Ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο κορυφαίος δημιουργός, που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 84 ετών -σήμερα Σάββατο 10 Ιουνίου του 2023-, έχοντας δώσει σκληρή και γενναία μάχη με τον καρκίνο, ταξιδεύει πλέον «Πέρα από τη θάλασσα» αφήνοντας πίσω τα «Μαλαματένια λόγια» του αλλά και τα «Χίλια μύρια κύματα» από τα οποία πέρασε στην μεγαλειώδη μουσική διαδρομή του, η οποία ξεπέρασε τον μισό αιώνα. Μια διαδρομή στη διάρκεια της οποίας καινοτόμησε μουσικά, «συνομίλησε» με σπουδαίους ποιητές, τον Σολωμό, τον Ελύτη, τον Σεφέρη, τραγουδήθηκε από μεγάλους ερμηνευτές διαφορετικών γενεών, από τον Ξυλούρη, τη Μοσχολιού, τον Νταλάρα και την Αλεξίου, μέχρι τον Αλκίνοο Ιωαννίδη, τον Γιάννη Χαρούλη και τη Νατάσσα Μποφίλιου και ταξίδεψε την ελληνική μουσική στα πέρατα της κόσμου με μια δύναμη ασίγαστη, εκρηκτική, παθιασμένη, όμοια με εκείνη που ο ίδιος έβγαζε επί σκηνής όταν διεύθυνε το πομπώδες «Ζάβαρα κάτρα νέμια».
Τα πρώτα βήματα και η μελοποιημένη ποίηση
Η πορεία της ζωής του Γιάννη Μαρκόπουλου ξεκινά το 1939, από το Ηράκλειο της Κρήτης. Στον πλούσιο σε μουσική παράδοση αυτό τόπο θα αποκτήσει τα πρώτα του ακούσματα τα οποία θα εμπλουτίσει, πολύ νωρίς, με τους συμφωνικούς ήχους που άκουγε στο ραδιόφωνο αλλά και τους ρυθμούς της γειτονικής Αιγύπτου. Η μουσική μιλούσε στην ψυχή του, από πολύ μικρή ηλικία, τον συγκινούσε, τον συγκλόνιζε. Αρκεί να σκεφτεί κανείς πως ήταν μόλις 12 ετών όταν εμπνεύστηκε τη μελωδία για τα «Παραπονεμένα Λόγια» αλλά και ότι την πρώτη φορά που άκουσε στο ραδιόφωνο το Κονσέρτο σε Λα Ματζόρε του Μότσαρτ, παιγμένο με το βιολί του Τζάσα Χάιφετζ, λιποθύμησε από την συγκίνηση! Ήταν γεννημένος μουσικός!
Λαμβάνει τις πρώτες μουσικές του γνώσεις στο Ωδείο της Ιεράπετρας όπου μαθαίνει να παίζει δύο εκ διαμέτρου αντίθετα όργανα, βιολί και κλαρίνο, ενώ εντάσσεται και στους κόλπους της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της περιοχής. Λίγα χρόνια αργότερα βρίσκεται στα έδρανα του τμήματος Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου -δεν θα πάρει ποτέ πτυχίο- παράλληλα όμως συνεχίζει τις μουσικές σπουδές του, στο Ωδείο Αθηνών, δίπλα σε αξιόλογους δασκάλους.
Είναι τότε που ξεκινά να συνθέτει τα πρώτα του έργα. Παρθενικό συνθετικό του δημιούργημα είναι οι «Μικρές Αφροδίτες», η μουσική από την ομώνυμη του ταινία του Νίκου Κούνδουρου η οποία, μάλιστα, θα βραβευτεί το 1963 στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Ο Κούνδρουρος ήταν εκείνος που τον σύστησε στις καλλιτεχνικές παρέες της εποχής, στον Χατζιδάκι, τον Θεοδωράκη, τον Λεοντή, τον Λοίζο. Στη συνέχεια θα γράψει μουσική για τα χοροδράματα «Θησέας», «Χιροσίμα» και « Τρία σκίτσα για χορό».
