πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς έχει προσωπική γνωριμία και σχέσεις με πληθώρα ξένων ηγετών.
Επίσης, όλοι γνωρίζουν, ότι σε όλη τη διάρκεια της πολιτικής του πορείας, σε όλους τους τομείς προώθησε σύγχρονες και καινοτόμες ιδέες και πρακτικές που ήταν προς όφελος των πολιτών.
Τα πιο πάνω που ενδεικτικά αναφέρονται, πιστεύω ότι καθιστούν την εκλογή του στην ηγεσία του ΚΙΝΑΛ αναγκαία και επιβεβλημένη καθώς η εκλογή του θα είναι προς όφελος της ίδιας της πατρίδας μας.
Επειδή στην τρέχουσα πολιτική ορολογία, εσχάτως, ως επιχείρημα κατά του Γιώργου Παπανδρέου προβάλλεται από την πλευρά του συνυποψηφίου του το αίτημα της ανανέωσης, θα ήθελα να κάνω δύο επισημάνσεις:
Η πρώτη επισήμανση προέρχεται από τις προεκλογικές τοποθετήσεις του Ανδρέα Λοβέρδου, ο οποίος χαρακτήριζε τον κ. Ανδρουλάκη “νεόγερο”, “παιδί του κομματικού σωλήνα”, “άνθρωπο των μηχανισμών με παλαιοπολιτιτικές αντιλήψεις”, “έναν γραφειοκράτη που θα καθηλώσει το κόμμα σε χαμηλά ποσοστά”.
Η δεύτερη επισήμανση είναι η εξής:
Ο κ. Ανδρουλάκης, όπως όλοι ξέρουμε, δεν έγινε γνωστός για τις νεωτερικές και καινοτόμες ιδέες του και τον ρηξικέλευθο πολιτικό του λόγο ή τις ριζοσπαστικές προτάσεις του. Το συνθηματολογικά χρησιμοποιούμενο αίτημα της ανανέωσης που προβάλει είναι μόνο ή κυρίως ηλικιακό. Δηλαδή είναι βαθιά απολίτικο και συντηρητικό.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να απευθύνω ένα ερώτημα προς εκείνους που συντάχθηκαν με αυτή τη λογική και να τους ζητήσω να μας προσδιορίσουν από ποια ηλικία και κάτω είναι το πολιτικά “νέο” και από ποια ηλικία και πάνω το πολιτικά παλιό που πρέπει να αποχωρήσει.
Γιατί μεταξύ των αιτούντων την “ανανέωση” είδαμε και γνωστούς παλαίμαχους που όλοι ξέρουμε, είτε βουλευτές, είτε αυτοδιοικητικούς παράγοντες, εκ των οποίων ορισμένοι πολύ πρόσφατα μάλιστα συνεργάστηκαν ανοικτά ή υπόγεια με τη Νέα Δημοκρατία. Όλοι αυτοί είδαν στο φως της “ανανέωσης” την ευκαιρία και το μέσο για την εκ νέου διεκδίκηση ρόλων για τον εαυτό τους.
Φαντάζομαι ότι τουλάχιστον εκ μέρους τους, στα πλαίσια της “ανανέωσης” που επαγγέλλονται, θα ήταν πολιτικά συνεπές και ηθικά έντιμο, να μην μας απασχολήσουν ξανά στο μέλλον με “νέες” φιλοδοξίες τους και ησύχως να απολαύσουν τη συνταξιοδότησή τους από την ενεργό πολιτική.