Το έτος 2012 ο αείμνηστος πατέρας μου θα συμπλήρωνε έναν αιώνα ζωής . Έκρινα σκόπιμο σε τούτη την επέτειο να τελέσω ένα δημόσιο Μνημόσυνο.
Να αναφερθώ σε μια σελίδα της ζωής του. Αυτή της συμμετοχής του στον απρόκλητο αλλά και νικηφόρο Ελληνο-Ιταλικό πόλεμο του 1940-1941 στα βουνά της Βορείου Ηπείρου.
Ήταν Κυριακή 27η Οκτωβρίου 1940 όταν ο αείμνηστος πατέρας μου ηλικίας τότε 28 ετών αποφάσισε να κάνει το γάμο του με την εκλεκτή της καρδιάς του, Αγγελική Ιωάννη και Ιουστίνας Μαυρογένη.
Δεν πρόλαβε να χαρεί καν το γάμο του. Διαφορετικά έκρινε η ιστορία του να πορευτεί. Να ακολουθήσει τη φωνή της Πατρίδας.
Την επόμενη 28η Οκτωβρίου 1940 ημέρα Δευτέρα μετά το ιταμό τελεσίγραφο του Μουσολίνι κηρύχθηκε επιστράτευση.
Νιόπαντρος βρέθηκε στο μέτωπο της Αλβανίας.
Έξι μήνες διήρκεσε αυτό το «γαμήλιο ταξίδι του» το οποίο έμελλε να ζήσει μέσα στα χιόνια τις βροχές, το κρύο, τις κακουχίες, και τις στερήσεις διακινδυνεύοντας την ίδια του τη ζωή.
Αυτούς τους έξι μήνες η αλληλογραφία του όμως με την αγαπημένη του διατηρήθηκε σταθερή παρά την λογοκρισία που είχε επιβάλει το δικτατορικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου.
Η αείμνηστος μητέρα μου αυτά τα γράμματα του πολεμιστή αγαπημένου της κρατούσε στο σεντούκι μακριά από τα «βέβηλα» μάτια μας, που ενώ γνωρίζαμε την ύπαρξή τους και πάντα θέλαμε να διαβάσουμε ίσως από περιέργεια το περιεχόμενο τους δεν το αποτολμούσαμε ακόμη κι όταν μεγαλώσαμε.
Μετά από πολλά χρόνια όταν όλοι μας είχαμε αποκτήσει τις δικές μας οικογένειες, σε μια επίσκεψή μου στο πατρικό μας , με μεγάλη επιφυλακτικότητα και συστολή , ζήτησα από την Μητέρα μου να μου δανείσει για λίγο τις επιστολές αυτές για μια εργασία όπως της είπα που ήθελα να κάνω.
Εκείνη την φορά δεν μου το αρνήθηκε.
Μου επισήμανε , όμως να μην ξεχάσω να τις επιστρέψω.
Τις πήρα με ιδιαίτερη συγκίνηση και προσοχή και τη διαβεβαίωσα ότι θα τις επιστρέψω.
Ακολούθησε όμως η αρρώστια της και οι επιστολές έμειναν ιερό κειμήλιο στα χέρια μου.
Όταν πια ο πατέρας μου μετά το θάνατο της, παρέμεινε μόνος, εγκατέλειψε το χωριό και αποδέχθηκε την επιθυμία μας να ζήσει μαζί μας στην Πάτρα.
Εκείνη την εποχή της παραμονής του μαζί μας, του ζήτησα να γράψει με τα δικά του λόγια το ιστορικό της πορείας και της πολεμικής του δράσης από την κήρυξη του πολέμου μέχρι την συνθηκολόγηση και την επιστροφή του.
Έτσι απόκτησα γραμμένο από τα σεβάσμια και κουρασμένα χέρια του, τις περιγραφές των περιπετειών που έζησε στον πόλεμο της Αλβανίας όπως συνηθίσαμε να λέμε τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940- 1941.
Βέβαια ο πατέρας μου τα κρύα βράδια του χειμώνα των παιδικών μας χρόνων αλλά και κάποιες άλλες εποχές μας εξιστορούσε τις μάχες στις οποίες είχε λάβει μέρος σε βαθμό που είχαμε μάθει πολλές ονομασίες περιοχών της Αλβανίας αλλά και το ύψωμα 613 το οποίο οι Ελληνικές δυνάμεις με τους αξιωματικούς και τους οπλίτες τους είχαν καταφέρει μετά από τρεις μέρες και νύχτες επιθέσεις και αντεπιθέσεις να απομακρύνουν τον εισβολέα , επιφέροντας καίριο πλήγμα στον Ιταλικό στρατό.
Έτσι αποφάσισα να δημοσιοποιήσω τόσο το ιστορικό των πολεμικών επιχειρήσεων που έλαβε μέρος ο αείμνηστος πατέρας μου όσο και τις επιστολές που είχε στείλει από το μέτωπο στις αγαπημένες του, σύντροφο και τη μητέρα του.
Αυτή τη δημοσιοποίηση θεωρώ ένα ευλαβικό μνημόσυνο στη Μνήμη του αγωνιστή του πολέμου και της ζωής πατέρα μου Γεωργίου Κωνσταντίνου Μαργαρίτη.
Με την ευκαιρία της επετείου θα ήθελα να καταγράψω μια εικόνα που έζησα στην αίθουσα της Διακιδείου Σχολής Λαού Πατρών το απόγευμα της Τετάρτης 17 Δεκεμβρίου 1997 στη διάρκεια εκδήλωσης για την Πολεμική Γιορτή των Πατρών.
Η Πολεμική Γιορτή των Πατρών όπως συνηθίστηκε να ονομάζεται είχε καθιερωθεί από δεκάδες χρόνια με πρωτοβουλία του αειμνήστου ιστορικού των Πατρών Κώστα Τριανταφύλλου.
Η γιορτή αυτή αποτελούσε την επέτειο της Μάχης της Χιμάρας, του υψώματος 613 (Κηπαρού) που έδωσε το 12ο Σύνταγμα Πεζικού στις 15-17 Δεκεμβρίου 1940 στην οποία είχε λάβει μέρος και ο αείμνηστος πατέρας μου.
. Σ’ αυτή λοιπόν τη γιορτή εκείνου του χρόνου(1997) έλαβε μέρος και ο αείμνηστος Πατέρας μου.
Όταν γνωστοποιήθηκε στην αίθουσα από τον πρόεδρο της Διακιδείου Κώστα Τριανταφύλλου η παρουσία του πατέρα μου όλοι οι παριστάμενοι αιφνιδιάστηκαν ευχάριστα ενώ ο Δικηγόρος και ομιλητής της βραδιάς Βασίλης Τσούκαλης συγκινημένος σηκώθηκε προς το μέρος που καθόταν ο πατέρας μου, τον αγκάλιασε και τον ασπάσθηκε.
Είναι προφανές πως για αυτό τον πόλεμο που υποχρεωθήκαμε σα Λαός και σαν Έθνος να φέρουμε σε πέρας νικηφόρα έχουν γράψει αρκετοί δόκιμοι συγγραφείς, όμως για μένα προσωπικά αποτελούσε εκπλήρωση ιερού χρέους προς τη Μνήμη του αείμνηστου πατέρα μου.
Είναι ένα κερί κι ένα θυμίαμα που θα καίνε αιώνια στο Μνημείο των χρόνων και θα σηματοδοτούν το πέρασμά του στη γή μας, γη των Μαρτύρων και των Ηρώων.