Το 1967 η στέρηση της εθνικής ελευθερίας από την Χούντα των Συνταγματαρχών οδηγεί τα βήματά του μακριά από την πατρίδα, στο Λονδίνο. Στην αγγλική πρωτεύουσα, διευρύνει τους μουσικούς ορίζοντες και αναβαθμίζει την συνθετική τεχνική του. Έρχεται σε επαφή με τους πρωτοπόρους Έλληνες συνθέτες Ιάνη Ξενάκη και Γιάννη Χρήστου, εξοικειώνεται με τις νέες μουσικές τάσεις.
Τα «Ριζίτικα» και ο Ξυλούρης
Η ανεπανάληπτη φωνή του Νίκου Ξυλούρη στην ερμηνεία του εμβληματικού τραγουδιού «Πότε θα κάμει ξαστεριά» μοιάζει σαν να είναι γραμμένη στο DNA κάθε Έλληνα. Πίσω από αυτή την κορυφαία στιγμή της ελληνικής μουσικής αλλά και από ολόκληρο τον δίσκο που έκανε γνωστό τον Ξυλούρη στο πανελλήνιο κόσμο βρίσκεται ο Γιάννης Μαρκόπουλος. Ήταν εκείνος που διασκεύασε και ενορχήστρωσε αριστοτεχνικά το μουσικό υλικό του δίσκου «Ριζίτικα», που κυκλοφόρησε το 1971 και περιείχε επίσης τα κομμάτια «Αγρίμια κι αγριμάκια μου», «Κόσμε χρυσέ», ο «Διγενής», «Μάνα κι αν έρθουν οι φίλοι μου» κ.α.
Και να σκεφτεί κανείς πως ο ιστορικός αυτός δίσκος λίγο έλειψε να μην ηχογραφηθεί ποτέ, καθώς Μαρκόπουλος και Ξυλούρης ανήκαν σε διαφορετικές δισκογραφικές εταιρείες. Χρειάστηκε να γίνει μια συμφωνία ανταλλαγής, να επιτραπεί δηλαδή η συμμετοχή του Ξυλούρη στον δίσκο «Χρονικό» με την προϋπόθεση ότι θα συμμετάσχει ο Μαρκόπουλος στα «Ριζίτικα».
Το δεύτερο εμπόδιο που συνάντησε ο αριστουργηματικός αυτός δίσκος ήταν η λογοκρισία της Χούντας, η οποία επέμενε πως τα τραγούδια έκρυβαν πολιτικά-αντιστασιακά μηνύματα. Χρειάστηκε η παρέμβαση του διευθυντή της Columbia Τάκη Λαμπρόπουλου στην επιτροπή λογοκρισίας και το ισχυρό επιχείρημά του πως τα συγκεκριμένα κομμάτια είναι παραδοσιακά και γράφτηκαν πριν από πολλές δεκαετίες για να δοθεί τελικά η άδεια και να κυκλοφορήσει τελικά ο δίσκος, το 1971. Έμελλε, τελικά, το «Πότε θα κάνει ξαστεριά» να γίνει ο ύμνος των εξεγερμένων φοιτητών του Πολυτεχνείου ενάντια στη δικτατορία!
Ο κινηματογράφος και το θέατρο
Η προσφορά του Γιάννη Μαρκόπουλου στη θεατρική και την κινηματογραφική μουσική υπήρξε επίσης πλούσια. Συνέθεσε μουσική για την «Τρικυμία»« του Σαίξπηρ, που ανέβασε, το 1968, το Εθνικό Θέατρο Αγγλίας αλλά και για πολλές ελληνικές παραστάσεις, μεταξύ των οποίων και οι «Μήδεια» και «Pήσos» του Ευριπίδη, «Λυσιστράτη», «Εκκλησιάζουσες» και «Θεσμοφοριάζουσες» του Αριστοφάνη, «Επιτρέποντες» του Μενάνδρου κ.α., που φιλοξενήθηκαν στο Εθνικό Θέατρο, το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν, το Αμφιθέατρο του Σπύρου Ευαγγελάτου κ.α.
