Οσοι εξ ημών θεωρούν πως η τέχνη έχει ιαματικές ιδιότητες για την ψυχή μας, και μπορεί να μας πάρει το βάρος που προσθέτουν οι συγκυρίες, βρίσκουν ακατανόητη την απόφαση να μένουν κλειστά, σε περίοδο lockdown, τα μουσεία και οι αίθουσες τέχνης. Πρόκειται, άλλωστε, για χώρους όπου η ροή των επισκεπτών ελέγχεται απολύτως και η λειτουργία τους μόνο καλό μπορεί να είχε κάνει στους πολίτες. Η συνομιλία με ένα έργο τέχνης έχει έναν βαθιά εκπαιδευτικό χαρακτήρα, ακόμα και σε ζητήματα υπαρξιακά. Στο Μάντσεστερ, όπου η πινακοθήκη γειτνίαζε με ένα νοσοκομείο, οι γιατροί ζήτησαν παλαιότερα από τους ιστορικούς τέχνης του μουσείου να τους κάνουν ειδικά μαθήματα ώστε να μπορούν να μιλούν για τον θάνατο και την αρρώστια στους ασθενείς τους.
Ακόμα και αν αφήσουμε αυτό στην άκρη, προκύπτει κάτι άλλο, πιο πεζό: οι γκαλερί και τα μουσεία είναι και αυτά επιχειρήσεις που πλήττονται βάναυσα από την καραντίνα. Δεν είναι μονάχα το ζήτημα της οικονομικής επιβίωσης –όπως μας λέει η πρόεδρος του Πανελληνίου Συλλόγου Αιθουσών Τέχνης, Γιάννα Γραμματοπούλου– αλλά και η ίδια η διάθεση των καλλιτεχνών να παραγάγουν έργο. «Εδώ και πολύ καιρό είναι εντελώς αποξενωμένοι από το κοινό. Δίχως την ευκαιρία να κάνουν εκθέσεις, βιώνουν τη δική τους σκληρή μοναξιά. Διότι ναι μεν υπάρχει πάντα η δυνατότητα της ψηφιακής παρουσίασης, αλλά τίποτε δεν μπορεί να συγκριθεί με τις συζητήσεις, τις ζυμώσεις, τα σχόλια που καταθέτουν όσοι βλέπουν διά ζώσης τα έργα μιας ατομικής ή ομαδικής έκθεσης».
«Εμείς οι γκαλερίστες περνάμε επίσης μια δύσκολη περίοδο, διότι έχει χαθεί η αποστολή μας, που είναι να ενισχύουμε τους δημιουργούς, να μεσολαβούμε ώστε να έχουν πρόσβαση στην κοινωνία. Παράλληλα, πολλές αίθουσες τέχνης αντιμετωπίζουν πραγματικές οικονομικές δυσχέρειες. Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν θα ξεπεραστούν στο μέλλον, όταν η περιπέτεια του κορωνοϊού θα αποτελέσει παρελθόν. Ηδη, η οικονομική κρίση της περασμένης δεκαετίας είχε χτυπήσει βάναυσα πολλούς συναδέλφους».
Η αποξένωση, όμως, έχει δράσει ιδιαιτέρως αρνητικά και σε όσους αγοράζουν έργα τέχνης: «Δεν υπάρχει κανένα κέφι, έχει χαθεί η ψυχική διάθεση που παρακινεί τους συλλέκτες και τους φιλότεχνους. Εχει εκλείψει το πλαίσιο μέσα από το οποίο παράγεται αυτή η ανάγκη. Θα λέγαμε με δυο λόγια πως όλη η αλυσίδα –που ξεκινάει από τον καλλιτέχνη, περνάει από τον γκαλερίστα, αφορά τους ιστορικούς τέχνης, τους κριτικούς, το κοινό, τους συλλέκτες– έχει διασπαστεί. Για να αντιδράσουμε, θα κάνουμε μια ψηφιακή ArtAthina τον Μάιο, πριν από την κανονική, που έχει προγραμματιστεί να γίνει τον Σεπτέμβριο, ώστε να κρατήσουμε ζωντανά τα πράγματα. Δηλώνουμε “παρών”!».