Επίσης, φέρνει στο φως στοιχεία για τη μεγάλη κλοπή του θησαυροφυλακίου του Αλέξανδρου από άλλοτε συνεργάτη του, που είχε ως τραγική επίπτωση την οριστική ήττα των Αθηναίων από τους Μακεδόνες και την τελική επικράτηση του Βορρά στον Νότο. Ωστόσο, όπως παραδέχεται ο συγγραφέας, ο οποίος αμφισβητεί αρκετές πλευρές της προσωπικότητας του Αλέξανδρου, η τεράστια κυριαρχία του ίδιου και των επιγόνων του έκαναν το ελληνικό στοιχείο γνωστό στα πέρατα του κόσμου: «Χάρη στην οικοδόμηση πόλεων από τον Αντίγονο, τον Σέλευκο και τον Πτολεμαίο, ο ελληνικός αστικός βίος και πολιτισμός κυριάρχησε και η ελληνική γλώσσα έγινε οικουμενική», γράφει χαρακτηριστικά για την κληρονομιά που άφησε ο Αλέξανδρος στους Ελληνες και τους επιγόνους του.
Γιατί κέρδιζε πάντα
Παρότι ο Μπίλοους δεν ανήκει στους μεγάλους οπαδούς του Αλέξανδρου, δεν μπορεί να μην παραδεχτεί την απόλυτη επικράτηση του στρατηλάτη στο πεδίο των μαχών. Φυσικά, ως μεγάλος θαυμαστής του πατέρα του Φίλιππου, εστιάζει στην κατάλληλη εκπαίδευση που έλαβε ο υιός από τον πατέρα, καθώς και στην κυνηγετική και στρατιωτική παράδοση των Μακεδόνων: «Κάθε Μακεδόνας έπρεπε να αποδείξει την αξία του σκοτώνοντας έναν αγριόχοιρο χωρίς κυνηγετικό δίχτυ προτού του επιτραπεί να χρησιμοποιήσει ανάκλιντρο στα παραδοσιακά ανδρικά δείπνα, τα συμπόσια», γράφει χαρακτηριστικά στο βιβλίο. «Κατά τον 4ο αι. π.Χ., τα ελάφια και τα αγριογούρουνα αφθονούσαν στη Μακεδονία και αποτελούσαν συχνό θήραμα· υπήρχαν όμως και αρκούδες, πάνθηρες και λιοντάρια», τονίζει ο συγγραφέας παραπέμποντας στην εμβληματική απεικόνιση του κυνηγιού που κοσμεί τον βασιλικό τάφο στις Αιγές.
Πέρα όμως από την παράδοση του κυνηγιού και την πολεμική τέχνη που έκανε τον Αλέξανδρο να επικρατήσει ακόμα και έναντι του πατέρα του, ο Μπίλοους δεν μπορεί να μην παραδεχτεί την ευρηματικότητα στο πεδίο της μάχης, ενώ υποστηρίζει ότι οι νίκες του οφείλονταν, εν πολλοίς, στη βαθιά γνώση του των εχθρικών συστημάτων. Ηξερε, μεταξύ άλλων, πώς να εξοντώνει τους μαχούτ, όπως αποκαλούσαν τους μαχητές που προτιμούσαν να πολεμούν όχι με άλογα -στα οποία ειδικεύονταν οι Μακεδόνες που μάχονταν χωρίς σέλα- αλλά με ελέφαντες. Και επειδή γνώριζε από τότε ότι η ψυχολογία είναι το παν, φρόντιζε να σκορπάει τον φόβο στους αντιπάλους κάνοντας γνωστά τα κατορθώματά του πολύ πριν από τη σύγκρουση στο πεδίο της μάχης. Ο Μπίλοους αναφέρει ότι οι πιο γνωστοί λόγιοι της εποχής είχαν επιστρατευτεί για να φτιάξουν ιστορίες για τα κατορθώματα του Αλέξανδρου και είναι ο ίδιος ο Πλούταρχος που εφηύρε την ιστορία για την περίφημη συνάντηση του Μέγα Στρατηλάτη με τη βασίλισσα από τις Αμαζόνες στην Υρκανία (νότια της Κασπίας). Δεδομένου ότι οι Αμαζόνες είναι μυθικά πρόσωπα είναι σκόπιμη η ταύτιση του Αλέξανδρου με τις θεόμορφες πολεμίστριες, τη δημιουργική ανάμειξη του ένθεου στοιχείου με τη θνητή οντότητα. Επειδή ακριβώς δεν του αρκούσε να είναι βασιλιάς, ήξερε ότι αν γίνει γνωστή η θεϊκή του φύση, θα μπορέσει συμβολικά να επικρατήσει στις συνειδήσεις: ήθελε σκόπιμα να θεωρείται απόγονος του Ηρακλή και του Αχιλλέα, γι’ αυτό φρόντισε να επισκεφθεί πρώτη απ’ όλες την περιοχή της Τροίας, ζητώντας να του δείξουν τον υποτιθέμενο τάφο του θρυλικού ημίθεου.
