Το τελευταίο θύμα εντοπίστηκε στις αρχές αυτής της εβδομάδας, ωστόσο, δεν υπάρχουν ίχνη του δράστη.
Το πρωί της Δευτέρας, το πτώμα βρέθηκε σε δασικό μονοπάτι κοντά στην πίστα ιπποδρομιών του Μάινχαϊμ με τους αστυνομικούς να κάνουν λόγο για μία 51χρονη γυναίκα.
Η έρευνα για την Soko «Ramus» βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, όπως γράφει η γερμανική εφημερίδα Bikd. Oι αστυνομικές αρχές εκτιμούν ότι η γυναίκα «θα μπορούσε να ήταν θύμα ενός εγκλήματος πάθους». Το πώς ακριβώς η γυναίκα έχασε τη ζωή της και ποιο μπορεί να είναι το κίνητρο πίσω από το έγκλημα παραμένει ασαφές.
«Εκτός από τις ιατροδικαστικές εξετάσεις στο σημείο όπου βρέθηκε η γυναίκα, τα αποτελέσματα της νεκροψίας πρέπει να συνυπολογιστούν με την ιατροδικαστική έρευνα», έσπευσε να δηλώσει εκπρόσωπος της αστυνομίας.
Υπάρχει ένας κατά συρροή δολοφόνος πίσω από τους τέσσερις φόνους;
Η ανακάλυψη της σορού της Ramus προκάλεσε έντονη ανησυχία στους κατοίκους εγείροντας φόβους για το ενδεχόμενο ενός κατά συρροή δράστη: μόλις τέσσερις εβδομάδες νωρίτερα, μία 36χρονη μητέρα δύο παιδιών μαχαιρώθηκε θανάσιμα στο Λάμπερτχαϊμ της Έσσης.
Το άψυχο σώμα της ανακαλύφθηκε επίσης σε ένα δάσος – μόλις 20 χιλιόμετρα από την τοποθεσία που είχε εντοπιστεί το προηγούμενο θύμα. Η 36χρονη κείτονταν στο έδαφος ανάμεσα σε δέντρα και κλαδιά.
Ένα πακέτο που είχε μαζί της ήταν ανοιχτό όταν βρέθηκε νεκρή και το περιεχόμενο έλειπε. Μέχρι τώρα, δεν έχει συλληφθεί δράστης.
Την περασμένη Τρίτη, η αστυνομία έσπευσε πάντως να ξεκαθαρίσει ότι, «σύμφωνα με την τρέχουσα κατάσταση της έρευνας, δεν υπάρχουν στοιχεία για σχέση με την ανθρωποκτονία στο Λάμπερτχαιμ».
Τον Ιούνιο, η υπόθεση για την 40χρονη Aigul S. που βρέθηκε δολοφονημένη στο Μπένσαϊμ της Έσσης είχε προκαλέσει σάλο στην κοινή γνώμη, καθώς η γυναίκα από το Καζακστάν πήγαινε στο νηπιαγωγείο τη δίχρονη κόρη της Ζακλίν και εξαφανίστηκε χωρίς να αφήσει ίχνη.
Μόλις μια μέρα αργότερα, στις 17 Ιουνίου, οι αρχές εντόπισαν τη σορό ενός 15χρονου κοριτσιού στις όχθες του Ρήνου κοντά στο Βορμς, στο κρατίδιο Ρηνανία-Παλατινάτο.
Η 15χρονη Ρόκια πνίγηκε. Η αυτοψία αποκάλυψε ότι η έφηβη είχε πέσει θύμα «μαζικής βίας» πριν από το θάνατό της. Λόγω αντιφατικών δηλώσεων, οι γονείς του κοριτσιού, που κατάγονταν από το Αφγανιστάν, μπήκαν γρήγορα στο στόχαστρο των ανακριτών.
Ένας δικαστής έκρινε τη μητέρα και τον πατέρα της ως υπόπτους και τους έθεσε υπό κράτηση για ανθρωποκτονία.
Το κίνητρο του δικαστή ήταν ότι προφανώς οι γονείς της δεν συμφωνούσαν ότι η κόρη τους ήθελε να ζήσει μια ελεύθερη ζωή.