Χρειάζεται μόνο μία γρήγορη ματιά στη λίστα των κρατών με το υψηλότερο IQ στον κόσμο και στοιχειώδεις γνώσεις γεωγραφίας για να αντιληφθείτε το παράδοξο. Το CEOWORLD Magazine στην επικαιροποιημένη του λίστα για τις «εξυπνότερες» χώρες δίνει την εξής σειρά (σε παρένθεση το σκορ IQ): 1η Ιαπωνία (106,48), 2η Ταϊβάν (106,47), 3η Σιγκαπούρη (105,89%), 4ο Χονγκ Κονγκ (105,37), 5η Κίνα (104,1) και 6η Νότια Κορέα (102,35).
Όλες αυτές οι χώρες βρίσκονται σ’ έναν νοητό κύκλο που περιλαμβάνει τις ανεπτυγμένες οικονομικά της Άπω Ανατολής και της Νοτιοανατολικής Ασίας. Χώρες με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, εκπαιδευτικό σύστημα, κουλτούρα και γενικότερη φιλοσοφία για τη μάθηση και τη ζωή. Για να γίνουν οι απαραίτητες συγκρίσεις, η Ελλάδα βρίσκεται στην 55η θέση της λίστας με σκορ 90,77. Λίγο, ελάχιστα, πάνω από τον παγκόσμιο μέσο όρο εξυπνάδας.
Τι συμβαίνει, λοιπόν; Έχει μήπως σχέση με το DNA; Είναι οι Ασιάτες, μάλιστα από το ανατολικό άκρο της αχανούς ηπείρου, πιο έξυπνοι από τους υπόλοιπους ανθρώπους; Μήπως είναι ζήτημα εκπαιδευτικού συστήματος; Ή υπάρχουν άλλοι παράγοντες που βοηθούν όσους συμμετέχουν σ’ αυτά τα τεστ να σκοράρουν καλύτερα από τους άλλους;
Κατ’ αρχάς, μια υπενθύμιση. Τα τεστ IQ υπερηφανεύονται ότι μετρούν την εξυπνάδα, πλην όμως είναι ανθρώπινα κατασκευάσματα. Αξιολογούν και βαθμολογούν διαφορετικές μεν λειτουργίες των νευρώνων, αυτό που στην αργκό λέμε «πόσο στροφάρει το μυαλό», αλλά ως τεστ έχουν δημιουργηθεί για να… τεστάρουν το συγκεκριμένο. Οπότε π.χ. μια καλλιτεχνική ιδιοφυία της αφηρημένης τέχνης θα μπορούσε να πάρει πολύ κακό βαθμό σ’ ένα τεστ IQ, ακόμα και κάτω από τη βάση.
Γύρω από το «DNA εξυπνάδας» και το «εκπαιδευτικό σύστημα» έχουν πλεχτεί οι δύο σημαντικότεροι μύθοι που αφορούν το IQ. Οι ειδικοί επιστήμονες συμφωνούν μεν ότι η εξυπνάδα είναι και κληρονομική, ωστόσο αρνούνται πεισματικά ότι αυτή έχει συγκεκριμένα γενετικά χαρακτηριστικά. Μετά από εκατοντάδες τέτοιες έρευνες, μπορούν να το βεβαιώσουν: Το IQ είναι απολύτως ατομικό, έχει να κάνει με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που αναπτύσσονται και «κληρονομούνται» (π.χ. η δυνατή μνήμη, η ευφράδεια στο λόγο, η αποκρυπτογράφηση συμβόλων-γραμμάτων) από πατέρα και μητέρα σε γιους και κόρες, αλλά όχι φυλετικό. Δεν υπάρχει ούτε μια εμπεριστατωμένη έρευνα που να δείχνει ότι οι Ασιάτες γενικά είναι πιο έξυπνοι γενετικά από τους Ευρωπαίους ή τους Αφρικανούς.
Όσο για το εκπαιδευτικό σύστημα αυτό καθ’ αυτό, δηλαδή τον τρόπο που επιλέγει κάθε κράτος να μαθαίνει βασικές δεξιότητες στα παιδιά του, είναι αυτονόητο πως οι απόψεις διίστανται. Κι αυτό, διότι στις πρώτες θέσεις της σχετικής λίστας βρίσκονται δύο τελείως διαφορετικά εκπαιδευτικά συστήματα, το ιαπωνικό και το φινλανδικό. Διαφορετικά και ως προς τον τρόπο που μαθαίνουν τα παιδιά, αλλά και την ηλικία στην οποία έρχονται σε επαφή με τη μάθηση.
Είναι τυχαίο, λοιπόν, που τα ασιατικά κράτη βρίσκονται παραδοσιακά στις πρώτες θέσεις αυτής της λίστας και συναγωνίζονται μεταξύ τους; Κάθε άλλο. Υπάρχουν πέντε λέξεις-κλειδιά που εξηγούν αυτή την κυριαρχία.