Εκεί έσπευσε να προσφέρει θυσίες προς τιμήν του δήθεν προγόνου του μαζί με τον σύντροφό του Ηφαιστίωνα, προκαλώντας εύλογους συνειρμούς με το δίδυμο Αχιλλέα – Πατρόκλου. Καθώς όλοι γνώριζαν ότι ο Αλέξανδρος ήθελε να προβάλλει τον εαυτό του ως θεό, ρώτησαν μάλιστα τον Πλούταρχο αν αυτός ήταν ο σκοπός του, για να λάβουν την απάντηση: «Αν ο Αλέξανδρος θέλει να είναι θεός, ας είναι θεός» – ίσως γιατί ήταν ο μόνος από τους θνητούς που μπορούσε να το κάνει. Ακόμα και σήμερα υπάρχουν μακρινές περιοχές στην Ασία όπου ο Αλέξανδρος λατρεύεται ως άγιος. Για τον Μπίλοους σημαντικό ρόλο στη δημιουργία του μύθου του διαδραμάτισε η αναπαράσταση της εικόνας του σε όλα τα πέρατα της μακεδονικής αυτοκρατορίας μέσω νομισμάτων, αφού ο Απελλής, ο μεγάλος ζωγράφος της εποχής, είχε την άδεια να φιλοτεχνεί προσωπογραφίες του Αλέξανδρου ως ενός επιβλητικού θεού που κρατά έναν κεραυνό (ο θεός των θεών).
Οι άγνωστοι έρωτες
Ενα ακόμα αμφιλεγόμενο θέμα σε ό,τι αφορά την προσωπικότητα του Αλέξανδρου είναι η σεξουαλικότητά του ή τουλάχιστον σε αυτήν εστιάζει κατεξοχήν ο Μπίλοους αναλύοντας τις διαφορετικές μαρτυρίες. Παρότι υπάρχει πάντα η εκδοχή του Γουίλιαμ Ταρν, ο οποίος επέμενε ότι ο στρατηλάτης ήταν αυστηρά ετεροφυλόφιλος, ο καθηγητής του Κολούμπια πιστεύει ότι η αμφισεξουαλικότητα, που ήταν άκρως επιτρεπτή στην Αρχαία Ελλάδα, επέτρεψε στον Αλέξανδρο να σχετίζεται ταυτόχρονα με τα δύο φύλα, αποκαλύπτοντας άγνωστους εραστές και ερωμένες – αν και, όπως υποστηρίζει, «ένα στοιχείο της προσωπικότητας του Αλέξανδρου που πιστοποιείται τόσο έντονα, ώστε δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, είναι ότι γενικά δεν τον ενδιέφερε ιδιαίτερα το σεξ.