Ηχηρό, όμως, υπήρξε το μουσικό του στίγμα και στον κινηματογράφο καθώς έβαλε την υπογραφή του σε περισσότερες από 30 κινηματογραφικές ταινίες μεταξύ των οποίων οι «Μικρές Αφροδίτες», « Vortex» και «Byron» του Νίκου Κούνδουρου, « Κραυγή γυναικών» και «Πρόβα» του Ζυλ Ντασσέν, «Beloved» του Γιώργου Κοσμάτου, «Φόβος» του Κώστα Μανουσάκη Επιχείρηση Απόλλων» του Γιώργου Σκαλενάκη, «Η Μοίρα ενός αθώου» του ΓρηγόρηΓρηγορίου κ.ά.
Παράλληλα, το μουσικό θέμα που έγραψε, το 1976, για την τηλεοπτική σειρά του BBC «who Pays the Ferryman» κατέκτησε την κορυφή των αγγλικών τσαρτ και έγινε διεθνής μουσική επιτυχία.
Η επιστροφή στις ρίζες
«Επιστροφή στις Ρίζες σημαίνει σχεδιασμός του Μέλλοντος και επιστροφή στο Αιώνιο, το Αληθινό. Είναι η αρχέγονη μουσική, μπολιασμένη με σύγχρονες αληθινές πληροφορίες» εξηγούσε συχνά – πυκνά ο Γιάννης Μαρκόπουλος προσπαθώντας να αποτυπώσει σε λέξεις το διαχρονικό μουσικό του όραμα το οποίο εκφράστηκε, στη διάρκεια της δεκαετίας του ΄70 κατά κύριο λόγο, μέσα από τα μουσικά έργα του λαμβάνοντας, παράλληλα, χαρακτήρα ενός νέου μουσικού κινήματος το οποίο επηρέασε βαθιά τόσο την μουσική παραγωγή της εποχής όσο και τις νεώτερες γενιές. Τραγούδια όπως τα «Χίλια μύρια κύματα», «Τα λόγια και τα χρόνια», «Παραπονεμένα λόγια», «Λένγκω», «Κάτω στης Μαργαρίτας το αλωνάκι», «Ο τόπος μας είναι κλειστός», «Μιλώ για τα παιδιά μου», «Καφενείον η Ελλάς» κ.α. υπήρξαν και συνεχίζουν να αποτελούν μέχρι σήμερα, πολλές δεκαετίες μετά την δημιουργία τους, φωτεινοί φάροι μιας μουσικής ιεροτελεστίας που γεννήθηκε από την έμπνευση και το ταλέντο του Μαρκόπουλου.
Οι συνθέσεις του ήταν δύσκολες, απαιτούσαν βαθιά γνώση αλλά και ιερή προσήλωση από τους μουσικούς που τήν απέδιδαν. Αυτός είναι εξάλλου και ο λόγος που ο ίδιος αποφάσισε να δημιουργήσει, το 1987, το δικό του μουσικό σύνολο, την ορχήστρα Παλίντονος Αρμονία, η οποία αποτέλεσε τη μόνιμη μουσική συνοδεία τόσο στις ηχογραφήσεις του όσο και στις συναυλιακές παραστάσεις που έδινε στην Ελλάδα αλλά και σε κάθε γωνιά του κόσμου.
Η βαθιά πίστη του Γιάννη Μαρκόπουλου στον διαρκή, αέναο αγώνα για μια πρόοδο η οποία να εμπνέεται από διαχρονικές ελληνικές αξίες παρέμεινε άσβεστη σε όλη τη διάρκεια της μακράς ζωής και της δημιουργίας του, στην οποία χρησιμοποιούσε, ως ιερό συλλαλητήριο, τους στίχους του Σολωμού που ο ίδιος μελοποίησε: «Ορκίζου σε στη στάχτη αυτή ΛΟΓΟ, ΕΡΓΟ, ΝΟΗΜΑ». Δηλαδή, «Να υπάρχει λόγος, αλλά να οδηγεί και σε έργο και το έργο να έχει νόημα».