Αστικοποίηση. Οι έρευνες των ειδικών έχουν δείξει ότι τα σκορ των παιδιών που μεγαλώνουν σε πολυπληθέστερους οικισμούς (μεγάλες πόλεις) είναι σταθερά πολύ καλύτερα απ’ αυτά που μεγαλώνουν σε χωριά ή απομακρυσμένους οικισμούς. Οι ασιατικές χώρες στη λίστα είναι πολύ έντονα αστικοποιημένες (με αποκορύφωμα τη Σιγκαπούρη, η οποία είναι στην ουσία πόλη-κράτος χωρίς «αγροτικές περιοχές»), κάτι που ανεβάζει το μέσο όρο τους. Κι αν κανείς αναρωτιέται για την παρουσία της Κίνας στην πεντάδα, τα δείγματα τεστ IQ από την λεγόμενη κινέζικη «επαρχία» προέρχονται από πόλεις που δεν έχουν σχέση μεν με τα θηριώδη αστικά κέντρα (Πεκίνο, Σανγκάη, Καντώνα, Σενζέν κτλ.) αλλά με πόλεις όπως η Νίνγκμπο (9,6 εκατομμύρια) ή η Χεφέι (9,5 εκατομμύρια).
Κουλτούρα. Για τους νεαρούς μαθητές σε αυτές τις χώρες η διαδικασία της μάθησης δεν είναι μια βαρετή διαδικασία, κάθε άλλο. Η ίδια η οικογένεια σπρώχνει το παιδί να αγαπάει να μαθαίνει. Η πειθαρχία και η μεθοδικότητα είναι ούτως ή άλλως γνώρισμα των λαών της Άπω Ανατολής (και μέσω της πολύ μεγάλης κινεζικής κοινότητας έχει μεταφερθεί και στη Σιγκαπούρη), οπότε ακόμα και οι ώρες του διαβάσματος μετά το σχολείο (οι οποίες έχουν να κάνουν κυρίως με εργασίες, όχι π.χ. με προετοιμασία των μαθημάτων της επόμενης μέρας) είναι στιγμές χαράς και όχι καταναγκασμού. Η κοινωνική αποδοχή δε που απολαμβάνει ένας κάτοχος πανεπιστημιακού τίτλου δεν έχει σχέση με αυτό που βιώνουμε στην Ελλάδα.
Προσδοκίες. Η λέξη «απαιτήσεις» μάλλον θα απέδιδε καλύτερα την έννοια αυτή. Στις συγκεκριμένες χώρες, παρ’ ότι το εκπαιδευτικό σύστημα δεν είναι το ίδιο, οι απαιτήσεις για «καλούς βαθμούς» είναι προαπαιτούμενο, όχι προαιρετικό. Οι γονείς απαιτούν από το εκπαιδευτικό σύστημα να μάθει στο παιδί τους τέλεια τη γλώσσα, τα μαθηματικά, την ιστορία κτλ. Κι αν δεν γίνει κάτι τέτοιο, οι ερωτήσεις δεν θα απευθύνονται μόνο στο παιδί, αλλά και στον εκπαιδευτικό. Στη Σιγκαπούρη υπάρχει εξάμηνη αξιολόγηση των δασκάλων τόσο από τα ίδια τα παιδιά, όσο και από τους γονείς τους. Και δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που μια μέτρια αξιολόγηση έχει οδηγήσει μέχρι και σε κυρώσεις στους εκπαιδευτικούς. Κοινώς, ο δάσκαλος σπάει το κεφάλι του να μεταδώσει τη γνώση, έτσι ώστε να την κατανοήσουν τέλεια όλοι οι μαθητές του.
Ομαδικότητα. Ένα δημοφιλές ρητό στην Ιαπωνία αναφέρει ότι «ο καλύτερος δάσκαλος είναι ο συμμαθητής». Και το εφαρμόζουν στην πράξη, αντί για την έννοια του φροντιστηρίου, που φυσικά είναι άγνωστη σ’ εκείνα τα μέρη (κι όχι μόνο εκεί). Οι συνομήλικοι έχουν τους δικούς τους κώδικες για να μεταδώσουν γνώση και να γίνουν κατανοητοί, χωρίς το (κάποιες φορές απωθητικό) δασκαλίστικο ύφος. Έτσι, λοιπόν, ενθαρρύνονται στις σχολικές τάξεις τα «γκρουπ εργασίας», όπου οι μαθητές απολαμβάνουν να διαβάζουν μαζί και τα παιδιά δεν έχουν το βραχνά να παραδεχτούν μπροστά στον εκπαιδευτικό ή σε όλη την τάξη ότι δεν κατάλαβαν κάτι.