Τα πάθη του ήταν η μάχη, το κυνήγι και το ποτό, όχι το σεξ. Ωστόσο, από νεαρή ηλικία είχε μια εξαιρετικά στενή και προσωπική σχέση με τον αγαπημένο του φίλο και σύντροφο Ηφαιστίωνα· και παρόλο που σε καμία πηγή δεν αναφέρεται ρητά ότι η σχέση τους ήταν σεξουαλικού τύπου, είναι πολύ πιθανό ότι αυτό δεν αναφέρεται γιατί στον πολιτισμό της Ελλάδας του 4ου αι. π.Χ. ήταν κάτι αυτονόητο και όχι γιατί δεν ίσχυε. Ο Αλέξανδρος και ο Ηφαιστίων, με άλλα λόγια, ήταν αναμφίβολα εραστές· το αποδεικνύει περίτρανα η θέση του Ηφαιστίωνα ως το alter ego του Αλέξανδρου, κάτι που τεκμηριώνεται από πολλές ανεκδοτολογικές ιστορίες, και η παρανοϊκή θλίψη του Αλέξανδρου όταν ο Ηφαιστίων πέθανε το 324 π.Χ. Επιπλέον, πληροφορούμαστε ότι ο Αλέξανδρος ένιωθε παθιασμένη σεξουαλική έλξη για έναν όμορφο νεαρό Πέρση, έναν ευνούχο που ονομαζόταν Βαγόας. Το περιορισμένο ενδιαφέρον του Αλέξανδρου για το σεξ στρεφόταν, απ’ ό,τι φαίνεται, περισσότερο στον ομοερωτισμό. Αλλά, όπως και για τους περισσότερους αρχαίους Ελληνες, η προτίμηση αυτή δεν ήταν αποκλειστική.
Είχε καθήκον να παντρευτεί και να κάνει απογόνους και παρόλο που αμέλησε το καθήκον αυτό επί χρόνια, τελικά παντρεύτηκε τη Βακτριανή πριγκίπισσα Ρωξάνη το 327 π.Χ. Αν και οι πηγές τον παρουσιάζουν ως γάμο από έρωτα, μάλλον επρόκειτο για συμφωνία συμφέροντος, όπως οι γάμοι του πατέρα του, του Φίλιππου: ο πατέρας της Ρωξάνης ήταν ένας σημαντικός Βακτριανός ευγενής ονόματι Οξυάρτης και ο Αλέξανδρος χρειαζόταν την ευνοϊκή στάση της βακτριανής αριστοκρατίας για να παγιώσει την κυριαρχία του επί της Βακτρίας, που με τόσο κόπο είχε επιτύχει. Το 324 π.Χ. ο Αλέξανδρος παντρεύτηκε και πάλι, αυτή τη φορά δύο Περσίδες πριγκίπισσες, κόρες του Αρταξέρξη Γ’ και του Δαρείου Γ’ αντίστοιχα. Ομως εδώ δεν υπήρξε έρωτας· σκοπός ήταν να συνδεθεί με τα απομεινάρια της βασιλικής οικογένειας των Αχαιμενιδών. Η μόνη ένδειξη αμιγούς σεξουαλικού ενδιαφέροντος του Αλέξανδρου για γυναίκα είναι η φημολογούμενη σχέση του με τη Βαρσίνη, αν ενέχει κάποια αλήθεια», καταλήγει ο συγγραφέας.
Η κλοπή
Ανάμεσα στα πολλά άγνωστα περιστατικά που καταθέτει ο συγγραφέας ξεχωρίζει αυτό με τον άλλοτε έμπιστο του Αλέξανδρου που του έκλεψε τα χρήματα από το κεντρικό θησαυροφυλάκιο στη Βαβυλώνα, απ’ όπου μάζευε τα χρήματα των φόρων και με το ασύλληπτο ποσό των 5.000 κατέφυγε στην Αθήνα. Το ποσό κατασχέθηκε από τους Αθηναίους υποτίθεται με τη δικαιολογία ότι θα το επέστρεφαν στον δικαιούχο Αλέξανδρο, αλλά τελικά το χρησιμοποίησαν για να χρηματοδοτήσουν την εκστρατεία κατά των διαδόχων του.
