Οι πλουσιότερες οικονομίες του κόσμου του γκρουπ των G7 προετοιμάζονται για ένα δύσκολο καλοκαίρι.
Στις ΗΠΑ, ο Αμερικανός Πρόεδρος Τζο Μπάιντεν και οι Ρεπουμπλικανοί βρίσκονται σε πολιτική αντιπαράθεση όσον αφορά την αύξηση του ανώτατου ορίου του δημοσίου χρέους πέραν των $31,4 τρισ. Την ίδια στιγμή, η μεγαλύτερη αμερικανική τραπεζική κρίση από το 2008 έχει αρχίσει να περιορίζει την πίστωση.
Στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, ο πληθωρισμός στην Ευρώπη παραμένει προβληματικός, ενώ η βιομηχανική παραγωγή της Γερμανίας έχει καταγράψει μείωση και ο πόλεμος στην Ουκρανία μαίνεται ακάθεκτος.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι ελλείψεις εργαζομένων και το υψηλό κόστος διαβίωσης έχουν οδηγήσει σε απεργιακές κινητοποιήσεις. Ο Ελ Νίνιο απειλεί την εύρυθμη παραγωγή τροφίμων και ενέργειας, ενώ οι διπλωματικές σχέσεις των ΗΠΑ και της Κίνας συνεχίζουν να επιδεινώνονται.
Αυτή τη νέα «τέλεια καταιγίδα» προβλημάτων καλούνται να αντιμετωπίσουν οι υπουργοί Οικονομικών και οι κεντρικοί τραπεζίτες των χωρών του γκρουπ των G7 οι οποίοι ξεκίνησαν την τριήμερη συνάντησή τους στην πόλη Νιιγκάτα της Ιαπωνίας.
Αν και δεν έχει τεθεί επίσημα επί τάπητος στην ατζέντα της συνάντησης, το κύριο πρόβλημα για το οποίο θα κληθεί να μιλήσει η Αμερικανίδα ΥΠΟΙΚ, Τζάνετ Γέλεν, είναι το αδιέξοδο του αμερικανικού χρέους. Μία πιθανή αποτυχία συμφωνίας μεταξύ των δύο πλευρών, σύμφωνα με την ίδια, θα υπονομεύσει την διπλωματική ικανότητα των ΗΠΑ αλλά και την εθνική τους ασφάλεια. Παράλληλα, σύμφωνα με το Bloomberg, η Γέλεν προειδοποίησε πως «η στάση πληρωμών στις ΗΠΑ θα προκαλέσει, πιθανά, μία παγκόσμια κρίση»
Η ενίσχυση του παγκόσμιου χρηματοοικονομικού συστήματος, η αναδιάρθρωση του χρέους των φτωχώτερων χωρών και η ενδυνάμωση της εφοδιαστικής αλυσίδας αποτελούν κύρια θέματα της ατζέντας των G7. Παράλληλα, οι ρυθμιστές θα συζητήσουν όσον αφορά τις προσπάθειες της Ρωσίας να αποφύγει τις κυρώσεις αλλά και την μάχη κατά του πληθωρισμού μέσω της επιθετικότερης αύξησης των επιτοκίων εδώ και δεκαετίες.
Αν και η Fed έχει δώσει σημάδια πιθανής αναστολής της αύξησης των επιτοκίων της, η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, έκανε το αντίθετο, τονίζοντας πως η ΕΚΤ είναι προσηλωμένη στον στόχο καταπολέμησης των πληθωριστικών πιέσεων.
Ακόμα κι αν μόνο ορισμένοι από τους φόβους αυτούς αποδειχθούν αληθείς, οι επενδυτές οι οποίοι ποντάρουν σε χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής ενδέχεται να βγουν κερδισμένοι. Αντιθέτως, εάν η οικονομία καταφέρει να αποφύγει τα προβλήματα αυτά και οι μεγαλύτερες οικονομίες συνεχίσουν να ανακάμπτουν μέχρι το φθινόπωρο, οι κίνδυνοι κατά κάποιον τρόπο θα αυξηθούν.
«Η δημιουργία ύφεσης σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο παραμένει αυξημένη. Αν οι οικονομίες των ΗΠΑ και των λοιπών χωρών καταγράψουν συρρίκνωση τους επόμενους μήνες, ο πληθωρισμός ενδέχεται να παραμείνει σε λογικά πλαίσια χωρίς να δημιουργεί δίλημμα για τις κεντρικές τράπεζες», τόνισε ο επικεφαλής οικονομολόγος της JPMorgan Chase & Co., Μπρους Κάσμαν.
Παράλληλα, προσέθεσε πως «εάν οι κεντρικές τράπεζες καταφέρουν να αποφύγουν τα προβλήματα αυτά, ενδέχεται να δεχθούν πιέσεις για περαιτέρω σύσφιξη της νομισματικής τους πολιτικής προς μείωση του πληθωρισμού».
Οι αισιόδοξοι αναλυτές μιλούν για τη βελτίωση των συνθηκών και του παγκόσμιου outlook, ιδιαίτερα λόγω της περιορισμένης ενεργειακής κρίσης στην Ευρώπη, του «ανοίγματος» της κινεζικής οικονομίας και της στιβαρής αγοράς εργασίας των ΗΠΑ.
Οι επενδυτές, από την πλευρά τους, προετοιμάζονται για μία δυσκολότερη περίοδο. Σύμφωνα με τον δισεκατομμυριούχο ιδρυτή του Duquesne Family Office, Σταν Ντράκενμιλερ, η οικονομία των ΗΠΑ βρίσκεται ένα βήμα πριν την ύφεση, ενώ ο ίδιος προετοιμάζεται για μία «ανώμαλη προσγείωση».
Όταν το γκρουπ των G7 συναντήθηκαν στην Ουάσινγκτον τον περασμένο Απρίλιο, τόνισαν πως η ανάπτυξη αποδεικνύεται πιο σταθερή απ’ όσο ανέμεναν και ο πληθωρισμός παρέμενε υψηλός, τη στιγμή που οι κεντρικοί τραπεζίτες ήταν έτοιμοι να συνεχίσουν την προσπάθεια μείωσής του παρά την οικονομική αβεβαιότητα την οποία προκαλούσαν οι κλυδωνισμοί στον τραπεζικό τομέα.
Από τότε, τόσο η Fed όσο και η ΕΚΤ έχουν αυξήσει τα επιτόκιά τους. Η Αμερικανίδα ΥΠΟΙΚ Τζάνετ Γέλεν έχει προειδοποιήσει για «οικονομική καταστροφή» σε περίπτωση ασυμφωνίας όσον αφορά το αμερικανικό χρέος, ενώ η First Republic Bank είναι το νέο θύμα της τραπεζικής κρίσης.
Σύμφωνα με τους αναλυτές της HSBC Holdings Plc., Χάριετ Σμιθ και Τζέιμς Πόμεροϊ, «κανείς δε γνωρίζει σε τι κατάσταση βρίσκεται πραγματικά η παγκόσμια οικονομία. Ο πληθωρισμός παραμένει υψηλός και οι κίνδυνοι είναι πολλαπλοί, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τον κλάδο των τοπικών αμερικανικών τραπεζών».