Με τα χρήματα αυτά κινητοποίησαν μεγάλο στρατό ξεκινώντας απελευθερωτικό πόλεμο κατά των Μακεδόνων, φροντίζοντας μάλιστα να στείλουν τον στρατηγό Λεωσθένη στο Ταίναρο για να πληρώσει τους άλλοτε μισθοφόρους του Αλέξανδρου, που τους είχε διώξει και είχαν βρει καταφύγιο εκεί. Αφού ο Λεωσθένης κατάφερε να τους μαζέψει, έπεισε αρκετές πόλεις-κράτη -με πιο σημαντικούς τους Αιτωλούς και τους Θεσσαλείς- να στραφούν ενάντια στους κυρίαρχους Μακεδόνες, αλλά τελικά δεν τα κατάφεραν. Η αρχική νίκη των Αθηναίων κατά του Αντίπατρου, που τον ανάγκασε να οχυρωθεί στη Θεσσαλία, κατέληξε μπούμερανγκ, με αποτέλεσμα να συνασπιστούν οι Μακεδόνες στρατηγοί και να συντρίψουν οριστικά τη δημοκρατική Αθήνα το 322 π.Χ. σημαίνοντας το τέλος της. Μάλιστα, κατά τον Μπίλοους ήταν αυτή η μάχη μάλλον και όχι της Χαιρώνειας που έκρινε το μέλλον της Αθήνας.
Η εκδοχή για τον τάφο
Ο Ρίτσαρντ Α. Μπίλοους, θεωρώντας ότι η σχέση του Αλέξανδρου με τον Ηφαιστίωνα ήταν αντίστοιχη με αυτή του Αχιλλέα και του Πάτροκλου, θεωρεί ότι το πένθος του Αλέξανδρου για τον σύντροφό του είναι αυτό που προκάλεσε τον θάνατό του. Ωστόσο ήδη είχε προηγηθεί μια σειρά από εξεγέρσεις του στρατού, με ακραίες επιπτώσεις στον ψυχισμό του, με πιο σημαντική εκείνη από τα Σούσα στην Ωπιδα. Ηταν όμως στα Εκβάτανα, την παλιά μηδική πρωτεύουσα, που ο σύντροφός του Ηφαιστίων ήπιε μέχρι θανάτου κατά τη διάρκεια εκεί εορτών προκαλώντας την ακραία θλίψη του Αλέξανδρου, ο οποίος διέταξε σε κάποιες περιοχές να λατρεύεται ο νεκρός σαν θεός. Πίνοντας υπερβολικά και θρηνώντας τον φίλο του για μέρες, έφτασε τελικά να εξοντώσει τον ήδη εξασθενημένο εαυτό του. Καθώς οι στρατιώτες του είδαν ότι ο θάνατος ήταν αναπόφευκτος, άρχισαν να περνούν ένας-ένας από το νεκρικό κρεβάτι για να τον αποχαιρετήσουν.
Ο Περδίκκας
Λέγεται πως το σφραγιστικό δαχτυλίδι το έδωσε τελικά ο Αλέξανδρος στον στρατηγό του Περδίκκα, αλλά όταν εκείνος τον ρώτησε σε ποιον κληρονομεί την εξουσία του, είπε στον πιο δυνατό. Ο Μέγας Στρατηλάτης άφησε την τελευταία του πνοή στις 13 Ιουνίου του 323 π.Χ., λίγο πριν συμπληρώσει τα 33 του χρόνια. Αυτή ήταν η αφορμή ώστε να ξεκινήσει μια σειρά από συγκρούσεις στη Μακεδονική Αυτοκρατορία, που μοιράστηκε στους αξιωματικούς του σε ζώνες απόλυτης κυριαρχίας.
Αυτή η διαμάχη είναι που έκρινε και τη μοίρα του τάφου του, όπως εξηγεί αναλυτικά ο Μπίλοους, καθώς, αντί για τη Μακεδονία όπως ήθελε ο Αλέξανδρος, το φέρετρο παρέμεινε στην Αλεξάνδρεια. Ο συγγραφέας εξηγεί αναλυτικά το γιατί: «Ο Πτολεμαίος ακολουθούσε ανεξάρτητη πολιτική με στόχο να κάνει την Αίγυπτο βασίλειό του. Για να το πετύχει αυτό, τόνισε τη σχέση του με τον Αλέξανδρο για να προβάλει τον εαυτό του ως νόμιμο διάδοχό του στην Αίγυπτο: οικοδόμησε την Αλεξάνδρεια, την πόλη που είχε ιδρύσει επίσημα ο Αλέξανδρος, αλλά δεν περίμενε να τη δει να χτίζεται. Και όταν η επικήδεια πομπή του Αλέξανδρου, με ένα πολυτελέστατο φέρετρο και μια άμαξα που χρειάστηκε πάνω από έναν χρόνο για να ολοκληρωθεί, πέρασε μέσω της Συρίας με προορισμό τη Μακεδονία, ο Πτολεμαίος την ανέκοψε με τα στρατεύματά του και μετέφερε το φέρετρο στην Αίγυπτο· εκεί, ο Αλέξανδρος αρχικά ενταφιάστηκε στην παλιά πρωτεύουσα Μέμφιδα, αλλά στη συνέχεια μεταφέρθηκε σε έναν μεγαλειώδη τάφο ειδικά κατασκευασμένο για την περίσταση στην ίδια την Αλεξάνδρεια.
Αυτό ήταν μια ευθεία προσβολή για τον Περδίκκα, που είχε σκοπό να φέρει τον Αλέξανδρο πίσω στην “πατρίδα”, τη Μακεδονία, για να ταφεί στο ταφικό συγκρότημα των προγόνων του, των Αργεαδών, στις Αιγές, την παλαιά μακεδονική πρωτεύουσα. Ο Περδίκκας αντέδρασε επιτέλους με αποφασιστικότητα: απαρνήθηκε τη Νίκαια και έστειλε τον Ευμένη ξανά στην Κλεοπάτρα για να της ανακοινώσει την πρόθεσή του να την παντρευτεί. Αυτό σήμαινε κήρυξη πολέμου ενάντια στον Αντίπατρο, τον Κρατερό, τον Αντίγονο και τον Πτολεμαίο. Η “συμφωνία” της Βαβυλώνας είχε μόλις διαρραγεί».
Η τύχη του γιου του
Ο Ρίτσαρντ Α. Μπίλοους αναφέρεται σε μια σειρά από γεγονότα που έκριναν την τύχη της Μακεδονικής Αυτοκρατορίας αποκαλύπτοντας την άγνωστη σύγκρουση ανάμεσα στη μητέρα του Αλέξανδρου Ολυμπιάδα και τη νύφη της, Ευρυδίκη, δηλαδή τη σύζυγο του Φιλίππου Γ’ του Αρριδαίου που κατέληξε στην επιβλητική επικράτηση της πρώτης. Εχει μάλιστα, με βάση αυτή την κατάληξη, μια δική του εκδοχή για το ποιος είναι θαμμένος στον περίφημο βασιλικό τάφο ΙΙ στις Αιγές.
Γράφει χαρακτηριστικά στο βιβλίο του ο Μπίλοους: «Στα τέλη του 315 π.Χ., ο Αντίγονος επέστρεψε στη Συρία με όλη την ασιατική αυτοκρατορία των Μακεδόνων, ουσιαστικά την πρώην Περσική Αυτοκρατορία, υπό τον απόλυτο έλεγχό του· ήταν ως τώρα ο μεγάλος νικητής των πολέμων διαδοχής και μακράν ο ισχυρότερος από όλους τους διαδόχους του Αλέξανδρου. Οι ένοπλες δυνάμεις του είχαν αυξηθεί σε περισσότερους από 80.000 άντρες συνολικά και περιλάμβαναν ένα εξαίρετο ιππικό και έναν συμπαγή πυρήνα μακεδονικού πεζικού. Ο πλούτος του ήταν τεράστιος καθώς, εκτός από τον θησαυρό του, πληροφορούμαστε ότι το ετήσιο εισόδημα από τα εδάφη του ανερχόταν σε 11.000 τάλαντα περίπου. Παρ’ όλα αυτά, τον περίμεναν νέες δυσκολίες. Στα δυτικά, ο Κάσσανδρος είχε νικήσει τον Πολυπέρχοντα και είχε αναλάβει ο ίδιος την ηγεμονία της Μακεδονίας και του μεγαλύτερου μέρους της νότιας Ελλάδας».
«Στα τέλη του 317 π.Χ. ο Πολυπέρχων είχε κάνει το λάθος να φύγει από τη Μακεδονία για να συγκρουστεί με τον Κάσσανδρο χωρίς να πάρει μαζί του τον βασιλιά Φίλιππο Αρριδαίο. Η νεαρή βασίλισσα Ευρυδίκη έσπευσε να αναλάβει τον έλεγχο του συζύγου της και της διακυβέρνησης, εκτοπίζοντας τον Πολυπέρχοντα από την αντιβασιλεία και συμμαχώντας με τον Κάσσανδρο και τον Αντίγονο. Το γεγονός ώθησε τη μητέρα του Αλέξανδρου, την Ολυμπιάδα, που ανησυχούσε για τον μικρό εγγονό της, τον Αλέξανδρο Δ’, να εγκαταλείψει την αυτοεξορία της στην Ηπειρο και να εισβάλει στη Μακεδονία με στρατό.
Ο Κάσσανδρος
Η Ευρυδίκη συγκέντρωσε στρατεύματα για να την αντιμετωπίσει, οπότε προέκυψε ένα μοναδικό θέαμα στη δυτική Μακεδονία: δύο στρατοί αντιμέτωποι, και οι δύο με επικεφαλής μια γυναίκα. Τελικά, οι Μακεδόνες της Ευρυδίκης αρνήθηκαν να πολεμήσουν εναντίον της μητέρας του Αλέξανδρου, και η νεαρή βασίλισσα ηττήθηκε και αιχμαλωτίστηκε μαζί με τον σύζυγό της. Εχοντας επιτέλους τον έλεγχο της Μακεδονίας, η Ολυμπιάδα έχασε κάθε καλή πρόθεση και εγκαθίδρυσε ένα βασίλειο τρόμου.
Η Ευρυδίκη και ο σύζυγός της, ο δύσμοιρος βασιλιάς Φίλιππος Αρριδαίος, εκτελέστηκαν με βάναυσο τρόπο· συγγενείς και υποστηρικτές του Κάσσανδρου κυνηγήθηκαν και εκτελέστηκαν· ακόμα και τα οστά των νεκρών συζύγων του Κάσσανδρου ξεθάφτηκαν και οι τάφοι τους βεβηλώθηκαν. Οταν ο Κάσσανδρος επέστρεψε επιτέλους στη Μακεδονία, επικεφαλής ενός μεγάλου στρατεύματος, οι Μακεδόνες αρνήθηκαν να πολεμήσουν στο πλευρό της τρομοκρατημένης Ολυμπιάδας, η οποία κατέφυγε στην οχυρωμένη πόλη της Πύδνας, όπου πολιορκήθηκε και όταν τα τρόφιμα εξαντλήθηκαν, αναγκάστηκε να παραδοθεί. Ο Κάσσανδρος φρόντισε ώστε οι συγγενείς των θυμάτων να πάρουν την εκδίκησή τους δολοφονώντας την ηλικιωμένη βασίλισσα, ενώ ο ίδιος ανέκτησε τις σορούς της Ευρυδίκης και του Φίλιππου Αρριδαίου για να ενταφιαστούν με βασιλικές τιμές, πιθανώς στον περίφημο τάφο ΙΙ στη Βεργίνα, του οποίου τα θαυμάσια κτερίσματα εκτίθενται σήμερα στο μουσείο που χτίστηκε πάνω από τους τάφους.
Ο Κάσσανδρος ανέλαβε την ευθύνη του επιζώντος βασιλιά, του μικρού Αλέξανδρου Δ’, και τον έθεσε υπό “προστατευτική κράτηση” μαζί με τη μητέρα του Ρωξάνη στην Αμφίπολη, ώστε να εκπαιδευτεί όπως άρμοζε στη μελλοντική του θέση, όπως τουλάχιστον διατεινόταν. Στο μεταξύ, το 315 π.Χ. βρήκε τον Κάσσανδρο να κατέχει τον πλήρη έλεγχο της Μακεδονίας ως δεινός ηγεμόνας. Ο Πολυπέρχων, μαζί με ό,τι είχε απομείνει από τις στρατιωτικές του δυνάμεις, είχε αποσυρθεί στην Αιτωλία και τη δυτική Πελοπόννησο, για να ζήσει εκεί ως κυβερνήτης ήσσονος σημασίας και διοικητής μισθοφόρων».